alt
«Αλβανοί, 
με την εθνική τους φορεσιά, 
την πιο μεγαλόπρεπη τού κόσμου, 
άσπρη φουστανέλλα...»    
Λόρδος Byron, 1809    
Μια παραδοσιακή 
αλβανική φορεσιά    

alt

Οι εύζωνοι τού παλατιού άρχισαν την καριέρα τους σα σωματοφυλακή τού Γεωργίου Α΄. Φυσικά, όταν οργανώθηκε το επίλεκτο αυτό σώμα, αποφασίστηκε και το είδος τής στολής, που θα έπρεπε να φοράει. Ο κλήρος έπεσε στη φουστανέλλα, τής οποίας όμως η προϊστορία είναι μεγάλη και σκοτεινή. 

Η φουστανέλλα θεωρείται εθνική στολή των σημερινών ρωμιών. Πριν αποβεί στολή όμως, υπήρξε εθνική ενδυμασία. Για την ακρίβεια, η φουστανέλλα ήταν η εθνική ενδυμασία των αρβανιτών (αλβανών). Με τούς πολυάριθμους αλβανικούς εποικισμούς στον ελλαδικό χώρο (διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Από τον Σπάτα και τον Τατόη, στο Χαλάνδρι και τη Λούτσα...), η φουστανέλλα καθιερώθηκε σαν ενδυμασία των ελληνόφωνων χριστιανικών πληθυσμών, ενώ τούς 17ο και 18ο αιώνες, έφτασε να αποτελεί την κυρίαρχη ενδυμασία τής Ρούμελης και τού Μοριά.  


Η φουστανέλλα φερόταν από τούς κατοίκους τής Στερεάς Ελλάδας, τής Ηπείρου, τής Θεσσαλίας τής Πελοποννήσου και τής Μακεδονίας, ενώ ακόμα και μέχρι πριν από έναν αιώνα τη φορούσαν χωρικοί ορεινών περιοχών. Στη νέα πρωτεύουσα, την Αθήνα, έλαβε τίτλους τιμής. Την υιοθέτησε ακόμα κι ο Όθων. 

Σήμερα, η φουστανέλλα συμβολίζει το έθνος, τούς αγώνες, τη λεβεντιά (τούρκικη λέξη: λεβέντες λέγονταν όσοι υπηρετούσαν στα επίλεκτα σώματα τού οθωμανικού πολεμικού ναυτικού· έτσι ονομάζονται και σήμερα, βλ. Zeybekvision 2011) ενταγμένη στούς εθνοποιητικούς μηχανισμούς τού κράτους (βλ. Τα έθνη επινοούνται και κατασκευάζονται).     
alt




Οδός Αθηνάς, 1906: Ενώ για τούς αθηναίους είχε ήδη καθιερωθεί ο δυτικός τρόπος ένδυσης, ο φουστανελλοφόρος πωλητής τής φωτογραφίας καταγόταν πιθανότατα από κάποιο κοντινό χωριό, απ΄ όπου κατέβαινε καθημερινά με το γαϊδουράκι του, για το μεροκάματο στην Αθήνα.    



Ιστορικά στοιχεία
 
Διάφοροι ρωμιοχριστιανοί θεωρητικοί πρότειναν τη θεωρία, ότι η φουστανέλλα είναι δήθεν αρχαιελληνικής καταγωγής, απόγονος τής χλαμύδας και τού χιτωνίσκου και άλλα παρόμοια. Αυτό δεν ισχύει. Δείτε σε μυκηναϊκές   εικόνες για παράδειγμα, ότι ο ανδρικός χιτώνας είναι βραχύς και άπτυχος. 

Σύμφωνα με τον ακαδημαϊκό αρχαιολόγο, Αντ. Κεραμόπουλο, από τον αρχαιοελληνικό χιτώνα θα μπορούσε να παραχθεί φουστανέλλα με πύκνωση των πτυχών του, αλλά εξ αιτίας τού εύκρατου κλίματος, δεν έγινε τέτοια εξέλιξη. Στο ρωμαϊκό κράτος  όμως, ο χιτώνας έχει πολλές πτυχές στη στρατιωτική στολή εκτεινόμενος μέχρι πάνω από το γόνατο, επάνω δε σε αυτόν πέφτουν δερμάτινες λωρίδες από δερμάτινο θώρακα, όπως βλέπουμε στούς αδριάντες των ρωμαίων αυτοκρατόρων. 
 


alt    
Η εξέλιξη τής φουστανέλλας από το ρωμαϊκό χιτώνα (αριστερά) έχει πιθανή αιτία την ανάπτυξη τού ρωμαϊκού κράτους στην κεντρική και βορειοδυτική Ευρώπη, όπου το κλίμα είναι ψυχρό. Αυτό κατέστησε αναγκαία την πύκνωση των πτυχών τού χιτώνα, ο οποίος τώρα κατασκευαζόταν με χοντρύτερα και πιο ζεστά υφάσματα, ώστε να γίνει θερμότερος. Στη μεσαία φωτογραφία  εικονίζεται ο βασιλιάς Ερίκος ο Η΄-16ος αιώνας- με αγγλικού τύπου φουστανέλλα και στη δεξιά σημερινός σκωτσέζος με φουστανέλλα, τη γνωστή ως κιλτ.


Η φουστανέλλα και η στολή των βλάχων είναι ίδιας καταγωγής. Οι βλάχοι κατάγονται από τούς ρωμαίους και μιλούν λατινογενή γλώσσα. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Περί τής μή ελληνικής καταγωγής των βλάχων και Είμαι βλάχος, δεν είμαι έλληνας!). 


alt














Ο βασιλιάς Όθων, φουστανελλοφόρος.    
Οι βλάχοι, που κατοικούσαν σε ψυχρά μέρη, μετέβαλαν τη ρωμαϊκή στρατιωτική στολή, καθώς επέβαλε το κλίμα τού τόπου τους, ενώ τεχνοτροπικά ή μορφολογικά δεν απομακρύνθηκαν από την πρότυπη στολή. Ευχαρίστως, καθ΄ότι πτωχοί, προσέφευγαν επί ρωμαιοκρατίας στη μισθοφορία τού στρατού κι έμεναν στο στρατιωτικό επάγγελμα για πάνω από είκοσι χρόνια. 
      
Οι καταγόμενοι από την άγονη Ιλλυρία (Αλβανία), επιζητούσαν επίσης να είναι μισθοφόροι των ρωμαίων και γι΄ αυτό εξοικειώθηκαν με τη φουστανέλλα. Το μεσαιωνικό όνομα για το τυφέκιο είναι σκιππέτο (από το scioppus = πλαταγή, κρότος, scioppo, scioppeto, σκιππέτο). Ο τυφεκιοφόρος δε (μισθοφόρος στρατιώτης) λεγόταν στα ιταλικά scioppetiere (εξελληνισμένα σκιππετάρης), απ΄ όπου και το σημερινό όνομα των αλβανών, σκιπετάρ.   
alt
    







Η αλβανική φουστανέλλα.
    


«Αλβανοί με την εθνική τους φορεσιά, την πιο μεγαλόπρεπη τού κόσμου, άσπρη φουστανέλλα, χρυσοκέντητο μανδύα, κρεμεζί βελούδινο γιλέκι κατασκέπαστο με χρυσά γαϊτάνια...». 
Λόρδος Byron, επιστολή στη μητέρα του. 
(«A journey through Albania and other provinces of Turkey in Europe and Asia to Constantinople during the years 1809 and 1810», Λονδίνο, 1813).
    


Άγγλοι οι εφευρέτες τής φουστανέλλας-στολής    alt





Ομοιόμορφες στρατιωτικές στολές είχαν πρωτοφορέσει οι ρωμιοί τα νεότερα χρόνια στον Ιερό Λόχο (δεξιά), οι οποίες είχαν γίνει με μοντέλο τη στολή τού Brunswick Black Corps (1809, αριστερά).
    

alt






Η φουστανέλλα, είχε καθιερωθεί ως τυποποιημένη στολή ήδη από το 1813 για τούς ρωμιούς εθελοντές των δύο συνταγμάτων τής Greek Light Infantry τού αγγλικού (πάλι) στρατού. Ώστε είναι οι άγγλοι οι πραγματικοί εφευρέτες τής φουστανέλλας-στολής.
    

  

Επομένως, η φουστανέλλα είναι προϊόν κλοπής. Το κρατίδιο τής Ρωμιοσύνης πήρε την εθνική ενδυμασία των αλβανών και την καθιέρωσε σα στρατιωτική στολή αντιγράφοντας τούς εγγλέζους. «Κρακ» στη θράκα 
Οι σύγχρονοι ρωμιοί φαντάζονται πολλά και διάφορα για τη δήθεν λευκή αρχαία Ελλάδα, όπου, βέβαια, όλα τα αγάλματα κι όλοι οι ναοί ήταν βαμμένοι. Στην πραγματικότητα κι η φουστανέλλα ήταν εντελώς βρώμικη και λιγδιασμένη με χοιρινό λίπος (για να είναι αδιάβροχη). Οι φουστανελλοφόροι χρησιμοποιούσαν τις δίπλες τής φουστανέλλας σαν πετσέτα, για να σκουπίζουν τα χέρια τους και σαν πατσαβούρα, για να καθαρίζουν το χαρμπί και τα μαχαίρια τους. 

Περιγραφή τού άγγλου συνταγματάρχη William Martin Leake, για τον Αλή Πασά, το 1805: «Όλα τα πρόσωπα και οι γιοι τού βεζύρη συνηθίζουν την αρβανίτικη φορεσιά: καμιζόλα με χρυσό γαϊτάνι και φουστανέλλα με δίπλες, που πέφτει πάνω στο μπενοβράκι, όπως ο χιτώνας των ρωμαϊκών αγαλμάτων. Όμορφη φορεσιά, όταν είναι καινούρια και καθαρή. Αλλά κι αυτοί ακόμα οι αφεντάδες δεν χαίρονται την πολυτέλεια να αλλάζουν φουστανέλλα κάθε βδομάδα. Οι στρατιώτες την αφήνουν λερή, ώσπου να λειώσει επάνω τους. Κάπου - κάπου τη βγάζουν και την απλώνουν πάνω στη φωτιά έτσι, που οι ψείρες, ζαλισμένες από τον καπνό, πέφτουν στις φλόγες. Από τα "κράκ", που ακούγονται στη θράκα καταλαβαίνουν οι αρβανίτες, πως το ξεψείριασμα πάει καλά. Μερικές φορές, στις πρώτες δυο-τρεις βδομάδες, που φορούν την καινούρια φουστανέλλα ή όταν θέλουν να φανούν περιποιημένοι, περνούν στο λαιμό ένα περιλαίμιο μπαμπακερό εμποτισμένο με μερκουρόλη (σ.σ. οξείδιο τού υδραργύρου)». («Travels in Northern Greece», Λονδίνο, 1835). Οι αξιωματικοί ξεχώριζαν από την καθαρότερη φουστανέλλα τους.   
alt



  
Πάνοπλος αρβανίτης (=αλβανός) πολεμιστής τού ΄21 με φουστανέλλα. 




Ο Leake παρατήρησε, ότι η αρβανίτικη φορεσιά είχε μεγάλη διάδοση και στο Μωριά και στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Την επικράτησή της την αποδίδει στην αλβανική ισχύ σ΄ αυτές τις περιοχές. Για το Μωριά υποθέτει, ότι οφείλεται στην ευημερία τής αρβανοκατοικημένης Ύδρας και στούς αρβανίτες αγρότες, που είχαν εγκατασταθεί σε διάφορα σημεία τού Μωριά, ειδικά στην Αργολίδα (όπως άλλωστε και στην Αττική και Βοιωτία). «Η αρβανίτικη φορεσιά, (γράφει ο Leake), είναι ελαφρύτερη και πιο βολική από την οθωμανική και τη ρωμαίικη.» («Travels in Morea», Λονδίνο, 1830, τ. Α΄, σελ. 209-210). 

Στον Αλφειό, ο Leake συνάντησε ένα λαλιώτη στρατιώτη με αρβανίτικη στολή. (Οι λαλιώτες ήταν σκληροτράχηλοι εξισλαμισμένοι αλβανοί. Διαβάστε περισσότερα στοβ΄ μέρος τού άρθρου τής «Ελεύθερης Έρευνας»: Από τον Σπάτα και τον Τατόη, στο Χαλάνδρι και τη Λούτσα...). Σταμάτησε και ρώτησε τον τούρκο οδηγό τού περιηγητή: 
     - Ποιός είναι αυτός ο άπιστος; Γιατρός; 
     - Όχι, απάντησε ο τούρκος, είναι από εκείνους τούς μυλόρδους, που ψάχνουν για παληά κάστρα. («Travels in Morea», Λονδίνο, 1830, τ. Α΄, σελ. 68-69).    


Φουστανελλοφόρος αρναούτης στο Κάιρο. Οι αρναούτηδες είναι απόγονοι χριστιανών αλβανών ή αλβανόβλαχων, που είχαν εγκατασταθεί στην Αττική κατά τα τέλη τού 14ου αιώνα. Κτηνοτρόφοι, οργανωμένοι σε φάρες λήστευαν τους διαβάτες στα περάσματα τής Πάρνηθας. (Απ. Βακαλόπουλου: Ιστορία τού Νέου Ελληνισμού, τόμος Β1, σελ. 324.)
    



Από περιγραφή τής Αθήνας τού 1896 ενός γάλλου δημοσιογράφου, τού Σάρλ Μωρράς, απεσταλμένου τής Gazette de France για την κάλυψη των Ολυμπιακών Αγώνων: «Ένας κρητικός γαλάζιος και μαύρος, ντυμένος τουρκικά, με φουσκωτές βράκες και στενό σακάκι, λιάζεται και ρουφάει τον καπνό από το ναργιλέ του, ενώ ένας γέρος αρβανίτης με φουστανέλλα, καθισμένος με σοβαρότητα σ΄ ένα γαϊδούρι, με συνοδεία τη γυναίκα και την κόρη του, που φορούν μακρυές ασπριδερές πουκαμίσες, σκαρφαλώνει ή ξανακατεβαίνει το μικρό ανηφορικό δρόμο.» (Επιστολές των Ολυμπιακών αγώνων, VII).   
       
Οι φουστανελλάδες τού Καραγκιόζη είναι αρκετοί. Στο τούρκικο θέατρο σκιών (απ΄ όπου εξ άλλου προέρχεται ο Καραγκιόζης -διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Ο Καραγκιόζης τής Ρωμιοσύνης κι η Ρωμιοσύνη - καραγκιόζης), ο μοναδικός τσολιάς, που εμφανίζεται, είναι ο αρναούτης.



Η συζήτηση για την ετυμολογία τής λέξης «τσολιάς» και την προέλευση τής φουστανέλας καλά κρατεί μέχρι σήμερα σε διαδικτυακούς τόπους, συνήθως σε τόνους σοβινιστικούς. Στον πίνακα φαίνεται η λέξη φουστανέλλα σε διάφορες βαλκανικές γλώσσες. 


Τσολιάς, τσαρούχι, φέσι, γιαταγάνι, καριοφίλι: Όλα τούρκικα!
 
Η λέξη φουστανέλλα προέρχεται από την ιταλική λέξη fustana, fustagno για το φουστάνι και το υποκοριστικό ella (όπως π.χ. πιατέλα). Yπάρχει κι η αραβική λέξη Fustat, το όνομα προαστίου τού Καΐρου, όπου υφαινόταν ένα ορισμένο είδος πανιού, απ΄ όπου και το τούρκικο fistan. 

Στα ελληνικά, αυτός που φοράει φουστανέλλα αποκαλείται φουστανελλάς. Ωστόσο, οι ρωμιοί προτιμούν τοτσολιάς. Η λέξη προέρχεται από την τούρκικη λέξη ηul (αραβικό cull), που σημαίνει το κουρέλι, το παλιόρουχο, εξ ου τσόλι και τσούλι. Η λέξη είχε αποδοθεί μειωτικά στούς κλέφτες και τούς αρματωλούς, επειδή η φουστανέλα ήταν ραμμένη από πολλά μικρά κομμάτια υφάσματος. Τσολιάς ήταν δηλαδή αυτός, που φόραγε τσόλια,


Ο κουρελής, αλλά τιμημένος τσολιάς, έπρεπε να αποκτήσει μία «καθώς πρέπει» ονομασία για αυτό, όταν ιδρύθηκε η ανακτορική (προεδρική σήμερα) φρουρά, ανασύρθηκε από τούς λόγιους η αρχαιοπρεπής λέξηεύζωνος (εύζωνας), που σημαίνει καλλίζωνος, προκειμένου να εκτοπίσει την τούρκικη λέξη τσολιάς, χωρίς όμως επιτυχία.     
alt  






Ο λόρδος Μπάιρον με κόκκινα παπούτσια και φουστανέλλα σε αδελφίστικη νωχελική πόζα. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Τα ψιλά γράμματα τής Ιστορίας). 



Πολλές λέξεις σχετιζόμενες με την ένδυση τού φουστανελλά είναι τουρκικής προέλευσης. Η λέξη τσαρούχιγια παράδειγμα προέρχεται από το τούρκικο ηarik = σανδάλι με πέτσινη σόλα.
 

Το φέσι προέρχεται από το τουρκικό fes κι αυτό από την πόλη Fez τού  κουρέλια, απ΄ όπου βγήκε και το θηλυκό του: η τσούλα.    alt
altΜαρόκου, μοναδική πηγή έως τον 19ο αιώνα παραγωγής των παραδοσιακών καπέλων με το ιδιαίτερο κόκκινο χρώμα. Το 1821 φορούσαν στο κεφάλι ένα μικρό στρογγυλό και κοφτό κόκκινο φέσι, που γύρω στη βάση του το τύλιγαν με μαντηλοδεσιά· εμφανής η τουρκική επίδραση. Το γιαταγάνι, το πλατύ και κυρτό σπαθί των οθωμανών, προέρχεται από το τούρκικο yatagan. Στα τουρκικά η λέξη karanfil σημαίνει το λουλούδι γαρίφαλο. Κατά τούς 16ο και 17ο αιώνες, οι κάνες των τουρκικών όπλων είχαν μεγάλα στόμια σε σχήμα, που θύμιζαν το μπουμπούκι τού γαρίφαλου. Αυτή είναι η πιθανότερη προέλευση τής λέξης καριοφίλι (κι όχι από το ιταλικό Carlo e figlio, όπως έχει υποστηριχθεί). Φουστανελλοφόρος σουλιώτης. (Οι σουλιώτες ήταν χριστιανοί αλβανοί, που μιλούσαν αλβανικά. Διαβάστε σχετικά στο γ΄ μέρος τού άρθρου τής «Ελεύθερης Έρευνας»: Από τον Σπάτα και τον Τατόη, στο Χαλάνδρι και τη Λούτσα...). 



alt  














Η μακρυά μέχρι το γόνατο παραδοσιακή αλβανική φουστανέλλα μετατράπηκε σε μίνι κι έγινε το σήμα κατατεθέν τού σύγχρονου ρωμαίκου φολκλόρ.
    




H κοντή φουστανελλίτσα τής προεδρικής φρουράς
 
Σχετικά με την κακογουστιά τής πρώην ανακτορικής και νυν προεδρικής φρουράς, αντιγράφουμε αποσπάσματα από το βιβλίο «Η Φουστανέλλα» (έκδ. «Νεφέλη», Αθήνα, 1993), με τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής τού Ηλία Πετρόπουλου: * Πολλοί θαυμάζουν τούς ευζώνους, που φυλάνε, τιμητικά, τον Άγνωστο Στρατιώτη. Συχνά λένε: «Αχ κοίτα τους, είναι σαν αγάλματα!». Βρίσκω γελοία τη νεκρική ακινησία των ευζώνων σκοπών. Δεν είμαι (ελπίζω) ο μόνος.»    
alt







Από το ρωμαίικο φολκλόρ δεν θα μπορούσε να λείπει η Εκκλησία, η οποία διαθέτει και φουστανελλάδες ¨"αγίους".
     

ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΛΛΗΝΕΣ ΡΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ!!

4445.jpg