ΟΙ ΕΒΡΑΙΟΙ ΤΙΜΗΣΑΝ ΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΙΓΝΑΝΤΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΙΛΟΕΒΡΑΪΣΜΟ ΤΟΥ!! "Οι δύο θρησκευτικές παραδόσεις μοιράζονται υλικό από μία κοινή πολιτισμική δεξαμενή κι έχουν πρόσωπα και πράγματα, τα οποία τους συνδέουν μεταξύ τους" ανέφερε μεταξύ άλλων ο Μητροπολίτης Δημητριάδος Ιγνάτιος σε χθεσινή ομιλία του στην Αίθουσα Κορδάτος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, στα πλαίσια της εκδήλωσης: «Μουσικές Διαδρομές στη Μεσόγειο του Θεού και των Ανθρώπων» που συνδιοργανώθηκε από το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος και την Ισραηλιτική Κοινότητα Βόλου, όπου τιμήθηκε και ο ίδιος. Ο τίτλος της ομιλίας του ήταν ""ΕβραιοΧριστιανισμός και Ιουδαϊσμός: Εναύσματα από την ιστορία, τη θεολογία και την πράξη της ΕβραιΟρθόδοξης Εκκλησίας"
Αναλυτικά η ομιλία: ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΕΒΡΑΙΟΔΟΥΛΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ!!
Εισαγωγή
Είμαι βαθύτατα ευγνώμων προς το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος και την Ισραηλιτική Κοινότητα Βόλου για την εξαιρετική τιμή που μου γίνεται με την εκδήλωση αυτή. Θεωρώ ότι η τιμή αυτή δεν αφορά τόσο εμένα προσωπικά, όσο τη διακονία μου ως επισκόπου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που προσπαθεί να παραμένει πιστός στο κήρυγμα του Ιησού Χριστού για τη συμφιλίωση, την καταλλαγή και την αγάπη προς τον πλησίον, ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, θρησκείας ή κοινωνικής τάξης, καθώς και για την αποδοχή του ξένου και του διαφορετικού, για τη συμπαράσταση και την αλληλεγγύη προς όλα τα θύματα της Ιστορίας.
Η τιμή αυτή, όπως σημειώνεται και στη σχετική πρόσκληση, αποτελεί έκφραση αναγνώρισης για το έργο της μετριότητάς μου υπέρ του διαθρησκειακού διαλόγου και για τον αγώνα κατά του αντισημιτισμού. Αποδεχόμενος με συγκίνηση την τιμή αυτή, θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις, σχετικά με τις δυνατότητες συνάντησης και διαλόγου μεταξύ Χριστιανισμού και Ιουδαϊσμού, όπως αυτές προκύπτουν από μία προσεκτική μελέτη της ιστορίας, της θεολογίας και της πράξης της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Α) Οι κοινές ιστορικές ρίζες και καταβολές
Αναμφισβήτητα, αυτός ο διάλογος μεταξύ των δύο μεγάλων θρησκευτικών παραδόσεων είναι ένας από τους μακροβιότερους αλλά και τους πλέον περιπετειώδεις διαθρησκειακούς διαλόγους. Διαρκεί εδώ και 2000 και πλέον χρόνια, και χαρακτηρίστηκε συχνά από πάθος και πείσμα, από υπερβολές και ακρότητες. Δεν έπαψε όμως ποτέ να υφίσταται ακόμη και σε περιόδους, που αυτός φαινόταν να είναι μάλλον ένας μονόλογος. Ένας διάλογος, όμως, πάντοτε ξεκινά από κάποιες κοινές (ιστορικές ή άλλες) αφετηρίες και προϋποθέσεις. Επιπλέον, δεν είναι απαραίτητο να έχει ως τελικό του στόχο να πείσει ο ένας από τους δύο διαλεγόμενους τον άλλο, ούτε να αποδείξει τη μοναδικότητά του, αλλά πολύ περισσότερο αντικατοπτρίζει την έμφυτη ανθρώπινη επιθυμία για την κατανόηση του άλλου, την περιχώρηση και την καταλλαγή. Κι αυτό, παρά τις συγκρούσεις και τα τραύματα που αυτές προκάλεσαν ισχύει και στην περίπτωση του ιουδαιοχριστιανικού διαλόγου.
Συχνά οι ειδικοί, προσπαθώντας να αποδώσουν σχηματικά την πορεία των σχέσεων Εκκλησίας και Ιουδαϊσμού μέσα στην Ιστορία, κάνουν λόγο για τον «χωρισμό των δρόμων» των δύο παραδόσεων και τον τοποθετούν διαφορετικά ο καθένας από τον 1ο έως και τον 4ο με 5ο αιώνα. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, χριστιανική Εκκλησία και Ιουδαϊσμός αποτελούν δύο διαφορετικούς δρόμους, που, παρά την κοινή τους αφετηρία, πορεύονται πλέον παράλληλα, χωρίς την προοπτική να συναντηθούν ξανά, καθώς οδηγούν σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Μολονότι αυτό το μοντέλο χρησιμοποιήθηκε συχνά ακόμη και στο πλαίσιο των επίσημων διαλόγων των Εκκλησιών με τον Ιουδαϊσμό, σήμερα αντιμετωπίζεται με αρκετή επιφύλαξη. Ο λόγος είναι ότι οι ιδεολογικές και δογματικές/θεολογικές προϋποθέσεις του -δεν παύει να είναι η χριστιανική ερμηνεία των ιστορικών δεδομένων- εμποδίζουν τελικά την κατανόηση της πολυπλοκότητας της σχέσης χριστιανών και Ιουδαίων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Επιπλέον, και παρά την πρόθεση όσων το συνέλαβαν να αξιοποιηθεί σε μία κριτική στάση και ανάγνωση των αντι-ιουδαϊκών και ενίοτε αντισημιτικών φωνών μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, τελικά το μοντέλο του «χωρισμού» πολλές φορές οδήγησε στην απομόνωση των δύο θρησκευτικών παραδόσεων. Η προσεκτική μελέτη των ιστορικών δεδομένων, όμως, οδηγεί σε διαφορετικά συμπεράσματα και κυρίως βεβαιώνει ότι οι δύο δρόμοι δεν χώρισαν ποτέ εντελώς, παρά το γεγονός βέβαια ότι Εκκλησία και Ιουδαϊσμός ακολούθησαν από νωρίς διαφορετικές πορείες. Αυτό οφείλεται στο ότι και οι δύο θρησκευτικές παραδόσεις τελικά έχουν πολλά κοινά στοιχεία και παρά την φαινομενική τους αποξένωση, οι δύο συνομιλητές παραμένουν οικείοι με κοινές καταβολές και κοινές παραστάσεις και ιστορίες, όπως θα εξηγήσω σε λίγο.
Θα ήθελα όμως εδώ να αναφέρω τρία σύντομα παραδείγματα από τους πρώτους αιώνες της κοινής ιστορίας Χριστιανισμού και Ιουδαϊσμού, τα οποία με έναν παράδοξο τρόπο αποδεικνύουν ότι οι δύο παραδόσεις δεν κλείστηκαν ερμητικά στον εαυτό τους κι ότι οι πορείες τους, αν και διαφορετικές, δεν είναι ανεξάρτητες η μία από την άλλη, αλλά χαρακτηρίζονται από αλληλεπιδράσεις, συγκρούσεις αλλά και συγκλίσεις.
Το πρώτο παράδειγμα, είναι ο τρόπος που κατανοούν οι εθνικοί αυτές τις δυο πραγματικότητες κατά την αρχαιότητα. Είναι ενδιαφέρον ότι εκκινώντας συνήθως από μία καθαρά φαινομενολογική ανάγνωση θεωρούν την Εκκλησία ως μέρος του Ιουδαϊσμού και δεν κάνουν καμιά δογματική ή άλλη διάκριση ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς, για παράδειγμα, μιλώντας για τον χριστιανό Πρωτέα Περεγρίνο τον περιγράφει με ιουδαϊκούς όρους, ενώ ο Γαληνός κάνει λόγο για οπαδούς του Μωυσή και του Χριστού, ως να ήταν μία ομάδα. Οπωσδήποτε διαφορές υπήρχαν κι ήταν προφανείς για τα μέλη των δυο ομάδων. Είναι επίσης γεγονός ότι σχετικά νωρίς αυτές γίνονται κατανοητές στη ρωμαϊκή εξουσία. Από την άλλη, όμως, τα κοινά στοιχεία της συμπεριφοράς και της καθημερινής ζωής των δύο ομάδων οδηγούν συχνά στην από κοινού αντιμετώπισή τους από τους εθνικούς συμπολίτες τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα δάνεια στη λειτουργική πράξη και οργάνωση της Εκκλησίας από τη ζωή και την πράξη της Συναγωγής, κάτι το οποίο βέβαια έχει την ιστορική του εξήγηση στο γεγονός ότι για ένα μεγάλο διάστημα της πρώτης φάσης της ζωής της Εκκλησίας οι χριστιανοί επισκέπτονταν τις συναγωγές (και το Ναό) και συμμετείχαν στη λατρεία.
Οι διαφορές μεταξύ των δύο παραδόσεων αναδεικνύονται με ιδιαίτερη έμφαση σε χριστιανικά και ιουδαϊκά κείμενα αυτής της εποχής σε ύφος συχνά επιθετικό και με σαφή πρόθεση την ανάδειξη της αποκλειστικότητας της μίας ή της άλλης θρησκευτικής παράδοσης. Διαβάζοντας, όμως, πίσω από τις γραμμές αυτών των κειμένων -κι αυτό είναι το δεύτερο παράδειγμα- οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι αυτή η αγωνιώδης προσπάθεια των συντακτών τους να περιχαράξουν τα όρια της ομάδας τους προδίδει ότι στην πράξη οι σχέσεις Ιουδαίων και χριστιανών ήταν πολύ διαφορετικές κι ότι οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους ήταν πολύ περισσότερες τα κοινά κοιμητήρια Ιουδαίων και χριστιανών, η χρήση κοινών συμβόλων και κειμένων στα ταφικά τους μνημεία αλλά και η παρουσία χριστιανών συχνά στις συναγωγές των πρώτων αιώνων της κοινής ιστορίας Εκκλησίας και Ιουδαϊσμού μαρτυρούν πως στην καθημερινότητά τους οι άνθρωποι έβρισκαν πάντοτε τρόπους ειρηνικής συμβίωσης.
Ένα τρίτο δεδομένο από την αρχαία αυτή κοινή ιστορία είναι η πολυμορφία η οποία χαρακτηρίζει τον Ιουδαϊσμό και τον Χριστιανισμό αυτής της περιόδου. Οι αρχαίες πηγές -γραπτές και αρχαιολογικές- βεβαιώνουν ότι δεν πρόκειται για μονολιθικά φαινόμενα. Άλλωστε, αυτή η πολυμορφία του Ιουδαϊσμού λειτούργησε ως το κατάλληλο περιβάλλον για τους μαθητές του Ιησού και στη συνέχεια για την πρώτη χριστιανική Εκκλησία. Επιπλέον, αυτή η πολυμορφία φαίνεται να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στις μορφές και την ένταση την οποία προσλαμβάνει σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και διαφορετικούς τόπους ο ιουδαιοχριστιανικός διάλογος και προσδίδει διαφορετική ποιότητα στις σχέσεις τους. Σε κάθε όμως περίπτωση, οι δύο θρησκευτικές παραδόσεις μοιράζονται υλικό από μία κοινή πολιτισμική δεξαμενή κι έχουν πρόσωπα και πράγματα, τα οποία τους συνδέουν μεταξύ τους.
Τρία από αυτά θα ήθελα να παρουσιάσω στη συνέχεια.
Το πρώτο είναι το πρόσωπο του Ιησού από την Γαλιλαία, του Ιησού Χριστού της Εκκλησίας. Το ερώτημα βέβαια της ταυτότητάς του είχε πάντοτε πολλές και διαφορετικές απαντήσεις ήδη μάλιστα και στην εποχή της επίγειας δράσης του. Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό στην Καισάρεια του Φιλίππου, όπου ο Ιησούς θέτει στους μαθητές του το περίφημο ερώτημα «τίνα με λέγουσιν ο1 νθρωποι ε6ναι» (Μκ 8, 27-29), για να λάβει από αυτούς ποικίλες απαντήσεις. Είναι βέβαιο, επίσης, ότι Ιουδαίοι και χριστιανοί δίνουν διαφορετικές απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα, το οποίο συχνά αποτέλεσε σημείο αντιπαράθεσης μεταξύ τους. Δεν αμφισβητεί κανείς, όμως, σήμερα την ιουδαϊκή ταυτότητα του Ιησού, ότι δηλαδή ο Ιησούς γεννήθηκε, έζησε και πέθανε Ιουδαίος. Παλαιότερα, βέβαια, κατά τον 19ο και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, υπήρχε η τάση ο Ιησούς να κατανοείται αποκομμένος από τις ιουδαϊκές του ρίζες κι ως αρχηγός μίας νέας θρησκείας, που ήρθε να αντικαταστήσει τον γερασμένο πλέον Ιουδαϊσμό. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν μπορεί να προκύψει από την ίδια τη διδασκαλία του Ιησού και την πίστη της αρχαίας Εκκλησίας. Απεναντίας, στη διδασκαλία του Ιησού αντικατοπτρίζονται πολλά από εκείνα τα θεολογικά ζητήματα που απασχολούν τους συγχρόνους του Ιουδαίους: ποια μπορεί να είναι η σχέση της δικαιοσύνης με το έλεος και τη συγχώρηση, τι σημαίνει αληθινή λατρεία του Θεού, ποια είναι τα χαρακτηριστικά ενός πραγματικού μέλους του λαού του Θεού, κ.ά.
Ειδικότερα, δύο σημεία της διδασκαλίας του Ιησού αποδεικνύουν σαφώς τις ιουδαϊκές της αφετηρίες. Το πρώτο είναι η βεβαιότητα της μοναδικότητας του ενός Θεού, με όποιες συνέπειες αυτή η βεβαιότητα μπορεί να έχει στην καθημερινή ζωή των πιστών του (αυτό που στην έρευνα συχνά ονομάζεται «ηθικός μονοθεϊσμός») και το δεύτερο είναι η πίστη στη διαθήκη και στην εκλογή του Ισραήλ από τον Θεό. Για την Εκκλησία ο Ιησούς δεν ήρθε για να καταργήσει το Νόμο ως περιττό, αλλά είναι η εκπλήρωσή του, η απάντηση στην προσδοκία των προφητών. Η διδασκαλία του ευθυγραμμίζεται με το προφητικό κήρυγμα κι η ζωή του, και κυρίως ο θάνατος κι η ανάστασή του, είναι αιτία σωτηρίας. Για τους χριστιανούς μέσα στους αιώνες ο θάνατός του είναι ένα ακόμη στοιχείο της μεσσιανικής του ιδιότητας, ενώ για τους Ιουδαίους -όπως αυτό προκύπτει από το έργο Ιουδαίων καλλιτεχνών κυρίως μετά την τραυματική εμπειρία του Ολοκαυτώματος- ο Ιησούς γίνεται το διαχρονικό σύμβολο του ιουδαϊκού λαού, που βιώνει την τυφλή βία και υφίσταται φοβερά δεινά από άδικες μορφές εξουσίας. Ο Ιησούς Χριστός, λοιπόν, καθίσταται το κοινό σημείο αναφοράς Εκκλησίας και Ιουδαϊσμού με έναν τρόπο παράδοξο και πέρα από τις διαφορετικές απαντήσεις, που αυτοί δίνουν στο ερώτημα της ταυτότητάς του.
Το δεύτερο σημαντικό σημείο συνάντησης είναι τα κοινά βιβλικά αναγνώσματα. Η Παλαιά Διαθήκη, στην ελληνική κυρίως μετάφραση των Ο΄, αποτέλεσε το πρώτο ανάγνωσμα των χριστιανών στις συνάξεις τους και σταθερή πηγή αναφοράς στο κήρυγμα τόσο του Ιησού όσο και των μαθητών του. Στο Β΄ Τιμ 3,16 λέγεται χαρακτηριστικά ότι «πΆσα γραφt θεόπνευστος καv `φέλιμος πρxς διδασκαλίαν, πρxς λεγμόν, πρxς πανόρθωσιν, πρxς παιδείαν τtν ν δικαιοσύνΓ». Με τον όρο γραφή εδώ ο συγγραφέας αναφέρεται πρώτιστα στα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, βιβλία τα οποία η Εκκλησία τα μοιράζεται με τη Συναγωγή και τα οποία τα θεωρεί θεόπνευστα και κανόνα της ζωής της και της διδασκαλίας της. Είναι ενδιαφέρον ότι η Εκκλησία αναζήτησε το παρελθόν της στο παρελθόν του ιουδαϊκού λαού, όπως αυτό καταγράφηκε στα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης τα οποία από πολύ νωρίς τα θεώρησε και δικά της βιβλία. Τα άσματα του Ισραήλ, οι Ψαλμοί, υπήρξαν και παραμένουν το πλέον αγαπητό ανάγνωσμα των χριστιανών και τα αναγνώσματα από τους προφήτες και την Πεντάτευχο καταλαμβάνουν σημαντική θέση στη λειτουργική της πράξη. Υιοθετώντας την τυπολογική μέθοδο, γνωστή και στους ραβίνους της αρχαιότητας η Εκκλησία διάβασε την ιστορία του Ισραήλ ως τύπο και προφητεία της ιστορίας του Ιησού και του δικού της παρόντος. Είναι χαρακτηριστική, μάλιστα, η αντίδρασή της στην προσπάθεια του γνωστικού Μαρκίωνα κατά τον 2ο αι. μ. Χ. να απεμπολήσει την Παλαιά Διαθήκη από τη ζωή της Εκκλησίας. Για την Εκκλησία μία τέτοια ενέργεια θεωρήθηκε καταδικαστέα κι ο Μαρκίων τέθηκε εκτός Εκκλησίας ως αιρετικός. Διαβάζοντας την αρχαία χριστιανική γραμματεία είναι προφανής η πεποίθηση της Εκκλησίας ότι η Παλαιά Διαθήκη παραμένει το ερμηνευτικό κλειδί κατανόησης της διδασκαλίας και της ζωής του Ιησού Χριστού. Οπωσδήποτε ο τρόπος ερμηνείας των παλαιοδιαθηκικών κειμένων κι η σχέση του προς την Καινή Διαθήκη είναι ένα σημείο διαφοροποίησης Ιουδαίων και χριστιανών, όμως δεν παύει να είναι σημαντική η κοινή αναφορά τους στα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης ως κειμένων που αποτυπώνουν το παρελθόν και των δύο και προσδίδουν νόημα στο παρόν τους. Έτσι, ακόμη και σήμερα Ιουδαίοι και χριστιανοί στις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής μας, χαράς, λύπης και πένθους, και στις σπουδαιότερες θρησκευτικές γιορτές μας, στην Παλαιά Διαθήκη ανατρέχουμε κι αυτήν διαβάζουμε.
Το τρίτο στοιχείο είναι ένα ακόμη πρόσωπο, το οποίο διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της Εκκλησίας. Πρόκειται για τον Παύλο, τον Ισραηλίτη από την φυλή Βενιαμίν, τον Φαρισαίο, όπως ο ίδιος συχνά αυτοπροσδιορίζεται στις επιστολές του. Η ιουδαϊκή ταυτότητα του Παύλου αποτελεί ένα θέμα, το οποίο τα τελευταία χρόνια προκαλεί το ενδιαφέρον των ερευνητών. Αντίθετα προς τις παλαιότερες προσπάθειες υποβάθμισης της ιουδαϊκής αυτοσυνειδησίας του Παύλου, η έρευνα σήμερα βεβαιώνει ότι ο απόστολος των εθνών δεν έπαψε ποτέ να θεωρεί τον εαυτό του παιδί του Ισραήλ και μέλος του λαού του Θεού. Ο τρόπος που κατανοεί τον ρόλο του Ισραήλ μέσα στην ιστορία παραπέμπει στο κήρυγμα των προφητών και στο κάλεσμά τους ο Ισραήλ να γίνει αφορμή τα έθνη να επιστρέψουν στον Θεό και να τον δοξάσουν. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα λέει στο 11ο κεφάλαιο της προς Ρωμαίους επιστολής, όπου παρομοιάζει τον Ισραήλ με ήμερη ελιά, «καλλιέλαιον», και τους εξ εθνών χριστιανούς ως τα κλαδιά της άγριας ελιάς που μπολιάζονται επάνω στο ήμερο δένδρο. Είναι το θέλημα του Θεού τα έθνη να γίνουν τμήμα οργανικό του λαού του Θεού, όπως είναι επίσης «μεταμέλητα τp χαρίσματα καv ! κλΖσις τοζ θεοζ» (11,29), ώστε ο Παύλος να βεβαιώνει ότι τελικά «πΆς A 8σραtλ σωθήσεται». Στη βασιλεία του Θεού συμβαίνουν παράδοξα πράγματα, όπως άγρια κλαδιά να μπολιάζονται σε ήμερο δένδρο και γίνονται ήμερα, ή ήμερα κλαδιά που αποκόπηκαν να μπολιάζονται ξανά στον κορμό και να ξαναζωντανεύουν. Κι είναι τόσο παράδοξο αυτό το σχέδιο, ώστε ο Παύλος να ξεσπά στο τέλος σε έναν ύμνο για το «βάθος [τοζ] πλούτου καv [τΖς] σοφίας καv [τΖς] γνώσεως [τοζ] Θεοζ» (11,33). Στο όραμα της σωτηρίας του χριστιανού και Ισραηλίτη Παύλου, χριστιανοί και Ιουδαίοι μοιράζονται ένα κοινό ένδοξο μέλλον και μετέχουν από κοινού στη σωτηρία του Θεού.
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου