Οι Αντιοχειανοί δεν στρέφονταν για καθοδήγηση ούτε στους ιερείς ούτε στον βυζαντινό Έπαρχο. Όσοι δεν κατέφευγαν στους μάγους, ζητούσαν στήριξη και συμβουλές από έναν φημισμένο ερημίτη που ζούσε λίγα μίλια έξω απ' την πόλη: τον Άγιο Συμεών τον Στυλίτη!
Ανεβασμένος πάνω σ' έναν στύλο, χειμώνα-καλοκαίρι, καλούσε τους πιστούς σε μετάνοια και απειλούσε με φριχτές τιμωρίες όσους δεν εγκατέλειπαν τον αμαρτωλό βίο...
Μέσα στην πόλη κυριαρχούσε η διαφθορά και η κραιπάλη! Οι παπάδες και οι καλόγεροι δεν είχαν κανένα κύρος. Ο ειδωλολάτρης ρήτορας Λιβάνιος τους αποκαλούσε "μαυροφορεμένη φυλή που τρώνε περισσότερο κι από ελέφαντες και σαρώνουν σαν χείμαρρος τη χώρα"!
Αλλά κι ο μαθητής του, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, παραδέχεται σ' ένα του κήρυγμα πως "σε τούτη την πόλη δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην περηφανεύεται -έστω και ψέματα- πως ξυλοφόρτωσε έναν μοναχό"!
Στα γύρω, όμως, χωριά επικρατούσε άλλο κλίμα. Οι βυζαντινοί χωρικοί στρέφονταν για παρηγοριά στους ανεξάρτητους κι αχειροτόνητους αγίους. Ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να τους σώσουν απ' τα δαιμόνια. Σ' αυτά οι αγράμματοι χωρικοί απέδιδαν όλες τις προσωπικές τους κακοτυχίες.