ΕΜΕΝΑ ΜΟΥ ΚΑΝΕΙ ΓΙΑ ΕΒΡΑΪΚΟΣ!!
Τον Εθνικό Ύμνο της Ελλάδος αποτελούν οι δύο πρώτες στροφές του ποιήματος "Ύμνος εις την Ελευθερίαν". Γράφτηκε το Μάιο του 1823 στη Ζάκυνθο από τον ποιητή Διονύσιο Σολωμό. Ένα χρόνο αργότερα δημοσιεύτηκε στο Μεσολόγγι και τον ίδιο χρόνο ο Φωριέλ το συμπεριέλαβε στη συλλογή των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών. Το 1828, ο Νικόλαος Μάντζαρος, κερκυραίος μουσικός και φίλος του Σολωμού, μελοποίησε το ποίημα, με βάση λαϊκά μοτίβα, για τετράφωνη ανδρική χορωδία, αλλά όχι ως εμβατήριο. Έκτοτε ο "Ύμνος εις την Ελευθερίαν" ακουγόταν τακτικά σε εθνικές γιορτές. Το ποίημα "Ύμνος εις την Ελευθερία" αποτελείται από 158 τετράστιχες στροφές από αυτές οι 24 πρώτες στροφές καθιερώθηκαν ως Εθνικός Ύμνος, το 1865. Από αυτές οι δυο πρώτες είναι εκείνες που ανακρούονται και συνοδεύουν πάντα την έπαρση και την υποστολή της σημαίας και ψάλλονται σε επίσημες στιγμές και τελετές. Κατά τη διάρκεια της ανάκρουσης αποδίδονται τιμές χαιρετισμού. Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή, σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη. Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά, και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά! Εκεί μέσα εκατοικούσες πικραμένη, εντροπαλή, κι ένα στόμα εκαρτερούσες, «έλα πάλι», να σου πεί. 'Αργειε νάλθει εκείνη η μέρα κι ήταν όλα σιωπηλά, γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Δυστυχής! Παρηγορία μόνη σού έμενε να λές περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις. Κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει φιλελεύθερη λαλιά το ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι από την απελπισιά Κι έλεες: «Πότε, α, πότε βγάνω το κεφάλι από τσ' ερμιές;». Και αποκρίνοντο από πάνω κλάψες, άλυσες, φωνές. Τότε εσήκωνες το βλέμμα μες στα κλάιματα θολό, και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα πλήθος αίμα ελληνικό. Με τα ρούχα αιματωμένα ξέρω ότι έβγαινες κρυφά να γυρεύεις εις τα ξένα άλλα χέρια δυνατά. Μοναχή το δρόμο επήρες, εξανάλθες μοναχή· δεν είν' εύκολες οι θύρες εάν η χρεία τες κουρταλεί. 'Αλλος σου έκλαψε εις τα στήθια, αλλ' ανάσαση καμμιά· άλλος σου έταξε βοήθεια και σε γέλασε φρικτά. ΄Αλλοι, οϊμέ, στη συμφορά σου οπού εχαίροντο πολύ, «σύρε νά 'βρεις τα παιδιά σου, σύρε», έλεγαν οι σκληροί. Φεύγει οπίσω το ποδάρι και ολογλήγορο πατεί ή την πέτρα ή το χορτάρι που τη δόξα σού ενθυμεί. Ταπεινότατη σου γέρνει η τρισάθλια κεφαλή, σαν πτωχού που θυροδέρνει κι είναι βάρος του η ζωή. Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει κάθε τέκνο σου με ορμή, πού ακατάπαυστα γυρεύει ή τη νίκη ή τη θανή. Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά, και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά! Μόλις είδε την ορμή σου ο ουρανός που για τσ' εχθρούς εις τη γη τη μητρική σου έτρεφ' άνθια και καρπούς, εγαλήνεψε· και εχύθει καταχθόνια μια βοή, και του Ρήγα σού απεκρίθη πολεμόκραχτη η φωνή. ΄Ολοι οι τόποι σου σ' εκράξαν χαιρετώντας σε θερμά, και τα στόματα εφωνάξαν όσα αισθάνετο η καρδιά. Εφωνάξανε ως τ' αστέρια του Ιονίου και τα νησιά, κι εσηκώσανε τα χέρια για να δείξουνε χαρά, μ' όλον πού 'ναι αλυσωμένο το καθένα τεχνικά, και εις το μέτωπο γραμμένο έχει: «Ψεύτρα Ελευθεριά». Γκαρδιακά χαροποιήθει και του Βάσιγκτον η γη, και τα σίδερα ενθυμήθει που την έδεναν κι αυτή. Απ' τον πύργο του φωνάζει, σα να λέει σε χαιρετώ, και τη χήτη του τινάζει το λιοντάρι το Ισπανό. Ελαφιάσθη της Αγγλίας το θηρίο, και σέρνει ευθύς κατά τ' άκρα της Ρουσίας τα μουγκρίσματα τσ' οργής. Εις το κίνημα του δείχνει πως τα μέλη ειν' δυνατά· και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει μια σπιθόβολη ματιά. Σε ξανοίγει από τα νέφη και το μάτι του Αετού, που φτερά και νύχια θρέφει με τα σπλάχνα του Ιταλού· και σ' εσέ καταγυρμένος, γιατί πάντα σε μισεί, έκρωζ' έκρωζ' ο σκασμένος, να σε βλάψει, αν ημπορεί. ΄Αλλο εσύ δεν συλλογιέσαι πάρεξ που θα πρωτοπάς· δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι στες βρισιές οπού αγρικάς· σαν το βράχο οπού αφήνει κάθε ακάθαρτο νερό εις τα πόδια του να χύνει ευκολόσβηστον αφρό· οπού αφήνει ανεμοζάλη και χαλάζι και βροχή να του δέρνουν τη μεγάλη, την αιώνιαν κορυφή. Δυστυχιά του, ω, δυστυχιά του, οποιανού θέλει βρεθεί στο μαχαίρι σου αποκάτου και σ' εκείνο αντισταθεί. Το θηρίο π' ανανογιέται πως του λείπουν τα μικρά, περιορίζεται, πετιέται, αίμα ανθρώπινο διψά· τρέχει, τρέχει όλα τα δάση, τα λαγκάδια, τα βουνά, κι όπου φθάσει, όπου περάσει, φρίκη, θάνατος, ερμιά· Ερμιά, θάνατος και φρίκη όπου επέρασες κι εσύ· ξίφος έξω από τη θήκη πλέον ανδρείαν σου προξενεί. Ιδού, εμπρός σου ο τοίχος στέκει της αθλίας Τριπολιτσάς· τώρα τρόμου αστροπελέκι να της ρίψεις πιθυμάς. Μεγαλόψυχο το μάτι δείχνει πάντα οπώς νικεί, κι ας ειν' άρματα γεμάτη και πολέμιαν χλαλοή.