εθνικισμός (ο) (ουσ. αρσ.) (απο το επιθ. εθνικός) η υπέρμετρη προσήλωση στην παράδοση και στα εθνικά ιδεώδη.
εθνισμός (ο) (ουσ. αρσ.) (απο το ουσ. έθνος) η εθνική συνείδηση, η φιλοπατρία
Απο το Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσα της Υδρίας - Cambridge - ΉλιοςΗ διαφορά ανάμεσα στους ορισμούς Εθνισμός και Εθνικισμός που παρέθεσα παραπάνω είναι ουσιαστικά μια λέξη. Μια τέτοια λέξη όμως που προκαλεί ζημιά. Η λέξη αυτή είναι η λέξη: «υπέρμετρα» δηλαδή υπέρ του μέτρου. Όταν όμως σε μια ιδέα υπερβαίνουμε το μέτρο τότε αυτό γίνετε πάθος και το πάθος είναι νόσος σε τέτοιο βαθμό που κάνει τον Εθνικισμό να διαφέρει από τον Εθνισμό όσο διαφέρει ο Χούλιγκαν μιας ποδοσφαιρικής ομάδας από τον Φίλαθλο της ομάδας. Ο Εθνικιστής λοιπόν ένεκα της νόσου του, του πάθους του θεοποιηθεί το Έθνος του, το θεωρεί ανώτερο όλων των άλλων, θεωρεί τα πάντα σε αυτό άριστα, παραβλέπει τα μεμπτά, τα σφάλματα, τα λάθη με αποτέλεσμα ποτέ να μην επιχειρεί