Η κριτική στον Χριστιανισμό ξεκινάει από την εποχή της εμφάνισής του ως θρησκεία στη Ρωμαϊκή Aυτοκρατορία. Οι κριτικοί έχουν σχολιάσει το δόγμα, τις διδαχές και τον ρόλο της χριστιανικής εκκλησίας στην πορεία της ιστορίας.
Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια, ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πορφύριος αναδείχτηκε ως ο κύριος κριτικός, με το βιβλίο «Κατά Χριστιανών» στο οποίο ισχυριζόταν πως ο Χριστιανισμός βασιζόταν πάνω σε ψεύτικες προφητείες που δεν είχαν ακόμη πραγματοποιηθεί. Μετά την υιοθέτηση του Χριστιανισμού από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, οι φωνές εναντίον του Χριστιανισμού καταπιέστηκαν και εξαφανίστηκαν από κυβερνητικές και εκκλησιαστικές αρχές. Μια χιλιετία αργότερα, η προτεσταντική μεταρρύθμιση οδήγησε σε ένα θεμελιώδη διχασμό τη χριστιανοσύνη και οι κριτικές φωνές εναντίον του χριστιανισμού ξανάρχισαν. Με την επιστημονική Επανάσταση και τον Διαφωτισμό, ο Χριστιανισμός βίωσε επιπλέον επιθέσεις από τους Βολταίρο, Ντέιβιντ Χιουμ, Τόμας Πέιν και τον βαρόνο του Χόλμπαχ. Τα κεντρικά ζητήματα σε αυτές τις κριτικές ήταν η ιστορική ακρίβεια της Βίβλου και η διαφθορά των χριστιανικών αρχών. Άλλοι φιλόσοφοι, όπως ο Iμμάνουελ Καντ, ξεκίνησαν τις πρώτες συστηματικές επιθέσεις κατά της Χριστιανικής Θεολογίας, προσπαθώντας να ανατρέψουν τα επιχειρήματα υπέρ του Θεϊσμού.[4] Τους σύγχρονους καιρούς ο χριστιανισμός έχει δεχτεί κριτική από ένα ευρύ φάσμα πολιτικών κινημάτων και ιδεολογιών. Με τη Γαλλική Επανάσταση, εμφανίστηκε ένας αριθμός πολιτικών και φιλοσόφων που κριτίκαραν τα παραδοσιακά χριστιανικά δόγματα.[5] Μετά τη γαλλική Επανάσταση, φιλελεύθεροι και κομμουνιστές φιλόσοφοι, όπως ο Τζον Στιουάρτ Μιλ και ο Καρλ Μαρξ, κριτίκαραν το Χριστιανικό δόγμα ότι ήταν αντιδημοκρατικό. Ο Φρειδερίκος Νίτσε υποστήριξε πως το χριστιανικό δόγμα προωθεί μια νοοτροπία σκλάβου η οποία καταπιέζει τις επιθυμίες που εμπεριέχονται στην ανθρώπινη θέληση.[6] Επίσης σύγχρονα εργατικά μαρξιστικά κινήματα όπως οι Μπολσεβίκοι τα οποία στην πλειονότητά τους επεδίωξαν να θεσπίσουν τον αθεϊσμό, άσκησαν και αυτά με τη σειρά τους κριτική στις Χριστιανικές ιδέες.
Οι επίσημες απαντήσεις των Χριστιανών στην κριτική ανήκουν στο πλαίσιο της λεγόμενης χριστιανικής απολογητικής. Ο Θωμάς ο Ακινάτης και ο Αυγουστίνος Ιππώνος είναι οι πιο γνωστοί χριστιανοί απολογητές. Μέρος της σύγχρονης απολογητικής είναι πως ο Χριστιανισμός είναι η βάση του σύγχρονου κοσμικού πολιτισμού.[7] Σύμφωνα με τον Peter Harrison, ο Χριστιανισμός έπαιξε έναν σημαντικό θετικό ρόλο στην ανάπτυξη της σύγχρονης επιστήμης στη Δύση.[8]
Στην πλειάδα των εκδόσεων της Βίβλου, υπάρχουν αρκετές παραλλαγές. Αυτές οι παραλλαγές αφορούν ορθογραφικά και συντακτικά λάθη, αλλαγή σειράς λέξεων και χρήση παλιότερων μορφών ορισμένων λέξεων. Σε μια προσπάθεια να βρεθεί το αρχικό κείμενο των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, ορισμένοι κριτικοί έχουν εντοπίσει ορισμένα κομμάτια τα οποία μάλλον είναι κατοπινές προσθήκες. Σε αυτές τις προσθήκες συμπεριλαμβάνονται το τέλος του κατά Μάρκον ευαγγελίου, η ιστορία στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο όπου μια γυναίκα θα σκοτωνόταν δια λιθοβολισμού και ο Ιησούς την έσωσε λέγοντας ''Ο αναμάρτητος υμών πρώτος τον λίθον βαλέτω'', όπως και το Ιωάννειο κόμμα ώστε να αλλάξει μορφή το συγκεκριμένο χωρίο.[εκκρεμεί παραπομπή]
Οι Κερτ και Βαρβάρα Άλαντ σύγκριναν τον αριθμό των παραλλαγών που υπήρχαν ανάμεσα σε διάφορες εκδόσεις της Καινής Διαθήκης (αφαιρώντας τα ορθογραφικά λάθη) και βρήκαν 62,9% συμφωνία (4999/7947). Συμπέραναν πως τα 2/3 της Καινής διαθήκης δεν έχουν σημαντικές διαφορές, αριθμός μεγαλύτερος από ότι εκτιμάτο πιο πριν. Στις Πράξεις Αποστόλων, στα Ευαγγέλια και την Αποκάλυψη, η συμφωνία είναι μικρότερη, ενώ στις Επιστολές μεγαλύτερη.[εκκρεμεί παραπομπή]
Με την ανακάλυψη της Εβραϊκής Βίβλου ανάμεσα στα Χειρόγραφα της Νεκρής Θάλασσας το 1947[9] ενισχύθηκαν οι αμφιβολίες για τη γνησιότητα του Μεσορετικού κειμένου που είναι η βάση για τις περισσότερες αγγλικές μεταφράσεις.