Από το έργο του ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ. ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΑΜΑΡΤΩΛΟΥ ΣΕ ΠΑΠΑ ΑΜΑΡΤΩΛΟΤΕΡΟΝ
Εξομολογούμενος:
Εγώ, Δέσποτα... ο πατέρας μου γεωργός κ' έξυπνος άνθρωπος, έως από την
πρώτη μου ηλικία με ανάθρεψε στην κλεψιά και στην πονηρία.
Εκλέφταμε αντάμα τον Κύριο Προϊστάμενό μας.
Κ'
εκείνος το εκαταλάβενε, μα δεν ετόλμα να πη τίποτα, επειδή τότες εμείς
επροσβαλλόμαστε, και του ασχημομιλούσαμε. Έτσι καθώς βλέπεις, Πνευματικέ
μου, εβγαίναμε από το κοινό των κλέφτωνε, και ήμασθε... θα να πης
ληστάδες.
Όταν έφτασα να είμαι πια δεκαπενταριά χρονώνε ήμουνα
τόσο άξιος εις την κλεψιάν και την πονηρία, που έκλεφτα και τον πατέρα
μου τον ίδιονε. Καθώς έλεγε η μάνα μου, «τους έψενα στην κλεψιά». Εκείνο που λένε πως «εις το σπήτι τουν κλέφτωνε δεν κλέφτουνε»,
στέκει για τους έξωθε κλέφτες, αλλά οι σπητάτοι κλέφτες κλέφτονται
πάντα, μεταξύ τους, αδυνατώντες να φυλαχθούν ο ένας από τον άλλονε.
Πνευματικός: Και από κείνα που έκλεφτες του πατέρα σου, έδινες κάτι στην εκκλησία;



