ΜΕΡΟΣ Α
Η ανάληψη των καθηκόντων και η δραστηριοποίηση χριστιανών επισκόπων στις τουρκομανικές περιοχές εξαρτάτο πλήρως από τους εμίρηδες και γινόταν εφικτή μόνο στον βαθμό που οι ιεράρχες δήλωναν την υποταγή τους σε αυτούς. Στο κεφάλαιο «Χριστιανοί υπήκοοι και μουσουλμάνοι ηγεμόνες πριν τους Οθωμανούς» είδαμε παραδείγματα αυτής της σχέσης, όπως καταγράφονται στην Ιστορία των Αρμενίων του Κυριακού της Γκάντζακ. Η νομιμοφροσύνη των επισκόπων εκφραζόταν πάνω απ’ όλα με την προσφορά δώρων κατά την ανάληψη του αξιώματός τους, πρακτική που αργότερα, στο οθωμανικό κράτος, επρόκειτο να πάρει γραφειοκρατικό χαρακτήρα υπό τη μορφή του πεσκεσιού (pişkeş). Τέτοια δώρα ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει δεκτός ένας ιεράρχης, όπως φαίνεται από τις περιπέτειες του Ματθαίου, μητροπολίτη Εφέσου, στο εμιράτο των Αϊδίνογλου το 1339-40 (Βρυώνης, 1996: 304). Αντίστοιχες ήταν και οι διευθετήσεις με τα μοναστικά ιδρύματα, ορθόδοξα ή γρηγοριανά, που πέρασαν υπό τουρκομανική εξουσία. Πολλά καταστράφηκαν από επιδρομές ή εξαφανίστηκαν μετά την απώλεια των γαιών και των εισοδημάτων τους· όσα όμως επέζησαν, ενσωματώθηκαν στις τουρκομανικές ηγεμονίες με αναγνώριση των δικαιωμάτων τους από τους εμίρηδες..Οι αρχειακές πηγές της ύστερης βυζαντινής περιόδου αποτυπώνουν το περίπλοκο κλίμα σε μια εποχή αποδυνάμωσης της Εκκλησίας, επιτάχυνσης του εξισλαμισμού και δυσκολίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου να επιβάλει πειθαρχία στους επισκόπους των μικρασιατικών περιοχών. Κάνουν επίσης φανερή την ιδιότυπη σχέση των τουρκομάνων εμίρηδων με τις μονές και τους ιεράρχες των επικρατειών τους: μπορεί κατά καιρούς να προέβαλλαν προσκόμματα στην έλευσή τους, αλλά άπαξ και τους δέχονταν και τους επέτρεπαν να ασκούν τα ποιμαντικά τους καθήκοντα, τους θεωρούσαν «δικούς τους ανθρώπους» και δεν δίσταζαν να τους προσφέρουν υποστήριξη στις διαμάχες τους με το πατριαρχείο (Papademetriou, 2009: 191 κ.ε.). Την ίδια στάση τήρησαν και οι Οθωμανοί. Όπως και οι άλλοι εμίρηδες, αντιμετώπισαν ως «δικούς τους ανθρώπους» τους ιεράρχες της επικράτειάς τους και διαχειρίστηκαν τα εκκλησιαστικά θέματα όπως εκείνοι θεωρούσαν σκόπιμο. Για παράδειγμα, το 1394 οι Οθωμανοί παραχώρησαν τη Μονή Ακαπνίου και τις γαίες της στον μητροπολίτη Χαλκηδόνος.. Η «συνεργατική και συμβιωτική σχέση» με τον μητροπολίτη Χαλκηδόνας (έτσι τη χαρακτηρίζει ο Τομ Παπαδημητρίου στην ανάλυσή του) δεν είναι παρά ένα πρώιμο δείγμα της πρόθεσης των σουλτάνων να ενσωματώσουν τους εκκλησιαστικούς θεσμούς στην αυτοκρατορία που συγκροτούσαν με τις κατακτήσεις τους. Ειδικά σε ό,τι αφορά τα μοναστήρια, πέρα από τις προϋπάρχουσες διευθετήσεις στη Μικρά Ασία, οι οποίες αποτέλεσαν άμεσα πρότυπα για τους Οθωμανούς, οι σουλτάνοι επηρεάστηκαν και από την υστεροβυζαντινή πρακτική παραχώρησης χρυσόβουλλων. Έτσι παραχώρησαν κι αυτοί με τη σειρά τους «προνομιακά διατάγματα» στις μονές που περνούσαν υπό την κυριαρχία τους. Από την εποχή της ενσωμάτωσης του Αγίου Όρους στις οθωμανικές κτήσεις το 1383 (Oikonomides, 1976), η παραχώρηση τέτοιων φιρμανιών, όπου καταγράφονταν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μονών, υπήρξε πάγια
πρακτική των οθωμανών σουλτάνων.