Το σατιρικό ποίημα «Ρωσσαγγλογάλλος», αποσπάσματα του οποίου παρατίθενται ακολούθως, δημοσιεύθηκε το 1931 στα «Θεσσαλικά Χρονικά» από τον μητροπολίτη Κορυτσάς, Ευλόγιο Κουρίλα. Αντίγραφο του ποιήματος αυτού, το οποίο γράφτηκε ανώνυμα στις αρχές του 19ου αιώνα και το αναφέρει κι ο ιστορικός Καρλ Μπαρτόλντι, βρέθηκε από τον εν λόγω κληρικό σε μοναστήρι του Αθλίου Όρους.
Η υπόθεση του έργου, αφορά τρεις ξένους περιηγητές (υπηκόους των Μεγάλων Δυνάμεων) κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, οι οποίοι έρχονται σε επαφή με τις κυρίαρχες ελληνικές κοινωνικές τάξεις της εποχής: Παπάδες, Φαναριώτες, κοτσαμπάσηδες και έμπορους. Βεβαίως, ένα σατιρικό ποίημα δεν αποτελεί ατράνταχτο ιστορικό τεκμήριο. Είναι όμως ενδεικτικό ενός κλίματος και μιας περιρρέουσας ατμόσφαιρας.
Στο συγκεκριμένο απόσπασμα, ο Γάλλος παρακινεί τους υπόλοιπους να ρωτήσουν έναν μητροπολίτη για να μάθουν τι γνώμη έχει για την σκλαβιά των Ελλήνων ...
Μητροπολίτης Να έχετε τέκνα την ευχήν μου κι ακούσατε την απόκρισίν μου. Εγώ τον ζυγόν δεν τον γνωρίζω, ούτε ξεύρω να τον νομίζω. Τρώγω, πίνω, ψάλλω με ευθυμίαν, δεν υποφέρω ποτέ τυραννίαν. Τότε υποφέρω αδημονίαν, όστις με βλάψει στην επαρχίαν.
Αυτή του Τούρκου η τυραννία, σ' εμέ είναι ζωή μακαρία. Αφού το ράσον τούτο εφόρεσα, πλέον τινά ζυγόν δεν εγνώρισα. Δύο ποθώ, ναι, μα τας εικόνας, άσπρα πολλά και καλάς κοκκώνας. Περί της Ελλάδος που λέτε δεν με μέλλει κι ας τυραννιέται. Μ' αν βαστάζει χωρίς να στενάζει, όλας τας αμαρτίας ευγάζει.
[...]
Πίστιν να έχουν στον Βασιλέα και σέβας στον Αρχιερέα. Στον Τούρκο τ' άσπρα να μη λυπούνται τότε γαρ την ψυχήν ωφελούνται. Και Αρχιερέων παρρησίας, και παπάδων πολλάς λειτουργίας.
Ο πνευματικός τούς διορίζει πώς πρέπει κανείς να δεφτερίζει. Αυτοί άρχισαν να παρακούσι και όλοι ελευθερίαν φρονούσι. Διά τούτο και ημείς συμφωνούμεν ομού με τους Τούρκους τούς βαρούμεν, επειδή όλοι μας το θεωρούμε, πως θέλει λείψει ό,τι βαστούμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου