Οἱ ἐπιδράσεις τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων σὲ Ἀφγανιστάν, Πακιστάν, Ἰνδίες
Αφορμὴ γιὰ τὸ παρὸν στάθηκε σχόλιο ποὺ διετύπωσε ὁ πρέσβυς τῆς Ἑλλάδος στὸ Ν. ∆ελχί, σὲ πρόσφατη συζήτησή μας στὴν ἰνδικὴ πρωτεύουσα, κ. Εὐστάθιος Λῶζος, σχετικὸ μὲ τὴν αἴγλη ποὺ ἐξακολουθεῖ καὶ σήμερα νὰ περιβάλλῃ τὴν προσωπικότητα τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου στὶς Ἰνδίες, τὸ Ἰ ράν, τὸ Πακιστάν, τὸ Ἀφγανιστάν ἀλλὰ καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴν Κεντρι κὴ Ἀσί α. «Εἶναι ἐκπληκτικό», εἶπε ὁ κ. Λῶζος. «Ὁ Ἀλέξανδρος ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ὁλοζώντανος. Σ’ ὅποιον χῶρο κι ἂν βρεθῶ, ὅλοι θέλουν νὰ μοῦ μιλήσουν γι’ αὐτόν. ∆ιπλωμάτες, ἐπιστήμονες, ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων ἀλλὰ καὶ ἁπλοῖ ἄνθρωποι ἀσχολοῦνται ἀκόμη καὶ σήμερα μαζί του...».…………………………………………………………………………………
Αφορμὴ γιὰ τὸ παρὸν στάθηκε σχόλιο ποὺ διετύπωσε ὁ πρέσβυς τῆς Ἑλλάδος στὸ Ν. ∆ελχί, σὲ πρόσφατη συζήτησή μας στὴν ἰνδικὴ πρωτεύουσα, κ. Εὐστάθιος Λῶζος, σχετικὸ μὲ τὴν αἴγλη ποὺ ἐξακολουθεῖ καὶ σήμερα νὰ περιβάλλῃ τὴν προσωπικότητα τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου στὶς Ἰνδίες, τὸ Ἰ ράν, τὸ Πακιστάν, τὸ Ἀφγανιστάν ἀλλὰ καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴν Κεντρι κὴ Ἀσί α. «Εἶναι ἐκπληκτικό», εἶπε ὁ κ. Λῶζος. «Ὁ Ἀλέξανδρος ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ὁλοζώντανος. Σ’ ὅποιον χῶρο κι ἂν βρεθῶ, ὅλοι θέλουν νὰ μοῦ μιλήσουν γι’ αὐτόν. ∆ιπλωμάτες, ἐπιστήμονες, ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων ἀλλὰ καὶ ἁπλοῖ ἄνθρωποι ἀσχολοῦνται ἀκόμη καὶ σήμερα μαζί του...».…………………………………………………………………………………
Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΙΣ ΙΝΔΙΕΣ
Ο Ἀπολλώνιος Τυανεύς, ποὺ ἐπισκέφτηκε τὴν Ἰνδία τὸν α΄ αἰ. μ.Χ., ἀναφέρεται στὰ ἑ ξῆς περιστατικὰ ποὺ συνέβη σαν, ὅ ταν ὁ Ἀλέξανδρος βρισκόταν ἐπικεφαλῆς τοῦ στρατοῦ του στὴν χώρα αὐτή:• Στὸ ὄ ρος Μη ρὸς (τῶν Ἰν δι ῶν), τὸ ὁποῖο ἦταν κα τά φυ το ἀ πὸ ἀμ πέ λια, ποὺ ἔ φε ρε ἀ πὸ τὴ Θή βα ὁ ∆ι ό νυ σος, ὁ υἱ ὸς τοῦ ∆ιός, πού, ὅ πως λέ γε ται, γιὰ νὰ συμπληρω θῇ ὁ τοκετός του, ἔζησε μέσα στὸν μηρὸ τοῦ πα τέ ρα του ∆ί α καὶ ἔ λα βε ἀ πὸ αὐ τὸν ὡς δῶ ρο τὸ ὄ ρος αὐτό, ὁ Ἀ λέ ξαν δρος δὲν ἀ νέ βη κε χά ριν τῆς ἐγ κρα τεί ας τῶν στρα τι ωτῶν του, γιὰ νὰ μὴν με θύ σουν δη λα δή, ὅ πως ἦ ταν τὸ ἔ θι μο: «τοῦ γὰρ ἀ νελ θεῖν τοῦ Ἀ λε ξάν δρου ἐς τὸ ὄ ρος καὶ βακ χεῦ σαι αὐ τόν, ὅ ἐ κεῖ νοι λέ γουσι, μεῖζον, οἶ μαι, τὸ ὑπὲρ καρτερίας τοῦ στρατοῦ μηδὲ ἀναβῆ ναι.»
• Τὴν Ἄ ορ νο πέ τρα πλη σί ον τῆς Νύ σας τὴν κυ ρί ευ σε ὁ Ἀ λέ ξαν δρος. Λέ γε ται Ἄ ορ νος, δι ό τι στὴν κο ρυ φὴ τῆς πέ τρας ὑ πάρ χει χά σμα, ποὺ ρου φᾷ πρὸς τὰ μέ σα ὅ σα πτη νὰ πε τοῦν ἐ πά νω ἀ πὸ αὐ τό, ὅ πως συμ βαί νει στὸν πρό δο μο τοῦ Παρ θε νῶ νος τῶν Ἀ θη νῶν: «Τὴν δὲ Ἄ ορ νον πέ τραν οὐ πο λὺ ἀ πέ χου σαν τῆς Νύ σης... ἀ κοῦ σαι δὲ ὡς ἁ λω τὸς μὲν Ἀ λε ξάν δρῳ γέ νοι το. Ἄ ορ νος δὲ ὠνο μά ζε το οὐκ ἐ πει δὴ στά δια πέν τε καὶ δέ κα ἀ νέ στη κε, πέ τον ται γὰρ καὶ ὑ πὲρ τοῦ το οἱ ἱ ε ροὶ ὄρ νι θες, ἀλ λ’ ἐν κο ρυ φῇ τῆς πέτρας ῥῆγμα εἶναί φησι τοὺς ὑπερπετομένους τῶν ὀρνίθων ἐπιστώμενον, ὡς Ἀθήνησί τε ἰδεῖν ἐστιν ἐν προδόμῳ τοῦ Παρθενῶνος καὶ πολλαχοῦ τῆς Φρυγῶν καὶ Λυδῶν γῆς, ὑφ’ οὗ τὴν πέτραν Ἄορνον κεκλῆσθαί τε καὶ εἶναι.»
• Περὶ τὰ Τάξιλα, μεγίστη πόλιν τῶν Ἰνδῶν, ἔλαβε χώρα μάχη μεταξὺ τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ τοῦ Ἰνδοῦ βασιλιᾶ Πώρου, ὅπου νικήθηκε ὁ Πῶρος· στὴ μάχη αὐτὴν πῆραν μέρος καὶ πολλοὶ ἐλέφαντες, ἐξ αὐτῶν δὲ ἐπέζησεν ἕνας, ποὺ πολέμησε μὲ τὴν καρδιά του («προθύμως ὑπὲρ Πώρου μεμαχημένος»). Γι’ αὐτήν του τὴν «ἀνδρεία» ὁ Ἀλέξανδρος τὸν ὠνόμασεν Αἴαντα, δίδοντάς του τὸ ὄνομα τοῦ μεγάλου ἥρωος Αἴαντα καὶ τὸν ἀφιέρωσε στὸν Ἥλιο, τὸν ∆ία. Καὶ ἐπάνω του ἔφερε χρυσὲς ἑλικοειδεῖς ταινίες καί: «γράμματα ἐπ’ αὐτῶν Ἑλληνικὰ λέγοντα ΑΛΕΞΑΝ∆ΡΟΣ Ο ∆ΙΟΣ ΤΟΝ ΑΙΑΝΤΑ ΤΩι ΗΛΙΩι.».
• Στὸ ἱερὸ τοῦ εἰς Τάξιλα ναοῦ ἦσαν χαραγμένα σὲ πίνακες τὰ κατορθώματα τοῦ Ἀλεξάνδρου: «χαλκοῖ γὰρ πίνακες ἐγκεκρότηνται τοίχῳ ἑκάστῳ γεγραμμένοι τὰ Πώρου τε καὶ Ἀλεξάνδρου ἔργα».
• Ὁ Πῶρος θρήνησε καὶ πένθησε τὸν θάνατο τοῦ Ἀλεξάνδρου: «λέγεται δὲ καὶ πενθῆσαι τὸν Ἀλέξανδρον ἀποθανόντα ὁ Πῶρος, ὁλοφύρασθαί τε ὡς γενναῖον καὶ χρηστὸν βασιλέα,...». Στὸ ἱερὸ τοῦ Ἡλίου ἦταν ἀφιερωμένα «καὶ ἀγάλματα Ἀλεξάνδρου χρυσᾶ...».
• Ο Ἀ λέ ξαν δρος σε βά στη κε τοὺς σο φούς, ποὺ κα τοι κοῦ σαν στὴν πε ρι ο χὴ με τα ξὺ τοῦ Ὑ φάσιδος καὶ τοῦ Γάγ γου πο τα μοῦ καὶ δὲν ἐ πι τέ θη κε ἐ ναν τί ον τους, δι ό τι αὐ τὸ τοῦ «ἐ σή μη ναν» (ὑ πέ δει ξαν μὲ ση μεῖ α) οἱ θυ σί ες: «οἱ δὲ ἀ τε χνῶς σο φοὶ κεῖν ται μὲν τοῦ Ὑ φά σι δος καὶ τοῦ Γάγ γου μέ σοι, τὴν δὲ χώ ραν ταύ την οὐ δ’ ἐ πῆλ θεν Ἀ λέ ξανδρος, οὔ τε που τὰ ἐν αὐ τῇ δεί σας, ἀλ λ’, οἶ μαι, τὰ ἱ ε ρὰ ἀ πε σή μη νεν αὑ τῷ.»
• Στὴν γύρω ἀπὸ τὰ Τά ξι λα πε διά δα, ὅ που ἔ λα βε χώ ραν ἡ μά χη τοῦ Ἀ λε ξάν δρου ἐ ναν τί ον τοῦ Πώ ρου, ὑ πῆρ χαν πύ λες, ποὺ εἶ χαν οἰ κο δο μη θῆ ὡς τρό παι α καὶ ἐ πά νω σ’ αὐ τὲς ὑ πῆρ χε το πο θε τη μέ νος ἀν δριά ντας τοῦ Ἀ λε ξάν δρου, ὁ ὁ ποῖ ος στη ρι ζό ταν ἐ πά νω σ’ ἅρ μα μὲ τέσ σε ρες ρυ μούς, ὅ πως στὴ μά χη τῆς Ἰσ σοῦ: «Ἐ ξε λά σαν τες δὲ τῶν Τα ξί λων καὶ δύ ο ἡ με ρῶν ὁ δὸν δι ελ θόν τες ἀφί κον το εἰς τὸ πε δί ον, ἐν ᾧ λέ γε ται πρὸς Ἀ λέ ξαν δρον ἀγωνίσα σθαι Πῶ ρος, καὶ πύ λας ἐν αὐ τῷ ἰδεῖν φα σι ξυγ κλει ού-σας οὐ δέν, ἀλ λὰ τρο παί ων ἕ νε κα ᾠ κο δο μη μέ νας· ἀ να κεῖ σθαι γὰρ ἐ π’ αὐ τῶν τὸν Ἀ λέ ξαν δρον ἐ φε στη κό τα τε τραρ ρύ μοις ἅρ μα σιν, οἷ ον ἐ πὶ τοῖς ∆α ρεί ου σα τρά παις
ἐν Ἰσ σοῖς ἕ στη κε.».
• Ο Ἀ λέ ξαν δρος σε βά στη κε τοὺς σο φούς, ποὺ κα τοι κοῦ σαν στὴν πε ρι ο χὴ με τα ξὺ τοῦ Ὑ φάσιδος καὶ τοῦ Γάγ γου πο τα μοῦ καὶ δὲν ἐ πι τέ θη κε ἐ ναν τί ον τους, δι ό τι αὐ τὸ τοῦ «ἐ σή μη ναν» (ὑ πέ δει ξαν μὲ ση μεῖ α) οἱ θυ σί ες: «οἱ δὲ ἀ τε χνῶς σο φοὶ κεῖν ται μὲν τοῦ Ὑ φά σι δος καὶ τοῦ Γάγ γου μέ σοι, τὴν δὲ χώ ραν ταύ την οὐ δ’ ἐ πῆλ θεν Ἀ λέ ξανδρος, οὔ τε που τὰ ἐν αὐ τῇ δεί σας, ἀλ λ’, οἶ μαι, τὰ ἱ ε ρὰ ἀ πε σή μη νεν αὑ τῷ.»
• Στὴν γύρω ἀπὸ τὰ Τά ξι λα πε διά δα, ὅ που ἔ λα βε χώ ραν ἡ μά χη τοῦ Ἀ λε ξάν δρου ἐ ναν τί ον τοῦ Πώ ρου, ὑ πῆρ χαν πύ λες, ποὺ εἶ χαν οἰ κο δο μη θῆ ὡς τρό παι α καὶ ἐ πά νω σ’ αὐ τὲς ὑ πῆρ χε το πο θε τη μέ νος ἀν δριά ντας τοῦ Ἀ λε ξάν δρου, ὁ ὁ ποῖ ος στη ρι ζό ταν ἐ πά νω σ’ ἅρ μα μὲ τέσ σε ρες ρυ μούς, ὅ πως στὴ μά χη τῆς Ἰσ σοῦ: «Ἐ ξε λά σαν τες δὲ τῶν Τα ξί λων καὶ δύ ο ἡ με ρῶν ὁ δὸν δι ελ θόν τες ἀφί κον το εἰς τὸ πε δί ον, ἐν ᾧ λέ γε ται πρὸς Ἀ λέ ξαν δρον ἀγωνίσα σθαι Πῶ ρος, καὶ πύ λας ἐν αὐ τῷ ἰδεῖν φα σι ξυγ κλει ού-σας οὐ δέν, ἀλ λὰ τρο παί ων ἕ νε κα ᾠ κο δο μη μέ νας· ἀ να κεῖ σθαι γὰρ ἐ π’ αὐ τῶν τὸν Ἀ λέ ξαν δρον ἐ φε στη κό τα τε τραρ ρύ μοις ἅρ μα σιν, οἷ ον ἐ πὶ τοῖς ∆α ρεί ου σα τρά παις
ἐν Ἰσ σοῖς ἕ στη κε.».
• Στὴν περιοχὴ μεταξὺ τῶν ποταμῶν Ὑδραώτη καὶ Ὑφάσιδος καὶ σὲ ἀπόσταση τριάντα σταδίων ἀπὸ αὐτοὺς ὑπῆρχαν βωμοὶ καὶ ἐπάνω σὲ αὐτοὺς χαραγμένη ἡ ἑξῆς ἐπιγραφή: «ΠΑΤΡΙ ΑΜΜΩΝΙ ΚΑΙ ΗΡΑΚΛΕΙ Α∆ΕΛΦΩι ΚΑΙ ΑΘΗΝΑι ΠΡΟΝΟΙΑι ΚΑΙ ∆ΙΙ ΟΛΥΜΠΙΩι ΚΑΙ ΣΑΜΟΘΡΑιΞΙ ΚΑΒΕΙΡΟΙΣ ΚΑΙ ΙΝ∆Ωι ΗΛΙΩι ΚΑΙ ∆ΕΛΦΩι ΑΠΟΛΛΩΝΙ, φασὶ δὲ καὶ στήλην ἀνακεῖσθαι χαλκῆν, ᾗ ἐπιγεγράφθαι ΑΛΕΞΑΝ∆ΡΟΣ ΕΝΤΑΥΘΑ ΕΣΤΗ.» Καὶ σχολιάζει ὁ Ἀπολλώνιος: «Τοὺς μὲν δὴ βωμοὺς Ἀλεξάνδρου ἡγούμεθα τὸ τῆς ἑαυτοῦ ἀρχῆς τέρμα τιμῶντος, τὴν δὲ στήλην τοὺς μετὰ τὸν Ὕφα-σιν Ἰνδοὺς ἀναθεῖναι δοκῶ μοι λαμπρυνομένους ἐπὶ τῷ Ἀλεξάνδρῳ μὴ προελθεῖν πρόσω.»
Αὐτὲς εἶναι οἱ πληροφορίες ποὺ συνέλεξε ὁ Ἀπολλώνιος Τυανεύς, ὅταν ἐπισκέφθηκε τὶς Ἰνδίες 300 χρόνια μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἀλεξάνδρου, τοῦ γενναίου καὶ χρηστοῦ βασιλιᾶ, τοῦ ἐκπολιτιστῆ λαῶν, ποὺ μετέφερε τὸ φῶς τοῦ Ἑλληνικοῦ Πνεύματος στὰ βάθη τῆς Ἀσίας.
Σωτήρης Ν. Φλέκκας
………………………………………………………………………………………
Σὲ ἐρώτησή μας, τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ κατὰ τὴν γνώμη του προσέδωσε τόσο κῦρος στὸ πρόσωπό του, ὥστε λαοὶ τόσο μακρινοὶ ἀλλὰ καὶ ἡττημένοι ἀπὸ τὸν στρατό του νὰ ὑποκλίνωνται μπροστά του, ὁ πρέσβυς ἀπάντησε ὡς ἑξῆς:
«Σὲ μία ἐποχὴ ποὺ αὐτοὶ οἱ λαοὶ δὲν διέθεταν ὄχι μόνον ἀξίες ἀλλὰ οὔτε κἄν ἔννοιες ὁ Ἀλέξανδρος τοὺς ἔφερε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὶς πανανθρώπινες Ἑλληνικὲς Ἀξίες μὲ προεξάρχουσα τὴν ἔννοια τοῦ σεβασμοῦ καὶ δὴ τοῦ ἀντιπάλου. Αὐτὸ ἦταν κάτι πρωτόγνωρο γι’ αὐτούς. ∆ὲν τὸ ξέχασαν ποτέ. Εἶναι γνωστὴ ἡ ἱστορία τῆς σύλληψης τοῦ βασιλέως Πώρου. Ὅταν τὸν ὡδήγησαν στὸν Ἀλέξανδρο, ἐκεῖνος τὸν ρώτησε: “Πῶς θέλεις νὰ σὲ μεταχειρισθῶ;” Καὶ ὁ Πῶρος ἀπάντησε: “Σὰν βασιλέα”. Τότε ὁ Ἀλέξανδρος τὸν κάλεσε νὰ καθίσῃ δίπλα του καὶ νὰ συζητήσουν σὰν ἴσος πρὸς ἴσον. Κάποτε κάποιος Ἰνδὸς καθηγητής -συνέχισε ὁ κ. Λῶζος- εἶπε ὅτι “στὴν Ἰνδία ἔμαθαν ὅτι ὑπάρχουν σοφοί, ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος ζήτησε νὰ μιλήσῃ μὲ τοὺς σοφούς τους”».
Ὡς γνωστόν, πολλὰ καὶ σημαντικὰ ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα τόσο στὸν χῶρο τῆς Κεντρικῆς Ἀσίας ὅσο καὶ στὴν Μέση Ἀνατολὴ καὶ Αἴγυπτο δὲν ἀφήνουν κανένα περιθώριο ἀμφιβολίας γιὰ τὸ γεγονός, ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος ἀλλὰ καὶ οἱ ἐπίγονοί του ἄλλαξαν ριζικὰ τὴν ὄψη τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου. Βέβαια καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀλέξανδρος ἐντυπωσιάσθηκε ἀπὸ τὴν ἔντονη καὶ πανάρχαια ἑλληνικὴ παρουσία, ποὺ διεπίστωσε ἰδίοις ὄμμασι στὴν Βακτριανὴ (σημερινὸ Ἀφγανιστὰν καὶ τότε ἐπαρχία τῶν Περσῶν), ὅπου ὑπῆρχε ὁλόκληρη ἑλληνικὴ παροικία, στὴν Σαμαρκάνδη (τὸ σημερινὸ ρωσικὸ Τουρκεστάν), ὅπου συνάντησε τοὺς Βραγχίδες καὶ στὴν Νύσα (πρώτη πρωτεύουσα τῶν Πάρθων, ἡ ὁποία βρίσκεται στὸ σημερινὸ Τουρκμενιστάν), ὅπου τὸν ὑπεδέχθησαν καὶ τὸν προσεφώνησαν στὰ Ἑλληνικὰ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι τὸν πληροφόρησαν ὅτι τὴν πόλη τους εἶχε ἱδρύσει ὁ ∆ιόνυσος κατὰ τοὺς προϊστορικοὺς χρόνους καὶ τὸν ὁποῖο ἐξακολουθοῦσαν νὰ λατρεύουν. [Οἱ κάτοικοι τῆς Νύσας θεωροῦνται πρόγονοι τῶν Καφὶρ τοῦ Ἀφγανιστάν, ἀνθρώπων μὲ μεσογειακὰ χαρακτηριστικὰ καὶ διαφορετικὰ ἔθιμα ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους Ἀφγανούς].
Βούδας μὲ ἀπολλώνεια χαρακτηριστικά. (Μουσεῖο Καμπούλ.)
Ἀνεξίτηλα ἴχνη τῆς παρουσίας τῶν Ἑλλήνων
Ἀλέξανδρος ὅμως καὶ οἱ ἐπίγονοί του (42 δι αδοχικοὶ βασιλεῖς) εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἄφησαν ἀνεξίτηλη σφραγίδα στὴν περιοχή. Θὰ ὑπάρχῃ ἐσαεί, ὅσες καταστροφὲς καὶ βανδαλισμοί (Ταλιμπὰν σήμερα, ἄλλες αἱρέσεις μουσουλμάνων χθές, κάποιοι ἄλλοι θεοκράτες αὔριο) καὶ ἂν ἐπέλθουν. Ἡ κληρονομιὰ ποὺ ἄφησαν εἶναι τεράστια.
Κα τ’ ἀρ χὰς ἔ κτι σαν ἀ να ρίθ μη τες πό λεις (70 εἶ ναι μό νο οἱ Ἀ λε ξάν δρει ες ἀλ λὰ καὶ πάμπολ λες οἱ Σε λεύ κει ες). Καὶ βε βαί ως πρό κει ται γιὰ πό λεις ἄρ τι ες, σχε δι α σμέ νες μὲ πο λεο δο μι κὲς με λέ τες. Οἱ πρῶ τοι πο λε ο δό μοι ποὺ ἐμ φα νί σθη καν στὴν Ἀ σί α ἦ σαν Ἕλ λη νες. Γιὰ πα ρά δειγ μα τὸ Πε σα βάρ, τὸ ἐ πί κεν τρο τοῦ κρά τους τοῦ με γά λου Ἰν δοῦ βα σι λιᾶ Ἀ σό κα, ἔ χει σχε δια στῆ ἀ πὸ Ἕλ λη να πο λε ο δό μο, τὸ ἴ διο καὶ τὰ Τά ξι λα, ἡ πρω τεύ ου σα τοῦ Τα ξί λη καὶ τοῦ ἑλ λη νο ϊν δι κοῦ βα σι λεί ου τῆς Βα κτρια νῆς καὶ τὸ γνω στό τε ρο κέντρο ἑλ λη νο ϊν δι κῆς τέ χνης (ὅ που βα σί λευ σαν ὁ ∆η μή τριος, ὁ Τή λε φος, ὁ Ἀ γα θο κλῆς καὶ ὁ Παν τα λέ ων), ἡ ∆η μη τριάς (δη μι ούρ γη μα τοῦ ∆η μη τρί ου στὴν Ἀ ρα χω σί α), ἡ Παλ μύ-ρα, ἡ Εὐ κρα τί δεια (πρω τεύ ου σα τοῦ βα σι λεί ου τοῦ Εὐ κρα τί δου στὸ Ἄι Κχα νούμ), τὸ Σιρ κάπ, ἡ Ἀ λε ξάν δρεια ἐ πὶ Ἀ κε σί νου (τὴν ὁ ποί α ἔ κτι σε ὁ Ἡ φαι στί ων), ἡ Νύ σα ... πραγμα τι κὰ δὲν ὑ πάρ χει τέ λος στὴν ἀ πα ρίθ μη σή τους. (Ση μει ω τέ ον ὅ τι ἀ κό μη καὶ σή με ρα τοὺς πα ρέ χου με πο λε ο δό μους: Τὸ Ἰσ λα μαμ πὰντ κτί σθη κε τὸ 1961 σύμ φω να μὲ πο λε οδο μι κὸ σχέ διο ποὺ ἐκ πο νή θη κε ἀ πὸ τοὺς ἀρ χι τέ κτο νες ∆ο ξιά δη, Πόν τι καὶ Στό ουν.) Οἱ πό λεις αὐ τὲς δι έ θε ταν ὀ χύ ρω ση, ἄρ δευ ση, με γα λο πρε πῆ δη μό σια κτή ρια, γυ μνα στή ρια, θέ α τρα (ὅ που καὶ παί ζον ταν Ἕλ λη νες συγ γρα φεῖς καὶ δὴ κω μῳ δί ες τοῦ Με νάν δρου) καὶ ἀ να ρίθ μη τα ἔρ γα τέ χνης.
Πολ λὲς ἀ πὸ αὐ τὲς τὶς ἑλ λη νι κὲς πό λεις δι έ θε ταν καὶ ναυ πη γεῖ α. Στὴν πό λη Μπαν μπὸρ
(Πα κι στάν) βρί σκε ται τὸ ἀρ χαῖ ο λι μά νι ποὺ ἔ κτι σε ὁ Ἀ λέ ξαν δρος, καὶ μπο ρεῖ καὶ σή με ρα νὰ δι α κρί νῃ κα νεὶς ἴ χνη ἀ πὸ τὶς ἐγ κα τα στά σεις τοῦ ναυ πη γεί ου, ὅ που ὁ Νέ αρ χος ναυ πή γη σε τὸν στό λο του. Ὁ Νέ αρ χος, ὁ ἀρ χη γὸς τοῦ στό λου τοῦ Ἀ λε ξάν δρου, χαρ το γρά φη σε τὰ πα ρά λια της Ἀ ρα βι κῆς θά λασ σας, κα τέ γρα ψε τὰ ζῷ α καὶ τὰ φυ τὰ τῆς πε ρι ο χῆς καὶ τὰ παρου σί α σε στὸ βι βλί ο του «Πα ρά πλους». Στὶς ὄ χθες τοῦ πο τα μοῦ Ὑ δά σπη ναυ πη γή θη καν
Τὰ ἐρείπια τῆς Ἑλληνιστικῆς πόλεως στὸ Ἄι Κανούμ (Ἀφγανιστάν).
Ἀλεξάνδρεια ἡ ἐπὶ Ὤξου. Ψηφιδωτὸ δάπεδο ἀπὸ παλάτι. (Ἡ πόλη ἀνεσκάφη ὁλόκληρη.)
2.000 πλοῖα γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ στρατεύματος τοῦ Ἀλεξάνδρου. Ναυπήγηση πλοίων ἀναφέρεται καὶ κατὰ τὶς ἐπιχειρήσεις ἐναντίον πόλεων στὴν περιοχὴ τῆς Λαχώρης, ὅπου χρησιμοποιήθηκε ξυλεία ἀπὸ τὴν ὀροσειρὰ Τζαμού (Κασμίρ), προκειμένου νὰ διαπλεύσουν τὸν ποταμὸ Ἀκεσίνη. Στὴν πόλη Αttock, στὶς ὄχθες τοῦ Ἰνδοῦ ποταμοῦ, ὁ Ἡφαιστί-ων καὶ ὁ Περδίκκας κατεσκεύασαν πλωτὴ γέφυρα μήκους 600 μ. (ἡ ὁποία μποροῦσε νὰ ἀποσυναρμολογηθῇ σὲ 2-3 μέρη καὶ νὰ συναρμολογηθῇ ταχύτατα). Ὅπως βλέπουμε, ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ὁ Ἡφαιστίων δὲν ἠσχολοῦντο μὲ τό... μακιγιάζ τους, ὅπως διατείνεται ὁ κ. Στόουν καὶ ὅσοι πρόσκεινται στὴν ἰδεολογία του, ἀλλὰ προσέφεραν τεχνογνωσία καὶ δὴ ἀνωτάτου ἐπιπέδου, ἐντελῶς ἄγνωστη καὶ μὴ προσβάσιμη στοὺς Ἀσιάτες. Ἡ ἐπαφὴ μὲ τὶς ἐπιστῆμες εἶναι κατὰ τὴν γνώμη μου μετὰ τὴν δίψα γιὰ ζωὴ καὶ γνώση τὸ πολυτιμότερο δῶρο ποὺ προσέφερε ὁ Ἀλέξανδρος στοὺς λαοὺς ποὺ κατέκτησε.
Στὸ ταξίδι του στὴν Ἀσία τὸν συνώδευσαν 2.000 περιηγητές, φιλόσοφοι, μηχανικοί, στρατιωτικοί, καλλιτέχνες, ἰατροὶ (στὶς Ἰνδίες ἡ ἱπποκράτειος βοτανοθεραπεία ἐξακολουθεῖ νὰ ἐφαρμόζεται ἀπὸ τοὺς γιατροὺς «Γιουνάν»), ἱστορικοί, ἀστρονόμοι (τῶν ὁποίων τοὺς ὅρους χρησιμοποιοῦν ἀκόμη), ἔμποροι, ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ἔδωσαν τὶς ἰδέες τους, δημιούργησαν καὶ ἐν τέλει ἀπορροφήθηκαν (στὴν Ἰνδία γιὰ παράδειγμα ὑπῆρχαν μονίμως Ἕλληνες ἀπὸ τὸν 6ο π.Χ. ἕως τὸν 5ο μ. Χ. αἰῶνα). Ἡ φήμη τους ἦταν τέτοια, ποὺ ἀναφέρονται (ὡς Γιαβὰν = Ἴωνες) καὶ στὸ ἰνδικὸ ἔπος «Μαχαμπαράτα». (Ὁ Ἰνδὸς καθηγητὴς κ. Μ. Γκούπτ, συνέντευξη τοῦ ὁποίου δημοσιεύθηκε στὸν «∆» τοῦ Ἰανουαρίου 2005, τεῦχος 276, μᾶς ἐπανέλαβε ὅτι οἱ Ἰνδοὶ γνώριζαν καλὰ τοὺς Ἴωνες πολὺ πρὶν τὴν ἔλευση τοῦ Ἀλεξάνδρου στὴν χώρα τους.)
Ὁ Μένανδρος εἶναι ὁ περίφημος Milinda τῆς ἰνδικῆς παράδοσης. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ κατάφερε νὰ φθάσῃ μέχρι τὰ βάθη τῶν Ἰνδιῶν, στὴν κοιλάδα τοῦ Γάγγη (στὴν πόλη τῆς Πάτνα). Νομίσματά του (μὲ ἑλληνικὰ καὶ ἰνδικὰ γράμματα) ὑπάρχουν σ’ ὅλη τὴν χώρα ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες χῶρες, μὲ τὶς ὁποῖες τὸ ἑλληνοϊνδικὸ κράτος τῆς Βακτριανῆς εἶχε ἐμπορικὲς σχέσεις. Ἑλληνικὰ νομίσματα ἔκοψαν καὶ ἄλλοι Ἕλληνες βασιλεῖς ὅπως ὁ ∆ημήτριος (μόνο μὲ ἑλληνικὰ γράμματα), ὁ Εὐκρατίδης καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἀλλὰ καὶ ὁ μέγιστος τῶν Ἰνδῶν βασιλέων, ὁ Ἀσόκα (ἑλληνοϊνδικά). Τὰ νομίσματα αὐτὰ ἀποτελοῦν σπουδαία πηγὴ ἱστορικῶν πληροφοριῶν, καὶ εἶναι πολὺ εὔκολο νὰ τὰ προμηθευτῇ κανεὶς καὶ στὶς μέρες μας
Ὁ «Χορὸς τοῦ Σίβα» («Ναταράγια»): «Μακρυνὴ» διονυσιακὴ ἀνάμνηση σὲ ἀσιατική-βουδι-στικὴ ἔκδοση. (Ἡ ὄρχηση ἀπουσιάζει ὁλότελα σ’ ὁλόκληρη τὴν ἀσιατικὴ κοσμοαντίληψη. Ἡ ἐμφάνισή της στὴν ἰνδικὴ θρησκεία καὶ τέχνη ὀφείλεται ἀποκλειστικὰ σὲ ἑλληνικὲς
ἐπιδράσεις.)
ἐπιδράσεις.)
(αὐ τὸ ἀ πο τε λεῖ προ σω πι κή μου δι α πί στω ση ἀ πὸ τὸ τε λευ ταῖ ο μου τα ξί δι στὴν Ἰν δί α). Οἱ ἀ να σκα φὲς (οἱ ὁ ποῖ ες κα τὰ κύ ριο λό γο δι ε νερ γή θη καν ἀ πὸ τὴν ρω σι κὴ καὶ τὴν γαλ λι κὴ ἀρ χαι ο λο γι κὴ ἀ πο στο λή) ἔ φε ραν στὸ φῶς πο λύ τι μα ἀν τι κεί με να ὅ πως χρυ σᾶ πε ρι δέ ραι α, βρα χι ό λια, δα κτυ λί δια, σφρα γί δες ἀρ χαι ο ελ λη νι κῆς τε χνο τρο πί ας καὶ θε μα το λο γί ας ἀλλά, τὸ κυ ρι ώ τε ρο, πλη θώ ρα ἔρ γων τέ χνης (πλεῖ στα ἐκ τῶν ὁ ποί ων βρί σκον ται σὲ μου σεῖ α τοῦ ἐ ξω τε ρι κοῦ, ὅ πως στὸ Μου σεῖ ο Γκυ μὲ στὸ Πα ρί σι). Πρό κει ται γιὰ τὴν Ἑλ λη νο ϊν δι κὴ τέ χνη ἢ τὴν Ἑλ λη νο βου δι στι κὴ τέ χνη ἢ ἀ κό μα τὴν τέ χνη τῆς Γαν δα ρί δος (κα θεὶς τὴν ὀ νομά ζει ὅ πως προ τι μᾷ ἀ να λό γως τῶν συμ φε ρόν των καὶ τῶν σκο πι μο τή των του), ὅ που ἐ ναρμο νί ζον ται ἡ ἑλ λη νι κὴ καὶ ἰν δι κὴ ἀν τί λη ψη πε ρὶ τοῦ ὡ ραί ου.
Νὰ μὴν ξε χά σου με ὅ τι πέ ρα ἀ πὸ ὅ λα τὰ ἄλ λα ἄ φη σαν καὶ «ἔμ ψυ χα ἴ χνη». Μι λῶ γιὰ τοὺς ἀ πο γό νους τοῦ με γά λου στρα τη λά τη καὶ τῶν συν τρό φων του, με ρι κοὶ ἐκ τῶν ὁ ποίων ἐ πι βι ώ νουν καὶ σή με ρα, ἔ στω καὶ ἂν τὸ πε ρι βάλ λον εἶ ναι πλέ ον ἐ χθρι κὸ γι’ αὐ τούς. Ἀ ξι ο ση μεί ω το καὶ συ νά μα συγ κι νη τι κὸ εἶ ναι ὅ μως τὸ πό σοι ἄν θρω ποι σπεύ δουν νὰ δι εκ δι κή σουν τὴν κα τα γω γή τους ἀ πὸ τοὺς ἄν δρες τῆς στρα τιᾶς τοῦ Ἀ λε ξάν δρου. Κα τ’ ἀρ χὰς πρό κει ται γιὰ τοὺς γνω στοὺς Κα λάς, οἱ ὁ ποῖ οι ζοῦν στὸν ἰν δι κὸ Καύ κα σο (βόρει ο Πα κι στάν/Ἀφ γα νι στάν), ἀλ λὰ ἐ πί σης τοὺς Ρα ϊ πούτ (ἔ ρη μος Τάρ), τοὺς Πα τὰνς καὶ τοὺς Ἀ φρίν τις (δυ τι κὸ Πα κι στάν).
Ἡ ἔκπτωση τῆς ἑλληνκῆς κάθαρσης σὲ «νιρβάνα»
Εμεῖς θὰ στα θοῦ με λί γο πε ρισ σό τε ρο στὸν χῶ ρο τῶν ἰ δε ῶν, ὅ που καὶ συ νε τε-λέ σθη πραγ μα τι κὴ κο σμο γο νί α ἢ ἀλ λι ῶς συ νε χὴς γο νι μο ποί η ση τῆς Ἀ να το λῆς ἀ πὸ τὸν Ἑλ λη νι κὸ Λό γο μὲ συ νέ πεια τὴ δη μι ουρ γί α... ἀ να ρίθ μη των πνευ μα τικῶν τέ κνων. Γο νι μο ποί η ση, ἡ ὁ ποί α βε βαί ως δὲν θὰ μπο ροῦ σε νὰ εἶ χε πραγ μα-το ποι η θῆ χω ρὶς τὴν Ἑλ λη νι κὴ Γλῶσ σα, τὴν ὁ ποί α ἔ σπευ σαν νὰ υἱ ο θε τή σουν οἱ κα τα κτημέ νοι λα οὶ καὶ μά λι στα νὰ τὴν χρη σι μο ποι οῦν γιὰ πολ λὰ χρό νια (τοὐ λά χι στον ἐ πὶ πέν τε αἰ ῶ νες!) με τὰ τὴν κα τά λυ ση τῶν Ἑλ λη νι στι κῶν βα σι λεί ων. ∆η λα δὴ μπο ροῦ με νὰ μι λᾶ με γιὰ ἐ πι κρά τη ση τῆς Ἑλ λη νι κῆς Γλώσ σας γιὰ χί λια πε ρί που χρό νια. Καὶ μπο ρεῖ κα νεὶς νὰ ἀν τι λη φθῇ τί ση μαί νει αὐ τό: Κα τα λυ τι κὲς ἀλ λα γὲς στὸν τρό πο σκέ πτε σθαι καὶ ζῆν, ἀ φοῦ δὲν ὑ πάρ χει ἰ σχυ ρό τε ρος φο ρεὺς πο λι τι σμοῦ ἀ πὸ τὴν γλῶσ σα.
Τεῖ χος δυ σθε ώ ρη το χώ ρι ζε τὴν Ἑλ λά δα ἀ πὸ τὴν Ἀ να το λὴ πρὶν ἀ πὸ τὸν Ἀ λέ ξαν δρο (ὅ που ὡς Ἑλ λά δα καὶ Ἀ να το λὴ ὁ ρί ζου με δυ ὸ τε λεί ως δι α φο ρε τι κοὺς κό σμους, δυ ὸ κοσμο θε ω ρί ες χω ρὶς ση μεῖ ο ταύ τι σης, μὲ ἐ ξαί ρε ση τὴν Ἰν δί α, ἡ ὁ ποί α εἶ χε «γνω ρί σει» τὸν Ἑλ λη νι κὸ Λό γο πρὶν τὸν Ἀ λέ ξαν δρο).
Ἡ ἑλ λη νι κὴ θε ώ ρη ση τοῦ κό σμου συ νο ψί ζε ται στὴν ρή ση τοῦ Ἀ ρι στο τέ λη (δα σκά λου τοῦ Ἀ λε ξάν δρου): «ὕ ψι στον ἀ γα θὸν ψυ χῆς ἐ νέρ γεια κα τὰ λό γον». Οἱ Ἕλ λη νες ἀναζητοῦσαν τὴν ἀ λή θεια, τὸ ὄν τως ὅν, τὴν ἐ λευ θε ρί α. Ὁ κό σμος γι’ αὐ τοὺς ἦ ταν ἀν τι κεί με νο ἔ ρευ νας, πρό κλη ση· καὶ ἡ γνώ ση αὐ το σκο πός. Προ σπα θῶν τας νὰ κα τα νο ή σουν τὶς λειτουρ γί ες τῆς φύ σης καὶ τοῦ σύμ παν τος καλ λι ερ γοῦ σαν τὶς ἐ πι στῆ μες (μα θη μα τι κά, γε ωμε τρί α, ἀ στρο νο μί α, φυ σι κή, ἰ α τρι κή, τε χνο λο γί α)· καὶ βε βαί ως μέ σα στὴν τό ση γνώ ση δὲν ὑ πῆρ χε χῶ ρος γιὰ με τα φυ σι κοὺς φό βους, δου λεί α καὶ ὑ πο τα γή. Ἀν τί θε τα χά ρις στὴν γνώ ση οἱ ἄν θρω ποι ἀ γα ποῦ σαν τὸν φυ σι κὸ κό σμο, τὸν σέ βον ταν, τὸν τι μοῦ σαν καὶ τὸν ὑ μνοῦ σαν (τέ χνες, ἀ θλη τι σμός). Ἀ νοί γον ταν μπρο στά τους ἀ πε ρι ό ρι στες δυ να τό τη τες γιὰ δη μι ουρ γί α καὶ πλή ρω ση.
Ἡ θέ ω ση ἦ ταν γιὰ αὐ τοὺς συ νώ νυ μη μὲ τὴν αὐ το γνω σί α. Ὁ δρό μος ποὺ ὁ δη γεῖ σ’ αὐ τὴν
Ὁ Ἡρακλῆς. Λεπτομέρεια ἀπὸ τὸ σύμπλεγμα στὴν κάτω δεξιὰ φωτογραφία. Συνήθως τοποθετοῦν τὸν Ἡρακλῆ στὰ δεξιὰ τοῦ Βούδα καὶ τὸν Ἀλέξανδρο στὰ ἀριστερά του.
ἦ ταν καὶ πα ρα μέ νει καὶ σή με ρα δύ σβα τος, γε μά τος συγ κρού σεις τῶν ἀν θρώ πων, ἐξωτερικὲς μὲ τὸν κό σμο, ἀλ λὰ κυ ρί ως ἐ σω τε ρι κὲς μὲ τὸν ἴ διο τους τὸν ἑ αυ τό. Ὅ μως ἡ ἀρ χαί α ἑλ λη νι κὴ κοι νω νί α ἦ ταν σταθερὰ προσανατολισμένη σ’ αὐτὸν τὸν δρόμο. Ἡ Ἀρ χαί α Ἑλ ληνι κὴ Γραμ μα τεί α, τὸ Ἀρ χαῖ ο Ἑλ λη νι κὸ ∆ρᾶ μα ἀλ λὰ καὶ ἡ Κω μῳ δί α σ’ αὐ τὸν ὠ θοῦ σαν καὶ σ’ αὐ τὸν ἐ ξα κο λου θοῦν νὰ ὠ θοῦν τὸ ἄ το μο. Τὸ ἄ το μο, ὄ χι τὴν μᾶ ζα. ∆ὲν γί νε ται ἀλ λι ῶς. Ὁ κα θέ νας ἀ πὸ ἐ μᾶς κα λεῖ ται νὰ τὸν βρῇ καί, ἂν μπο ρῇ, νὰ τὸν ἀ κο λου θή σῃ. Οἱ τρα γι κοὶ ἥ ρω ες δὲν εἶ ναι τί πο τε ἄλ λο πα ρὰ ἄν θρω ποι ποὺ ἀ γω νί ζον ται νὰ κα τα κτή σουν τὴν αὐ τογνω σί α.
Στὸν ἀν τί πο δα ἡ μυ στι κι στι κὴ Ἀ να το λή. Ἐ κεῖ ἡ ἑλ λη νι κὴ αὐ θυ παρ ξί α τοῦ ἀ τό μου ἀν τικα θί στα ται ἀ πὸ τὴν ἀ πα ξί ω ση ἢ ἀ κό μη καὶ τὴν ἀ νυ παρ ξί α τοῦ ἀ τό μου καὶ ὁ πωσ δή πο τε τὴν ὑ πο τα γή του στὴν μᾶ ζα, ἡ δί ψα γιὰ γνώ ση ἀ πὸ τὴν ἀ δρά νεια, τὴν ἄ γνοι α καὶ τὴν ἑρ μηνεί α τοῦ κό σμου μὲ αὐ θαί ρε τες (ἢ δο τές, σκο πευ μέ νες ἀ πὸ τοὺς ἐ ξου σια στές) δο ξα σί ες, ἡ αὐ το γνω σί α ἀ πὸ τὴν μοι ρο λα τρεί α καὶ ἡ ἐ λευ θε ρί α ἀ πὸ τὸν φό βο καὶ τὴν ὑ πο τα γή. Ὁ Σωκρά της ἔ λε γε ὅ τι ἡ θε ρα πεί α τῆς ψυ χῆς ἐ πι τυγ χά νε ται μέ σῳ τῆς γνώ σης: «ἔ φη δὲ καὶ τὴν δι και ο σύ νην ἀλ λ ὰ καὶ τὴν ἄλ λην πᾶ σαν ἀ ρε τὴν σο φί αν εἶ ναι». Ὁ ∆η μό κρι τος θε ω ροῦ σε ὅ τι ἡ εὔ ρυθ μη λει τουρ γί α τῆς ψυ χῆς εἶ ναι ἀ πο τέ λε σμα τῆς γνώ σης. Στὴν Ἀ να το λὴ ὁ τρό πος σκέ ψης καὶ λει τουρ γί ας τῶν ἀν θρώ πων ἀν τι κα το πτρί ζε ται στὴν ἐν τέ λεια στὸν ὁ ρι σμὸ τοῦ σκε πτι κι σμοῦ: «ψυχῆς ἀδράνεια ἄνευ λόγου». Ἡ ἀ να το λι κὴ ἀν τί λη ψη πε ρὶ κό σμου καὶ ζω ῆς παίρ νει σα φέ στε ρη μορ φὴ στὴν ἰν δι κὴ φι λο σο φί α (βου δδι σμός, τζα ϊ νι σμός).
Ἰδανικό ὅλων τῶν συνειδητῶν ἀν θρώ πων, καὶ πρωτίστως στὴν Ἑλ λά δα, ἡ κά θαρ ση. Ὅ μως στὴν Ἀσία αὐ τὴ «ἐ πι τυγ χά νε ται» μέ σῳ τῆς ἄρ νη σης τῆς ἴ διας τῆς ζω ῆς. Ἡ ἀ πό λυ τη ἀ τα ρα ξί α, τὸ νιρ βά να (αἰ ώ νια μα κα ρι ό τη τα ἀ νά με σα στὴν ὕ παρ ξη καὶ τὴν μὴ ὕ παρ ξη) καὶ ἡ αὐ τάρ κεια ἐ πι δι ώ κον ται μὲ τὴν ἰ σο πέδω ση τοῦ ἐ γώ, τὴν κα τάρ γη ση τῶν ἐ πι θυ μι ῶν, τὴν πε ρι φρό νη ση τῆς γνώ σης καὶ τὴν ἀμ φι σβή τη ση τῆς ἴ διας τῆς ζω ῆς. Πρό κει ται γιὰ μί α ἀ γω γὴ λύ τρω σης, ἡ ὁ ποί α ὅ μως πα ραι τεῖ ται ἀ πὸ τὸ αἴ τη μα τῆς ἀ λή θειας, ἀ ναι ρεῖ τὴν λο γι κή, βιά ζει τὴν ἀν θρώ πι νη φύ ση καὶ ὁ δη γεῖ στὸν δογ μα τι κὸ ἀρ νη τι σμὸ τοῦ μυ στικι σμοῦ καὶ στὴν ἀ φα σί α. Ἀ κυ ρώ νει δη λα δὴ τὴν ζω τι κὴ ἐ νέρ γεια καὶ δη μι ουργι κό τη τα τοῦ ἀν θρώ που. (Ἴ σως ἡ ση με ρι νὴ κα τά στα ση τοῦ Ἰν δι κοῦ Ἔ θνους νὰ ἐ ξη γῆ ται ἀ πὸ τὴν ἔκ πτω ση αὐ τὴ τῆς κά θαρ σης σὲ «νιρ βά να».)
Συνάντηση δυὸ δι αφορετικῶν βιοθεωριῶν
Ειταν ὅμως ἡ ζωὴ συ νάν τη σε τὴν μὴ ζω ή, ἦ ταν φυ σι κὸ νὰ ἐ πι κρα τή σῃ ἡ πρώ τη. Πῶς νὰ μὴν συ ε πά ρῃ ἡ (ἀ δι α νό η τη ἕ ως τό τε) ἐ λευ θε ρί α λό γου, ἡ ἰ σο νο μί α, τὸ ἀ νέ βα σμα σὲ ἄλ λα ἐ πί πε δα ἀν θρώ πους κα τα δι κα σμέ νους στὴν σι ω πή, στὴν ὑποταγὴ καὶ στὴν ἄ γνοια; Ὁ Ἰν δὸς βα σι λιὰς Σάν τρα - Γκού πτα, ὁ ἱ δρυ τὴς τῆς δυνα στεί ας τῶν Μο ρια ίων καὶ με γά λος αὐ το κρά το ρας, μα θή τευ σε κον τὰ στὸν Ἀ λέ ξαν δρο, δι ό τι ἐ πέ λε ξε τὴν ζω ὴ ἀ πὸ τὴν ἀ δρά νεια. Ὁ ἐγ γο νός του καὶ γυι ὸς τῆς κό ρης τοῦ Σε λεύ κου Ἀ σό κα, ὁ ἀ να μορ φω τὴς τῶν Ἰν δι ῶν, ὄ χι μό νο ἐμ πο τί σθη κε ἀ πὸ τὸν Ἑλ λη νι κὸ Πο λι τι σμό, ἀλ λὰ τὸν προ σέ φε ρε καὶ στὴν χώ ρα του, κα θι στῶν τας τὴν Ἑλ λη νι κὴ Γλῶσ σα δεύ τε ρη ἐ πί ση μη γλῶσ σα τοῦ κρά τους του, υἱ ο θε τῶν τας τὸ ἑλ λη νι κὸ πο λε ο δο μι κὸ σύ στη μα, τὸ ἑλ λη νι κὸ ἡ με ρο λό γιο, τὸ ἑλ λη νι κὸ δι οι κη τι κὸ σύ στη μα... καὶ δι ώ ρι σε πλεί στους Ἕλ λη νες δι οι κη τὲς στὴν Ἰν δι κὴ Ἐ πι κρά τεια. Ὁ Μέ ναν δρος ἐ πέ δρα σε κα τα λυ τι κὰ στὴν φι λο σο φί α τους. Ἐ κεῖ ὅ που ἡ ἀ τα ρα ξί α ἦ ταν πά νω ἀ πὸ τὴν γνώ ση καὶ οἱ ἀ νάγ κες τῶν ἀν θρώ πων ἱ κανοποιοῦν το μὲ τὴν ...κα τάρ γη σή τους, ἐ κεῖ νος δί δα ξε καὶ πά λι τὴν χα ρὰ τῆς ζω ῆς.
Ὁ θε ὸς Σί βα συμ βο λί ζει τὴν χα ρὰ καὶ τὴν λύ πη, ποὺ συμ βα δί ζουν μὲ τὴν ἀν θρώ πι νη ὕ παρ ξη. «Χό ρε ψε, καρ διά μου, χό ρε ψε σή με ρα ἀ πὸ χα ρά», λέ ει ἕ να ἰν δι κὸ ποί η μα, ποὺ ἀ να φέ ρε ται στὸν χο ρὸ τοῦ Σί βα. «Ἐ ρω τι κὰ τρα γού δια γε μί ζουν μὲ τὴ μου σι κή τους τὶς μέ ρες καὶ τὶς νύ χτες. Τρελλοὶ ἀ πὸ χα ρὰ ἡ ζω ὴ κι’ ὁ θά να τος, χο ρεύ ουν μὲ τὸ ρυθ μὸ τῆς μου σι κῆς αὐ τῆς. Τὰ βου νά, οἱ θά λασ σες, ἡ γῆ ὁ λό κλη ρη χο ρεύ ουν. Ἀ νά με σα στὰ ξε σπά σμα τα, σὲ γέ λια καὶ λυγ μοὺς ὅ λη ἡ ἀν θρω πό τη τα χο ρεύ ει.» Ἆ ρα γε σὲ τί δι α φέ ρει ὁ Σί βα ἀ πὸ τὸν ∆ι ό νυ σο; Σὲ τί δι α φέ ρει τὸ ποί η μα αὐ τὸ ἀ πὸ τὴν ρή ση τοῦ Ἡρα κλεί του «ὅσοι τὴν ζωὴ ὑμνοῦν στὶς ἑορτές, τὸν θάνατο ὑμνοῦν».
οἱ Καλάς
Κα θρέ φτη τῶν ἀλ λα γῶν ποὺ ἐπέφερε ἡ ἑλληνικὴ παρουσία στὴν Ἀ να το λὴ ἀ πο τε λοῦν οἱ Καλάς. Ἀρ κεῖ νὰ τοὺς συγ κρί νῃ κα νεὶς μὲ ὅ λους τοὺς ἄλ λους ποὺ κα τοι κοῦν γύ ρω τους, μα κριὰ πλέ ον ἀ πὸ τὴν ἑλ λη νι κὴ ἐ πί δρα ση. Οἱ Κα λὰς εἶ ναι ἄν θρω ποι πρό σχα ροι, εὐ προσή γο ροι, ἐ ξω στρε φεῖς καὶ ἐρ γα τι κοί. Ἄν δρες καὶ γυ ναῖ κες ἀ στει εύ ον ται καὶ γε λοῦν. Οἱ δι α φο ρές τους ἀ πὸ τοὺς Ἀ σιά τες εἶ ναι ἐμ φα νεῖς ἀ κό μη καὶ στὰ πιὸ ἁ πλᾶ καὶ κα θη με ρι νὰ πράγ μα τα. Τὰ σπί τια τους εἶ ναι ξύ λι να, κτι σμέ να μὲ μα κε δο νι κὴ ἀρ χι τε κτο νι κή. Ἡ δι α κό σμη σή τους γί νε ται μὲ ἑλ λη νι κὰ σύμ βο λα (π.χ. μα κε δο νι κὸ ἀ στέ ρι). Ἀ σχο λοῦν ται μὲ τὸ κυ νή γι ἀλ λὰ κυ ρί ως μὲ τὴν ἀμ πε λουρ γί α καὶ τὴν πα ρα γω γὴ κρα σιοῦ. Οἱ συ νή θει ες καὶ τὰ ἤ θη τους μοιά ζουν ἑλ λη νι κά. Λα τρεύ ουν τὸν θε ὸ ∆ί α (Ντὶ Ζά ο Μα χεν τόν), πρὸς τι μὴν τοῦ ὁ ποί ου τε λοῦν πομ πές, πυρ σο φο ρί ες, θυ σί ες, προ σφο ρές, τὴν Ἑ στί α (Τζά στακ), τὸν Μπαλομάιν (Ἀ πόλ λω να), τὸν Σά γυρ κο (Σά τυ ρο) καὶ τὴν Φρο τά ιτ (Ἀ φρο δί τη). Ἐ ξα γνί ζον ται στὰ πο τά μια τους καὶ χο ρεύ ουν πρὸς τι μὴν τῶν ἡ ρώ ων/θε ῶν τους. Συ χνὰ χο ρεύ ουν κρατῶν τας ξί φη καὶ ἀ σπί δα. Γι ορ τά ζουν τὴν ἄ νοι ξη (Ἀν θε σφό ρια/Ἀν θε στή ρια) τὴν συγ κο μιδὴ καὶ τὸν κά ο μο (δηλ. τὸν κῶ μο, τὴν πομ πὴ πρὸς τι μὴν τοῦ ∆ι ο νύ σου). Ἀ θλοῦν ται καὶ χαί ρον ται τὴν ζω ή, σὲ μί α κοι νω νί α ποὺ εἶ ναι κοι νω νί α ἐ λευ θε ρί ας (τοὺς εἶ ναι ἄ γνω στες οἱ ἀ σι α τι κὲς προ κα τα λή ψεις, οἱ προ γα μια ῖες σχέ σεις ἐ πι τρέ πον ται, οἱ γυ ναῖ κες δὲν ζοῦν ἐγ κλω βι σμέ νες στὸ σπί τι ἀλ λὰ ἐρ γά ζον ται καὶ ἀ πο λαμ βά νουν) καὶ ἰ σο νο μί ας (ὁ ἀρ χη γός τους ἐ κλέ γεται καὶ οἱ γυ ναῖ κες ψη φί ζουν). Πα ρε μπι πτόν τως: πό τε ἄρ χι σαν νὰ ψη φί ζουν οἱ γυ ναῖ κες στὴν Εὐ ρώ πη;
* * *
τὰ πλαί σια τοῦ ἀ νε ξάν τλη του αὐ τοῦ ἱ στο ρι κοῦ θέ μα τος, δη λα δὴ τῆς πο λι τι στικῆς προ σφο ρᾶς τοῦ Με γά λου Ἀ λε ξάν δρου ἀλ λὰ καὶ τῶν Ἑλ λή νων γε νι κώ τε ρα στὴν Κεν τρι κὴ Ἀ σί α ᾔλ θα με σὲ ἐ πα φὴ μὲ τὴν κ. Ποτίτσα Γρη γο ρά κου, δι δάκτο ρα τοῦ Πα νε πι στη μί ου Πα ρι σί ων καὶ ἐ ρευ νή τρια τῆς Ἑλ λη νι στι κῆς ἐ πο χῆς στὴν Ἀ σί α, ἡ ὁ ποί α εἶ χε τὴν εὐ γε νῆ κα λω σύ νη νὰ μᾶς πα ρα χω ρή σῃ τὶς δη μο σι ευ ό με νες στὸ πα ρὸν ἄρ θρο ἐν δι α φέ ρου σες φω το γρα φί ες.
Ἡ κ. Γρη γο ρά κου, ἡ ὁ ποί α ἐρ γά ζε ται μὲ τὴν Γαλ λι κὴ Ἀρ χαι ο λο γι κὴ Σχο λή, ἐ ξῇ ρε τὴν προ σή λω ση τῶν Γάλ λων ἀρ χαι ο λό γων (οἱ ὁ ποῖ οι εἶ ναι καὶ οἱ πρῶ τοι ἀ να σκα φεῖς) στὴν ἀ να κά λυ ψη ἑλ λη νι κῶν πό λε ων στὴν Ἀ σί α, ποὺ κτί σθη καν σ’ αὐ τὴν τὴν τό σο γό νι μη πε ρίο δο τῆς Ἑλ λη νι κῆς Ἱ στο ρί ας καὶ δὲν πα ρέ λει ψε νὰ στη λι τεύ σῃ τὴν ἀ δι α φο ρί α τοῦ Ἑλ λη-νι κοῦ Κρά τους ἀλ λὰ καὶ τῶν Ἑλ λή νων ἀρ χαι ο λό γων ὡς πρὸς αὐ τὸ τὸ με γί στης ση μα σί ας ζή τη μα. «Ὄ νει ρο ὅ λων τῶν ἀρ χαι ο λό γων τοῦ κό σμου εἶ ναι νὰ ἀ να σκά ψουν μία Ἀ λε ξάνδρεια - ἐ κτὸς τῶν Ἑλ λή νων...», μᾶς εἶ πε.
Ἄρτεμις Γεωργιάδου
ΣΕΛ. 18489
∆ΑΥΛΟΣ/ΤΕΎΧΟς 278, Μάρτιος 2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου