«…η εσχατολογία δεν είναι μόνο ιδιαίτερο κεφάλαιο μέσα σε ολόκληρο το χριστιανικό θεολογικό σύστημα, αλλά μάλλον η βάσις του και το θεμέλιό του, η άγουσα και εμπνέουσα αρχή του, ή τρόπον τινά, ο χώρος του συνόλου της χριστιανικής σκέψεως».
(Γ. Φλορόφσκυ, «Θέματα Ορθοδόξου θεολογίας», σ. 141)
Πρόλογος
Οι «έσχατες» μέρες είναι ένα θέμα θεμελιώδες στην ιουδαϊκή και στην χριστιανική πίστη. Οι χριστιανοί έδωσαν διαφορετική ερμηνεία στα κείμενα των Ιουδαίων, τα οποία και καπηλεύτηκαν. Η ήδη υπάρχουσα ιουδαϊκή συλλογή κειμένων μετονομάστηκε σε «Παλαιά» Διαθήκη, ενώ η ερμηνεία της σε «Καινή».
Οι βασικές προϋποθέσεις της «εσχατολογίας» είναι ίδιες και για τις δύο αυτές «αποκαλυπτικές» θρησκείες (εφόσον μοιράζονται εν μέρει κοινά βιβλία), ξένες και ασύμβατες από την αρχαία ελληνική φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη. «Δημιουργία από το μηδέν», «εξωτερικό-εξωκοσμικό αίτιο του κόσμου που δημιουργεί κατά βούληση», «γραμμική σύλληψη του χρόνου», «επέμβαση κάποιου θεού για τη σωτηρία από τις αμαρτίες», είναι μερικές μόνο από αυτές. Βασική διαφορά μεταξύ αυτών των δύο θρησκειών, είναι ότι για τους Ιουδαίους ο χρόνος εκλαμβάνεται ως μια ευθεία γραμμή (γραμμικός), ενώ για τους χριστιανούς ως σταυρωτός, καθώς σε κάποιο σημείο της ιστορίας υποτίθεται ότι συνέβη η πρώτη κάθοδος-έλευση του Μεσσία, η οποία τέμνει τρόπω τινά την γραμμή και αναμένουν και την δεύτερη (ωστόσο στα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης δεν υπάρχουν δύο παρουσίες του Μεσσία). Άλλη διαφορά είναι η σκιαγράφηση του Μεσσία. Οι μεν Ιουδαίοι πιστεύουν βάση των «ιερών» τους κειμένων ότι στις έσχατες μέρες θα έρθει ο Μεσσίας για μία και μοναδική φορά ως ισχυρή στρατιωτική προσωπικότητα για να σώσει τον Ισραήλ από τους εχθρούς του, επιβάλλοντας παράλληλα την λατρεία του Γιαχβέ. Οι δε χριστιανοί ότι ήρθε ως άσημος και ταπεινός-ως «πάσχων δούλος»- και θα έρθει πάλι ένδοξα «κρίναι ζώντας και νεκρούς».
Ποιά τα οροθέσια των «εσχάτων» ημερών; Η απάντηση είναι διαφορετική και εξαρτάται από πού διαβάζουμε κάθε φορά· την Παλαιά ή την Καινή Διαθήκη. Όπως θα δούμε, στην πραγματικότητα τα οροθέσια αυτά διαφέρουν ακόμα από βιβλίο σε βιβλίο που εμπεριέχεται στις δύο αυτές συλλογές.