«Ω ξένε, εδώ καλό θα είναι να χρονοτριβήσεις, εδώ το υψηλότερο αγαθό μας είναι η Ηδονή» Επιγραφή στην είσοδο του Κήπου Ο Ρωμαίος ποιητής και φιλόσοφος Τίτος Λουκρήτιος Κάρος (λατινικά Titus Lucretius Carus) γεννήθηκε περίπου στα 98-94 π.κ.ε. και πέθανε γύρω στα 55-53 π.κ.ε. Το μόνο γνωστό του έργο είναι ένα εκτενές φιλοσοφικό ποίημα με τίτλο De Rerum Natura, («Περί της φύσεως των πραγμάτων»). Ολόκληρο το βιβλίο βασίστηκε στην χαμένη επιτομή των τριανταεπτά τόμων που συνέταξε ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Επίκουρος. Τα χειρόγραφα του De Rerum Natura ήταν επί αιώνες θαμμένα στα άδυτα ενός μοναστηριού της νότιας Γερμανίας, ώσπου εμφανίστηκαντο 1417.
Είναι γνωστό ότι από το τεράστιο κι αξιολογότατο συγγραφικό έργο των Επικούρειων (και σχεδόν όλων των Ελλήνων Φιλοσόφων) σώθηκαν ελάχιστα αφού τα συγγράμματα τους πολεμήθηκαν συστηματικά σε όλη τη διάρκεια της χριστιανικής ιστορίας. Απορίας άξιον πως διασώθησαν όσα βολεύουν τον Αφέντη!!! Διακηρυγμένος στόχος του Ρωμαίου Λουκρήτιου ήταν να απαλλάξει το νου των ανθρώπων από τις προκατάληψεις, τις δεισιδαιμονίες και τον φόβο του θανάτου. Σε 7.415 συνολικά στίχους, γίνεται εκτενής αναφορά σε όλες τις απόψεις των Επικούρειων Ο Λουκρήτιος απέρριπτε ως αβάσιμη δεισιδαιμονία την ιδεαλιστική άποψη ότι το Σύμπαν κυβερνάται από θεϊκές παρεμβάσεις ή υπερφυσικές δυνάμεις, όπως θεωρούσε η πλειοψηφία των ανθρώπων του καιρού του. Ο θάνατος για τον Λουκρήτιο δεν ήταν εγγενώς ούτε καλός ούτε κακός, μόνο μία απόλυτη παύση της ύπαρξης, και ο φόβος του θανάτου δεν ήταν παρά μία προβολή επίγειων, καθημερινών φόβων. Σύμφωνα με την αντίληψη των Επικούρειων, το να επιδιώκεις τη δόξα, τον πλούτο και τη δύναμη χωρίς μέτρο είναι αφύσικο, μια συνεχής πηγή ταραχών και δυσφορίας. Ακόμα και όταν ο αδύνατος γίνει δυνατός, ο θνητός άνθρωπος ποτέ δε θα γίνει παντοδύναμος, ούτε θα νικήσει τους φόβους του, με πρώτο το φόβο του θανάτου. Το να είσαι αδύναμος και να θέλεις να γίνεις δυνατός είναι τουλάχιστον εξίσου οδυνηρό με το να είσαι δυνατός και να επιθυμείς την αδύνατη παντοδυναμία. Έτσι εξηγείται πιθανώς και η θρυλούμενη ελαφρά μελαγχολία των μεγάλων ανδρών και γυναικών. Αφού τα έχουν όλα, γιατί δεν αισθάνονται ευτυχισμένοι; Οι γλυκιές κατοικίες των σοφών βρίσκονται αλλού: «Σου δίνει τέρψη το να κάθεσαι να παρακολουθείς από τη στεριά τις σκληρές δοκιμασίες του άλλου που παραδέρνει μες στην απέραντη θάλασσα, την ώρα που οι άνεμοι σηκώνουν τα κύματα και την κάνουν να λυσσομανά. Όχι βέβαια γιατί ηδονίζεσαι με τα ξένα βάσανα, μα γιατί είναι γλυκό να βλέπεις από τι κακά έχεις γλυτώσεις εσύ ο ίδιος. Όπως κι είναι ευχάριστο να βλέπεις τις σκληρές μάχες να μαίνονται πέρα στους κάμπους, χωρίς να σε αγγίζει ο κίνδυνος. Τίποτε όμως δεν είναι πιο γλυκό από το να είσαι θρονιασμένος στα ύφη τα οχυρωμένα από τις γνώσεις και τη διδασκαλία των σοφών, κι από τις γαλήνιες αυτές κατοικίες σκύβοντας να ρίχνεις το βλέμμα στους άλλους και να τους βλέπεις να τρέχουν πέρα δώθε, ψάχνοντας στα τυφλά το δρόμο της ζωής, να συναγωνίζονται σε εξυπνάδα, να μαλώνουν για την ευγενή τους καταγωγή, να μοχθούν μέρα και νύχτα και να τσακίζονται να σκαρφαλώσουν στην κορυφή του πλούτου ή να κατακτήσουν την εξουσία.» Σε όλες τις ιστορικές εποχές, ο πλούτος που αναζητά η ματαιοδοξία των θνητών θα χάνεται πάντοτε στο άπειρο. Ο Επίκουρος χωρίζει τις επιθυμίες σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: φυσικές και αναγκαίες, φυσικές αλλά όχι αναγκαίες, ούτε φυσικές ούτε αναγκαίες. Για κάθε επιθυμία, μπορούμε να θέσουμε το φαινομενικά απλό ερώτημα, τι θα (μου) συμβεί αν γίνει αυτό που επιθυμώ και τι θα συμβεί αν δεν γίνει; «Ω, κακόμοιρα ανθρώπινα μυαλά και τυφλωμένες καρδιές! Σε τι σκοτάδια, σε τι κινδύνους κυλάει ο λίγος χρόνος της ζωής σας! Δεν ακούτε λοιπόν την κραυγή της φύσης που διαλαλεί την επιθυμία της, από το κορμί να φύγει κάθε πόνος, και το πνεύμα να νιώσει ευδαιμονία ελεύθερη από έγνοιες και αγωνίες; Το βλέπουμε πως δε χρειάζεται το κορμί πολλά πράγματα. Κάθε τι που διώχνει τον πόνο, μπορεί και πολλές απολαύσεις να προσφέρει. Η ίδια η φύση τότε δεν ζητά μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Αν το σπίτι δεν έχει χρυσά αγάλματα εφήβων να κρατούν στο δεξί το χέρι αναμμένες δάδες και να φωτίζουν τα νυχτερινά φαγοπότια, αν το σπίτι δεν αστραποβολά από ασήμια και χρυσάφια, αν δεν αντιλαλούν κιθάρες μες στα στολισμένα σαλόνια, εμάς μας είναι αρκετό να ξαπλώνουμε στο τρυφερό χορτάρι, φίλοι με φίλους στην ακροποταμιά, κάτω από τα σκιερά κλαδιά ενός μεγάλου δέντρου μας είναι αρκετό να μπορούμε να διασκεδάζουμε με λίγα έξοδα, ιδίως αν μας χαμογελά ο καιρός, κι η εποχή ραίνει το καταπράσινο χορτάρι με λουλούδια. Ο καυτός πυρετός δεν αφήνει γρηγορότερα το κορμί που ξαπλώνει πάνω σε κεντητά στρώματα και σε άλικες πορφύρες, απ’ ό,τι το κορμί που ‘ναι ξαπλωμένο σ’ ένα φτωχικό στρωσίδι.» Το κακό λοιπόν δεν το προξενούν η φτώχεια της φύσης (η της φύσεως ένδεια) αλλά οι αιωνίως ανικανοποίητες ορέξεις των ανθρώπων που σχετίζονται με τις κούφιες ιδέες (η περί τας κενάς δόξας όρεξις). Η φύση παρουσιάζεται γενναιόδωρη αλλά οι ματαιόδοξοι θνητοί δύσκολα εκτιμούν τα δώρα της. Αντίθετα με την γνώμη των πολλών, δεν είναι άπληστο το στομάχι, άπληστη και ψεύτικη είναι η ιδέα ότι μπορεί να γεμίζει συνέχεια (άπληστον ου γαστήρ· δόξα ψευδής υπέρ του γαστρός αορίστου πληρώματος.) […] «Παράβαλε με τις προσφορές άλλων θεών. Η Δήμητρα, καθώς λένε, μας έδωσε το σιτάρι, ο Διόνυσος το κρασί. Μα και δίχως αυτά υπάρχει ζωή κι ακούμε πως και σήμερα ακόμα ζουν λαοί που δεν τα γνωρίζουν. Θα ήταν όμως αδύνατο να ζήσει κανείς ευτυχισμένα δίχως καθαρή καρδιά. Δικαιολογημένα μάς φαίνεται θεός εκείνος που η σοφία του ζωντανή και απλωμένη στα μεγάλα έθνη γαληνεύει τις καρδιές με τις γλυκιές παρηγοριές της ζωής. Αν νομίζεις πως οι άθλοι του Ηρακλή αξίζουν περισσότερο, τότε ξεμακραίνεις πολύ απ’ την αλήθεια…» Λουκρήτιος Τα πλούτη, η δόξα, η ευγενική καταγωγή και η εξουσία δεν κάνουν τον άνθρωπο ευτυχισμένο: «Κι αφού τα πλούτη κι η ευγενική καταγωγή κι η δόξα του θρόνου δεν ωφελούν σε τίποτα το κορμί, θα πρέπει να σκεφτούμε πως ούτε και το πνεύμα ωφελούν. Μήπως τάχα, την ώρα που βλέπεις τις λεγεώνες σου να κάνουν πολεμικές ασκήσεις στο πεδίο του Άρεως και να προελαύνουν ορμητικά, και μήπως, την ώρα που παρακολουθείς τα γυμνάσια του στόλου σου στην ανοιχτή θάλασσα, θα τρομάξουν οι δεισιδαιμονίες σου και θα πάρουν δρόμο και θα φύγει απ’ την ψυχή σου ο φόβος του θανάτου, αφήνοντάς την λεύτερη, απαλλαγμένη από το άγχος;» Ο σοφός άνθρωπος δεν ασχολείται με την πολιτική, εκτός κι αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι. Κατά την εκτίμησή μου, οι Επικούρειοι δεν ήταν τόσο αμέτοχοι στα κοινά όσο παρουσιάζονται συνήθως. Η ίδια η διατύπωση της φιλοσοφίας του δικαίου στάθηκε ριζοσπαστική πολιτική παρέμβαση με διάρκεια αιώνων και ενέπενευσε πολιτικούς αγώνες στους οποίους χύθηκαν ποτάμια αίμα και μελάνι. Μπορούμε άραγε να χαρακτηρίσουμε απολίτικο έναν άνδρα που είπε ότι οι νόμοι φτιάχνονται από τους ανθρώπους και όχι από τους θεούς; ACROPOLI ATHENS (11) Πρώτη η Αθήνα Ο Λουκρήτιος παρουσιάζει τον θείο Επίκουρο ως τέκνο της δημοκρατικής Αθήνας: «Πρώτη η Αθήνα με το λαμπρό το όνομα, μοίρασε κάποτε στους βασανισμένους θνητούς τις σοδειές των καρπών και ανανέωσε τη ζωή και καθιέρωσε νόμους. Πρώτη χάρισε τις γλυκιές παρηγοριές της ζωής, σαν γέννησε τον άντρα εκείνο τον προικισμένο με τέτοιο πνεύμα, που από τα χείλη του έβγαινε η αλήθεια για το κάθε τι και μολονότι έσβησε το φως της ζωής του, οι θείες ανακαλύψεις του έχουν παντού διαδοθεί κι η δόξα του υψώθηκε ως τα ουράνια.» Η ευτυχία έρχεται στα τα ζύγια του ανθρώπου, στο μέτρο του δυνατού. Το μυαλό των θνητών, σκλαβωμένο από χίλιες έγνοιες, μοιάζει τρύπιο βαρέλι δίχως πάτο: «Είδε πως ήταν στο χέρι των ανθρώπων όλα τα απαραίτητα για να ζουν με ασφάλεια, στο μέτρο του δυνατού. Είδε τους δυνατούς με τα πλούτη και τις τιμές, περήφανους ως και για το καλό όνομα των παιδιών τους, κι όμως μες στα σπίτια τους οι καρδιές τους ήσαν γεμάτες αγωνία και το μυαλό τους σκλαβωμένο από τις έγνοιες, και πως αναγκάζονταν να μαλώνουν και να παραπονιούνται πικρά. Και κατάλαβε πως όλο το κακό έβγαινε μέσα από το ίδιο το δοχείο, και πως κάποιο ελάττωμα του τα χαλνούσε όλα όσα έρχονταν να μπουν μέσα του, ως και τα πιο όμορφα. Εν μέρει γιατί ήταν όλο τρύπες και δίχως πάτο κι ήταν αδύνατο να γεμίσει και εν μέρει γιατί οτιδήποτε δεχόταν μέσα, του μετέδιδε μιαν άσχημη γεύση, θα έλεγε κανείς.» Η μελέτη της Φύσης Η φυσική φιλοσοφία δεν φτιάχνει κομπασμένους και πολυλογάδες (ου κομπούς ουδέ τη φωνή εργαστικούς παρασκευάζει) ούτε ανθρώπους που κάνουν επίδειξη γνώσεων για να εντυπωσιάζουν τους πολλούς (ουδέ την περιμάχητον παρά τοις πολλοίς παιδείαν ενδεικνυμένους) αλλά προσωπικότητες σοβαρές και αυτάρκεις. Η μελέτη της Φύσης και του Σύμπαντος έχει ως κύριο στόχο να διαλύσει τους παιδικούς φόβους και τις θλιβερές σκέψεις που βασανίζουν τις καρδιές των ανθρώπων: «Κι εκείνος απολύμανε τις καρδιές με λόγια γεμάτα αλήθεια, και σήκωσε φράχτες στις επιθυμίες και στους φόβους. Και μας δίδαξε ποιο είναι το υπέρτατο αγαθό που όλοι λαχταρούμε και μας έδειξε τον δρόμο, το πιο σύντομο και ίσιο μονοπάτι για να φτάσουμε εκεί. Έδειξε ποια δυστυχία υπάρχει στα ανθρώπινα πράγματα, πώς γεννιέται και σκορπά παντού με λογιών-λογιών μορφές, τυχαία είτε από φυσική αιτία σύμφωνα με την τάξη που έθεσε το σύμπαν, και δίδαξε από ποιες πόρτες πρέπει να την αντιμετωπίσουμε, και απόδειξε ότι μάταια το ανθρώπινο γένος μηρυκάζει τις θλιβερές σκέψεις. Γιατί όπως τα μικρά παιδιά φοβούνται μες στο σκοτάδι και τρέμουν το καθετί, έτσι κι εμείς φοβούμαστε μες στο φως, τόσες και τόσες φορές, πράγματα που δεν είναι πιο φοβερά από κείνα που τρομάζουν τα παιδιά και που φαντάζονται ότι θα τους συμβούν μες στα σκοτεινά. Αυτό το φόβο λοιπόν, αυτά τα σκοτάδια της ψυχής, ας μη περιμένουμε να τα σκορπίσουν οι αχτίδες του ήλιου μήτε τα φωτεινά βέλη της μέρας μόνο η μελέτη κι η ερμηνεία της φύσης μπορεί να τα διαλύσει.» Το νόημα της ζωής «Ποια είναι η ανώτατη πνευματική ηδονή; αυτή που αναβλύζει τις στιγμές που η νηφάλια σκέψη (νήφων λογισμός) σκορπίζει τα σκοτάδια της μεταφυσικής και ότι προκαλεί φόβο γίνεται αντικείμενο στοχασμού, έρχεται δηλαδή στα μέτρα του Έλληνα ανθρώπου της κλασικής εποχής. Για τους Επικούρειους, κάθε δραστηριότητα είναι σοφή, όταν έχει ως σκοπό να μάς οδηγήσει στην ευτυχισμένη ζωή. Το βαρύ καθήκον της ευτυχίας ο μεγάλος Έλληνας το πήρε απ’ τους θεούς και το έριξε στους ανθρώπους. Ευτυχισμένη ζωή δεν νοείται μέσα στο φόβο· οι αγαπημένοι φίλοι, η ευδαιμονία και η αταραξία του σώματος και της ψυχής είναι η μόνη εγγύηση της ευτυχίας για τους θνητούς. Ο Επίκουρος για τον Λουκρήτιο ήταν θεός αφού ήταν εκείνος που πρώτος βρήκε το νόημα της ζωής, ό,τι σήμερα ονομάζουμε σοφία, εκείνος που με την επιστημοσύνη του άρπαξε τη ζωή μέσα απ’ τις τόσες ανεμοζάλες κι από βαθιά σκοτάδια, και την απίθωσε σε τέτοιο γαλήνιο λιμάνι και σε τόσο καθάριο φως.» Κ. Λ. Π. Βιβλιογραφία: Χάρη Λύτα, «Λάθε βιώσας» Η επικούρεια τέχνη του ευ ζην. Εκδόσεις «Κέδρος» Hutchinson, Επίκουρος, κείμενα-πηγές της Επικούρειας φιλοσοφίας του ευ ζην, Θύραθεν εκδόσεις
Η ηδονή είναι αρχή και σκοπός του μακαρίως ζην· γιατί είναι το πρωταρχικό και συγγενικό με τη φύση μας αγαθό και αυτή είναι η αφετηρία για κάθε επιλογή και για κάθε αποφυγή μας, και σ' αυτήν καταλήγουμε πάλι, όταν αποτιμάμε το κάθε αγαθό, έχοντας ως κριτήριο το τι αισθανόμαστε. Κι ακριβώς επειδή είναι το πρωταρχικό και σύμφυτο μ' εμάς αγαθό, για τούτο δεν επιλέγουμε αδιακρίτως κάθε ηδονή, αλλά συμβαίνει ορισμένες φορές να γυρίζουμε την πλάτη μας σε πολλές ηδονές, όταν τα προβλήματα που προκαλούν αυτές οι ηδονές είναι για μας μεγαλύτερα και υπάρχουν, από την άλλη, πολλοί πόνοι που τους θεωρούμε προτιμότερους από τις ηδονές, εφόσον η ηδονή που θα ακολουθήσει άμα τους υπομείνουμε για κάμποσο θα είναι για μας μεγαλύτερη. Κάθε ηδονή λοιπόν, ακριβώς επειδή η φύση της μας είναι συγγενική, είναι καλό πράγμα· δεν συμβαίνει όμως να επιλέγουμε αδιακρίτως κάθε ηδονή. Ακριβώς όπως κάθε πόνος είναι κακό πράγμα κι ωστόσο δεν είναι όλοι οι πόνοι τέτοιοι που να μπορούμε να τους αποφεύγουμε. Είναι καθήκον μας, εντούτοις, να τα κρίνουμε όλα αυτά παραβάλλοντας και συγκρίνοντας το ένα με το άλλο και εξετάζοντας προσεκτικά τι συμφέρει και τι όχι. Γιατί ορισμένες φορές μεταχειριζόμαστε το αγαθό ως κακό και αντιστρόφως. Το να αρκείται κανείς σ' αυτά που έχει, το θεωρώ πολύ σπουδαίο αγαθό· όχι για να περιοριζόμαστε σώνει και καλά στα λίγα, αλλά για να αρκούμαστε στα λίγα όταν μας λείπουν τα πολλά -με τη γνήσια πεποίθηση ότι την πολυτέλεια την απολαμβάνουν πολύ καλύτερα οι άνθρωποι που δεν την έχουν και τόσο ανάγκη, και ότι τα φυσικά πράγματα, όλα, μπορεί εύκολα να τα αποκτά κανείς, ενώ το περιττό το αποκτάς δύσκολα· ότι το ψωμί και το νερό δίνουν τη μεγαλύτερη ηδονή όταν προσφέρονται σε κάποιον που τα έχει ανάγκη. Το να συνηθίζει λοιπόν κανείς στον απλό τρόπο ζωής κι όχι στην πολυτέλεια, δεν βοηθά μόνο την υγεία αλλά κάνει επίσης τον άνθρωπο ικανό να αντεπεξέρχεται με αποφασιστικότητα στις αναγκαίες ενασχολήσεις της ζωής· μας κάνει να το ευχαριστιόμαστε περισσότερο όταν, αραιά και που, παίρνουμε μέρος σε πολυτελή γεύματα και μας προετοιμάζει να σταθούμε άφοβοι μπρος στα παιχνίδια της τύχης. *** Έχουμε ανάγκη από την ηδονή, όταν η απουσία της μας προξενεί πόνο· όταν όμως δεν μας συμβαίνει αυτό, δεν υπάρχει ανάγκη της ηδονής. Γιατί το κακό δεν το προξενεί η ηδονή που πηγάζει από τη φύση μας, μα οι ορέξεις που σχετίζονται με τις κούφιες ιδέες. *** Καμιά ηδονή δεν είναι κακό πράγμα αυτή καθ' αυτή. Όμως ορισμένες ηδονές παράγονται με μέσα που επιφέρουν πολύ περισσότερες ενοχλήσεις παρά ηδονές. *** Ό,τι μας φέρνει ανυπέρβλητη χαρά, είναι η απομάκρυνση ενός μεγάλου κακού· αυτή είναι και η φύση του αγαθού, αν μπορεί κανείς να τη συλλάβει σωστά και να τηρήσει μια σταθερότητα, αντί να, περιπατεί* φλυαρώντας περί του Αγαθού. [* Ειρωνικός υπαινιγμός για τον Αριστοτέλη.] *** Αρχή και ρίζα παντός αγαθού είναι η ηδονή του στομαχιού· ακόμα και η σοφία κι οι υψηλές ενασχολήσεις σ' αυτήν στηρίζονται.* [* Από την αρχαιότητα ακόμα, η άκομψη διατύπωση της εντυπωσιακής αυτής θέσης προκάλεσε σκάνδαλο. Όμως η λογική της είναι απλή και ξεκάθαρη: Όρος της αταραξίας του νου είναι η απονία του σώματος, και βασική προϋπόθεση της τελευταίας είναι η απονία-ηδονή του στομαχιού. Ωστόσο ερμηνεύτηκε εσφαλμένα και, όπως ήταν επόμενο, χρεώθηκε στον Επίκουρο η ιδέα ότι «η ηδονή του στομαχιού είναι πρωταρχικός σκοπός της ζωής»...] *** Δεν μεγαλώνει η σαρκική ηδονή μόλις πάψει η οδύνη που φέρνει η στέρηση· απλώς διαφοροποιείται. Ενώ το ανώτατο όριο της πνευματικής ηδονής καθορίζεται από τη λογική θεώρηση των ίδιων των ηδονών και των πραγμάτων που σχετίζονται μ' αυτές και που άλλοτε προξενούσαν τους μεγαλύτερους φόβους στο μυαλό. *** Ο άπειρος χρόνος δεν περιέχει περισσότερη ηδονή από τον περιορισμένο, αν μετρήσει κανείς με το λογικό τα όρια της ηδονής. *** Η αταραξία της ψυχής και η απονία του σώματος είναι στατικές (καταστασιακές) ηδονές, ενώ η χαρά και η ευφροσύνη είναι ενεργές ηδονές που τις βρίσκει κανείς εν κινήσει (κινητικές). *** Το κορμί, τοποθετεί τα όρια της ηδονής στο άπειρο -και άπειρος είναι και ο χρόνος που θα χρειαζόταν για να του την προσφέρει. Όμως ο νους που κατανόησε λογικά τον σκοπό και τα όρια του σώματος κι έδιωξε τους φόβους περί αιώνιας ζωής, δίνει πληρότητα στη ζωή και δεν έχει πια καμία ανάγκη από την αιωνιότητα. Ο λογικός άνθρωπος, ωστόσο, δεν αποφεύγει την ηδονή· κι όταν οι περιστάσεις τον οδηγούν στο τέρμα της ζωής, δεν φεύγει με την ιδέα ότι η διάνοιά του υπήρξε ελλειπής ως προς τον άριστο βίο. *** Φτύνω το ωραίο και τους κουφιοκέφαλους θαυμαστές του, όταν το ωραίο δεν προσφέρει καμμιά ευχαρίστηση. *** Η σταθερή κατάσταση σωματικής ευεξίας και η βέβαιη ελπίδα ότι θα διαρκέσει, προσφέρει τη μεγαλύτερη και πιο σίγουρη χαρά σ' εκείνον που ξέρει να εκτιμάει σωστά. *** Αξίζει να τιμούμε το ωραίο και τις αρετές και τα τοιαύτα, όταν φέρνουν ηδονή. Αν δεν φέρνουν ηδονή, ασ' τα να παν στην ευχή. *** Αν τα πράγματα που φέρνουν τις ηδονές των ασώτων, μπορούσαν να σκορπίσουν τους φόβους για τα ουράνια και τον θάνατο και τον πόνο, κι ακόμη, αν μας δίδασκαν τα όρια των επιθυμιών και του πόνου, τότε δεν θα 'χαμε λόγο να κατηγορήσουμε τους άσωτους, που από παντού θα αντλούσαν ηδονές και τίποτα δεν θα τους προκαλούσε πόνο ή λύπη -δηλαδή αυτά που συνιστούν το κακό. *** Δεν είναι το στομάχι αχόρταγο, όπως λένε οι πολλοί· αχόρταγη είναι η ψεύτικη ιδέα ότι το στομάχι δεν γεμίζει ποτέ. *** Ακούω να μου λες πως οι ανησυχίες της σάρκας σ' έχουν χάνει επιρρεπή στις ερωτικές ηδονές. Εφ' όσον δεν παραβαίνεις κανέναν νόμο και δεν μετακινείς τα ήθη, τα καλώς κείμενα, εφ' όσον δεν προκαλείς στενοχώρια σε κανέναν άνθρωπο γύρω σου, εφ' όσον δεν επιβαρύνεις το σώμα σου και δεν κατασπαταλάς ό,τι σου είναι αναγκαίο, τότε χρησιμοποίησε όπως θέλεις αυτή σου την κλίση. Δεν γίνεται όμως να μη σε εμποδίσει κάποιο από τα παραπάνω. Η ερωτική συνουσία δεν ωφέλησε ποτέ· ας είμαστε ευχαριστημένοι αν δεν μας βλάψει κιόλας. *** Δεν ξέρω πώς να συλλάβω το Αγαθόν, αν αφαιρέσω τις ηδονές της γεύσης, αν αφαιρέσω τις ερωτικές ηδονές, αν αφαιρέσω την ευχαρίστηση των ακουσμάτων και την τέρψη που προσφέρει η θέα μιας γλυκιάς μορφής. Πηγή: «Επίκουρος» (Εκδόσεις «Θύραθεν»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου