ΑΥΤΗ Η ΑΘΛΙΑ ΕΒΡΑΪΚΗ ΑΙΡΕΣΗ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟ ΑΔΕΛΦΑΚΙ ΤΗΣ ΤΟΝ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΣΜΟ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΤΑΛΑΙΠΩΡΟΥΝ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ!!!
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χριστιανισμός |
---|
Σειρά λημμάτων |
Η κριτική στον Χριστιανισμό ξεκινάει από την εποχή της εμφάνισής του ως θρησκεία στη Ρωμαϊκή Aυτοκρατορία. Οι κριτικοί έχουν σχολιάσει το δόγμα, τις διδαχές και τον ρόλο της χριστιανικής εκκλησίας στην πορεία της ιστορίας.
Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια, ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πορφύριος αναδείχτηκε ως ο κύριος κριτικός, με το βιβλίο «Κατά Χριστιανών» στο οποίο ισχυριζόταν πως ο Χριστιανισμός βασιζόταν πάνω σε ψεύτικες προφητείες που δεν είχαν ακόμη πραγματοποιηθεί. Μετά την υιοθέτηση του Χριστιανισμού από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, οι φωνές εναντίον του Χριστιανισμού καταπιέστηκαν και εξαφανίστηκαν από κυβερνητικές και εκκλησιαστικές αρχές.[1] Μια χιλιετία αργότερα, η προτεσταντική μεταρρύθμιση οδήγησε σε ένα θεμελιώδη διχασμό τη χριστιανοσύνη και οι κριτικές φωνές εναντίον του χριστιανισμού ξανάρχισαν. Με την επιστημονική Επανάσταση και τον Διαφωτισμό, ο Χριστιανισμός βίωσε επιπλέον επιθέσεις από τους Βολταίρο, Ντέιβιντ Χιουμ, Τόμας Πέιν και τον βαρόνο του Χόλμπαχ.[2] Τα κεντρικά ζητήματα σε αυτές τις κριτικές ήταν η ιστορική ακρίβεια της Βίβλου και η διαφθορά των χριστιανικών αρχών.[3] Άλλοι φιλόσοφοι, όπως ο Iμμάνουελ Καντ, ξεκίνησαν τις πρώτες συστηματικές επιθέσεις κατά της Χριστιανικής Θεολογίας, προσπαθώντας να ανατρέψουν τα επιχειρήματα υπέρ του Θεϊσμού.[4] Τους σύγχρονους καιρούς ο χριστιανισμός έχει δεχτεί κριτική από ένα ευρύ φάσμα πολιτικών κινημάτων και ιδεολογιών. Με τη Γαλλική Επανάσταση, εμφανίστηκε ένας αριθμός πολιτικών και φιλοσόφων που κριτίκαραν τα παραδοσιακά χριστιανικά δόγματα.[5] Μετά τη γαλλική Επανάσταση, φιλελεύθεροι και κομμουνιστές φιλόσοφοι, όπως ο Τζον Στιουάρτ Μιλ και ο Καρλ Μαρξ, κριτίκαραν το Χριστιανικό δόγμα ότι ήταν αντιδημοκρατικό. Ο Φρειδερίκος Νίτσε υποστήριξε πως το χριστιανικό δόγμα προωθεί μια νοοτροπία σκλάβου η οποία καταπιέζει τις επιθυμίες που εμπεριέχονται στην ανθρώπινη θέληση.[6] Επίσης σύγχρονα εργατικά μαρξιστικά κινήματα όπως οι Μπολσεβίκοι τα οποία στην πλειονότητά τους επεδίωξαν να θεσπίσουν τον αθεϊσμό, άσκησαν και αυτά με τη σειρά τους κριτική στις Χριστιανικές ιδέες.
Οι επίσημες απαντήσεις των Χριστιανών στην κριτική ανήκουν στο πλαίσιο της λεγόμενης χριστιανικής απολογητικής. Ο Θωμάς ο Ακινάτης και ο Αυγουστίνος Ιππώνος είναι οι πιο γνωστοί χριστιανοί απολογητές. Μέρος της σύγχρονης απολογητικής είναι πως ο Χριστιανισμός είναι η βάση του σύγχρονου κοσμικού πολιτισμού.[7] Σύμφωνα με τον Peter Harrison, ο Χριστιανισμός έπαιξε έναν σημαντικό θετικό ρόλο στην ανάπτυξη της σύγχρονης επιστήμης στη Δύση.[8]
Κριτική στη Βίβλο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κριτική για τις παραλλαγές του κειμένου της Βίβλου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Στην πλειάδα των εκδόσεων της Βίβλου, υπάρχουν αρκετές παραλλαγές. Αυτές οι παραλλαγές αφορούν ορθογραφικά και συντακτικά λάθη, αλλαγή σειράς λέξεων και χρήση παλιότερων μορφών ορισμένων λέξεων. Σε μια προσπάθεια να βρεθεί το αρχικό κείμενο των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, ορισμένοι κριτικοί έχουν εντοπίσει ορισμένα κομμάτια τα οποία μάλλον είναι κατοπινές προσθήκες. Σε αυτές τις προσθήκες συμπεριλαμβάνονται το τέλος του κατά Μάρκον ευαγγελίου, η ιστορία στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο όπου μια γυναίκα θα σκοτωνόταν δια λιθοβολισμού και ο Ιησούς την έσωσε λέγοντας ''Ο αναμάρτητος υμών πρώτος τον λίθον βαλέτω'', όπως και το Ιωάννειο κόμμα ώστε να αλλάξει μορφή το συγκεκριμένο χωρίο.[εκκρεμεί παραπομπή]
Οι Κερτ και Βαρβάρα Άλαντ σύγκριναν τον αριθμό των παραλλαγών που υπήρχαν ανάμεσα σε διάφορες εκδόσεις της Καινής Διαθήκης (αφαιρώντας τα ορθογραφικά λάθη) και βρήκαν 62,9% συμφωνία (4999/7947). Συμπέραναν πως τα 2/3 της Καινής διαθήκης δεν έχουν σημαντικές διαφορές, αριθμός μεγαλύτερος από ότι εκτιμάτο πιο πριν. Στις Πράξεις Αποστόλων, στα Ευαγγέλια και την Αποκάλυψη, η συμφωνία είναι μικρότερη, ενώ στις Επιστολές μεγαλύτερη.[εκκρεμεί παραπομπή]
Με την ανακάλυψη της Εβραϊκής Βίβλου ανάμεσα στα Χειρόγραφα της Νεκρής Θάλασσας το 1947[9] ενισχύθηκαν οι αμφιβολίες για τη γνησιότητα του Μεσορετικού κειμένου που είναι η βάση για τις περισσότερες αγγλικές μεταφράσεις.
[εκκρεμεί παραπομπή]Εσωτερικές αντιφάσεις της Βίβλου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το ερώτημα των εσωτερικών αντιφάσεων [Σημ 1] αφορούν τη συνοχή του κειμένου της Βίβλου σχετικά με ημέρες, αριθμούς και αλληλουχία γεγονότων που αφορούν το ίδιο γεγονός. Η αναζήτηση απάντησης για τις αντιφάσεις οδήγησαν σε διάφορες υποθέσεις όπως την υπόθεση ντοκιμαντέρ (σύμφωνα με την οποία τα τέσσερα ευαγγέλια είναι γραμμένα από τέσσερις ανεξάρτητες μεταξύ τους πηγές, οι οποίες ενώθηκαν σε ένα βιβλίο σε κατοπινά στάδια από διάφορους εκδότες), την υπόθεση δυο πηγών (Τα ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά βασίζονται στο ευαγγέλιο του Μάρκου μαζί με την προφορική παράδοση της εποχής που αφορούσε τις πράξεις του Ιησού) και την εκτίμηση πως οι ποιμαντικές επιστολές δεν είναι γραμμένες από τον Παύλο. Σε αντίθεση με την πιο πάνω κριτική, υπάρχει η θέση πως τα κείμενα είναι συνεπή, προερχόμενα από μία πηγή, αλλά τα ευαγγέλια είναι γραμμένα από τέσσερις διαφορετικούς μάρτυρες και οι ποιμενικές επιστολές γραμμένες από τον Απόστολο Παύλο.[10][11][12]
Οι υποστηρικτές του αλάθητου της Βίβλου ισχυρίζονται ότι η Βίβλος δεν γράφτηκε κατ ευθείαν από τον Θεό, αλλά από ξεχωριστούς ανθρώπους με διαφορετική προσωπικότητα και λογοτεχνικό ύφος και τα κείμενα είναι γραμμένα με Θεία έμπνευση η οποία οδήγησε τους συγγραφείς να γράψουν το μήνυμα του δια μέσω της γλώσσας τους και της προσωπικότητας τους.[13]:Art. VIII
Ο Ιησούς δεν εκπλήρωσε τις προφητείες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Εκατοντάδες χρόνια πριν την έλευση του Ιησού, οι εβραϊκές προφητείες έγραφαν για τον Μεσσία ο οποίος θα ερχόταν και απελευθέρωνε τους Ιουδαίους. Ο Ιουδαϊσμός ισχυρίζεται ότι ο Ιησούς δεν εκπλήρωσε αυτές τις προφητείες. Άλλοι σκεπτικοί συνήθως ισχυρίζονται πως οι προφητείες είναι ασαφής γενικολογίες ή προφητείες που δεν εκπληρώθηκαν- ορισμένες μάλιστα κατέληξαν ακριβώς στο αντίθετο αποτέλεσμα.[14] Άλλοι επίσης ισχυρίζονται πως τα γραπτά της Παλαιάς Διαθήκης επηρέασαν την αφήγηση της Καινής Διαθήκης.[15] Χριστιανοί απολογητές ισχυρίζονται ότι οι Ιησούς εκπλήρωσε αυτές τις προφητείες, οι οποίες είναι σχεδόν αδύνατο να εκπληρωθούν από καθαρή τύχη.[16] Πολλοί Χριστιανοί περιμένουν τη Δεύτερα Παρουσία για να εκπληρώσει όλες τις μεσσιανικές προφητείες, όπως την Τελική Κρίση, την Ανάσταση Νεκρών και την εγκατάσταση της Βασιλείας των Ουρανών επί της Γης.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Στέφεν Λ. Χάρρις (Stephen L. Harris):[17]
- Ο Ιησούς δεν κατάφερε να εκπληρώσει αυτά που οι προφήτες υποσχέθηκαν θα κάνει ο Μεσσίας. Ο Ιησούς δεν κατάφερε να απελευθερώσει τους λαούς της Διαθήκης από τους παγανιστές εχθρούς τους, να μαζέψει τη Διασπορά των Εβραίων και να επανεγκαταστήσει το βασίλειο του Δαβίδ, ούτε να φέρει παγκόσμια ειρήνη. Αντί να ελευθερώσει τους Ιουδαίους από τους καταπιεστές τους, όπως τους είχε υποσχεθεί ο Θεός, ο Ιησούς πέθανε από ένα ατιμωτικό θάνατο, ηττημένος από τις δυνάμεις που υποτίθεται θα υπερνικούσε. Οι προφήτες δεν είχανε προβλέψει πως ο Μεσσίας θα πεθάνει σταυρωμένος σαν κοινός εγκληματίας.
Οι χριστιανοί απολογητές αντιμετωπίζουν αυτό το επιχείρημα λέγοντας ότι οι προφητείες αυτές θα εκπληρωθούν κατά τη Δευτέρα Παρουσία, όπως λένε προφητείες στο βιβλίο της Αποκαλύψεως της Καινής Διαθήκης.
Ο ραβίνος θεολόγος του 16ου αιώνα Ισαάκ Μπεν Αβραάμ, συνέγραψε το βιβλίο Chizzuk Emunah[Σημ 2] στο οποίο προσπαθούσε να καταρρίψει την ιδέα ότι ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας. Με συστηματική μελέτη ανίχνευσε αρκετές ασυνέπειες και αντιφάσεις της Καινής με την παλαιά Διαθήκη. Επιπλέον κατέκρινε Χριστιανικά έθιμα, όπως την κυριακάτικη αργία.[18] Αν και το έργο γράφτηκε για Εβραίους, να τους προστατέψει από το να αλλαξοπιστήσουν προς τον Χριστιανισμό, το βιβλίο διαδόθηκε και στους χριστιανούς,[19] Το Chizzuk Emunah χαρακτηρίστηκε ως αριστούργημα από τον Βολταίρο.[18]
Από την άλλη, ο Μπλεζ Πασκάλ, πίστευε πως οι προφητείες ήταν η ισχυρότερη απόδειξη πως ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας.[20] Ο Απολογητής Τζοζ ΜακΝταγουελ (Josh McDowell) εξηγεί πως οι προφητείες που εκπλήρωσε ο Ιησούς αφορούν την καταγωγή του, τον τόπο γέννησης του, την παρθενογένεση, τα θαύματα, τον τρόπο θανάτου και την ανάσταση του. Ισχυρίζεται πως ακόμα και η χρονική στιγμή εμφάνισης του Μεσσία είχε προφητευτεί.[21]
Μετάφραση της λέξης הָעַלְמָה ως "παρθένος"[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο 1:22 -23 γράφει: «Και όλον αυτό το θαυμαστόν και μοναδικόν γεγονός έγινε, δια να πραγματοποιηθή και επαληθεύση αυτό, που είχε λεχθή από τον Κύριον δια του προφήτου Ησαΐου· “Ιδού η αγνή και άμωμος παρθένος θα συλλάβη και θα γεννήση υιόν, χωρίς να γνωρίση άνδρα, και θα ονομάσουν αυτόν Εμμανουήλ, όνομα που σημαίνει· Ο Θεός είναι μαζί μας"[Σημ 3] Από τις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ., οι Εβραίοι κριτικοί της Βίβλου έχουν υποστηρίξει ότι οι Χριστιανοί μεταφράζουν λάθος τη λέξη ("עלמה") στον Ησαΐα 7:14.[22] Σύμφωνα με τους Εβραίους μεταφραστές, το κείμενο γράφει "Δείτε, η νεαρή γυναίκα είναι με παιδί και θα φέρει ένα γιο και θα τον ονομάσει Εμμανουήλ": "Behold, the young woman is with child and will bear a son and she will call his name Immanuel." Επιπλέον, ισχυρίζονται ότι οι Χριστιανοί δεν κατανοούν το συγκείμενο[23]
To ελληνικό κείμενο χρησιμοποιεί τη λέξη «παρθένος»
- «ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλέσουσιν το όνομα αυτού Εμμανουήλ ο έστιν μεθερμηνευόμενος μεθ' ημών ο Θεός»[24]
Στο εβραϊκό κείμενο, χρησιμοποιείται η λέξη הָעַלְמָה η οποία μεταφράζεται σε Νεαρή Γυναίκα.[25]
- יד לָכֵן יִתֵּן אֲדֹנָי הוּא, לָכֶם--אוֹת: הִנֵּה הָעַלְמָה, הָרָה וְיֹלֶדֶת בֵּן, וְקָרָאת שְׁמוֹ, עִמָּנוּ אֵל. 14
Η μετάφραση της Βίβλου στα Ελληνικά τον πρώτο αιώνα, χρησιμοποιεί τη λέξη «παρθένος» παρά τη συνηθισμένη νεανίς που σημαίνει νεαρή γυναίκα. Η επιλογή της λέξης παρθένος, σύμφωνα με πολλούς, είναι ανακριβής.[26][27] Μελετητές της Βίβλου διαφωνούν ακόμη για την ακριβή μετάφραση της συγκεκριμένης λέξης, επειδή δεν υπάρχει εβραϊκή λέξη που να ταυτίζεται με την έννοια της Παρθενίας.[28] Σύμφωνα πάντως με τον Μαρτίνο Λούθηρο, η συζήτηση είναι χωρίς νόημα.[29]
Σύμφωνα με τη Φραντζέσκα Σταυρακοπούλου οι εκδόσεις των κειμένων της Παλαιάς Διαθήκης ήταν συνήθως μεταφρασμένες στα Ελληνικά εκείνη την εποχή. Αρκετοί διάβαζαν ελληνικά κείμενα για να ανιχνεύσουν τις προφητείες αρχαιότερων συγγραφέων. Και έτσι οι οπαδοί του Ιησού, έψαχναν σημάδια στην Παλαιά Διαθήκη για να επιβεβαιώσουν τη θεϊκή καταγωγή του Ιησού. Έτσι βρήκαν την ελληνική λέξη «παρθένος» για τη μητέρα του, και από εκεί πέρασε στην Καινή Διαθήκη. Ωστόσο το πρωτότυπο εβραϊκό κείμενο αναφέρεται η λέξη «הָעַלְמָה'» (almah) που σημαίνει νεαρή γυναίκα [30]
Κριτική του Χριστιανισμού για τον ιστορικό του ρόλο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ορισμένες ερμηνείες ηθικών προτύπων που υπάρχουν στη Βίβλο (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) θεωρούνται στη σύγχρονη εποχή αμφισβητούμενες από πολλές ομάδες ή άτομα. Μερικά από τα θέματα που συνήθως κριτικάρονται είναι απόψεις που υποστηρίζουν τη δουλεία, την αποικιοκρατία, την υποταγή της γυναίκας στον άνδρα, τη μη ανοχή σε άλλες θρησκείες, την καταδίκη της ομοφυλοφιλίας κ.ά.
Αποικιοκρατία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο χριστιανισμός συνδέθηκε στενά με την αποικιοκρατία επειδή ο καθολικισμός, ο Λουθηρανισμός και ο Αγγλικανισμός ήταν οι επικρατούσες θρησκείες των αποικιοκρατικών δυνάμεων και έδρασαν πολλές φορές ως το θρησκευτικό χέρι αυτών των δυνάμεων στην προσπάθειά τους για κυριαρχία σε ξένες χώρες.[31][32] Οι ιερείς στις χριστιανικές αποστολές προβάλλονταν ως άγιοι, ωστόσο με τον καιρό, όλο και περισσότεροι τις έβλεπαν ως στρατούς ιδεολογικής εισβολής προς όφελος των αποικιοκρατικών δυνάμεων.[33]
Ο χριστιανισμός δέχεται κριτική, επειδή τα δόγματά του έχουν χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσουν τις δράσεις των αποικιοκρατών.[34] Για παράδειγμα ο Μάικλ Γουντ (Michael Wood) ισχυρίζεται πως ιθαγενείς άνθρωποι δεν υπολογίζονταν πως ήταν πραγματικά ανθρώπινα όντα και πως μετά από αιώνες εθνοκεντρισμού και χριστιανικού μονοθεϊσμού, κατέληξε σε μόνο μια θεώρηση περί αλήθειας και πραγματικότητας."[35]
Κατά τον Woodberry, D. Robert, η δράση των Προτεσταντών ιεραποστόλων στις αποικίες είναι οι ρίζες της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας. Είναι ο καταλύτης που κινητοποίησε τη διάδοση της θρησκευτικής ελευθερίας, τη μαζική εκπαίδευση, τη μαζική εκτύπωση, τις εφημερίδες, τους εθελοντικούς οργανισμούς, τις αποικιακές μεταρρυθμίσεις, και έθεσε τις προϋποθέσεις για τη σταθεροποίηση της δημοκρατίας. Η στατιστική ιστορική έρευνα έδειξε ο Προτεσταντισμός διευκόλυνε την ανάπτυξη της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Για παράδειγμα, η πρώτη σταθερή δημοκρατία εμφανίστηκε στην Προτεσταντική Ευρώπη και τις Βρετανικές αποικίες. Υπήρξαν εξαιρέσεις όπως η Νότια Αφρική και η Ναζιστική Γερμανία. Η στατιστική ανάλυση δείχνει ότι ο θρησκευτικός και όχι άλλοι παράγοντες εξηγούν την επικράτηση της δημοκρατίας σε προτεσταντικές αποικίες έναντι των καθολικών αποικιών. Επίσης, μετά την πτώση του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη, παρατηρείται ότι η δημοκρατία σταθεροποιήθηκε περισσότερο στις καθολικές και λουθηρανικές χώρες και λιγότερο στις ορθόδοξες και μουσουλμανικές.[36]
Δουλεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι απόψεις του Χριστιανισμού για τη δουλεία ήταν ποικίλες σε διάφορες περιοχές και διάφορες εποχές. Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η δουλεία υπό διάφορες μορφές ήταν μέρος της κοινωνικής ζωής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αυτό συνεχίστηκε και σε άλλες εποχές, μέχρι τουλάχιστον 18 αιώνες.[37]
Ο Απόστολος Παύλος αναφερόμενος στη δουλεία στην Προς Εφεσίους επιστολή (6: 8), ούτε την απορρίπτει ούτε την αποδέχεται. Τίποτα στην εκεί παράγραφο δεν επιβεβαιώνει ότι η δουλεία θεωρείται φυσικά αποδεκτή ή κατ' εντολήν του Θεού. Η άποψη του Παύλου μεταμορφώνει τον θεσμό της δουλείας σε σχέση με τις αντιλήψεις της αρχαιότητας. Κηρύσσει ότι ο δούλος είναι επίσης πλασμένος κατ' εικόνα του Θεού και πρέπει να τυγχάνει μεταχείρισης με σεβασμό. Κατά την παράδοση, οι πάπες Πίος Ι (θητεία π. 158-167) και Κάλλιστος Ι (π. 217-222) ήταν πρώην δούλοι.[38] Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (4ος αι.) εξηγεί τη στάση του Παύλου με το ότι στην εποχή του ολόκληρη η κοινωνία και η οικονομία στηριζόταν στη δουλεία, και τυχόν εναντίωση σ' αυτό θα εξέτρεπε τον Χριστιανισμό σε ένα κίνημα δούλων, όπως άλλα που είχαν προηγηθεί. Ο Χρυσόστομος προέτρεπε τους Χριστιανούς να μην έχουν περισσότερους από δύο δούλους, και ο Γρηγόριος Νύσσης (4ος αι.) καταφέρεται με δριμύτητα εναντίον της δουλείας και όσων συντηρούσαν δούλους.[39] Ο Άγιος Αυγουστίνος έγραφε ότι η δουλεία είναι ενάντια στο θέλημα του Θεού και προκύπτει από την αμαρτία.[40] Στις 13 Ιανουαρίου 1435 εκδόθηκε η πρώτη παπική βούλα που καταδίκαζε την υποδούλωση των εκχριστιανισμένων ιθαγενών Αφρικανών στα Κανάρια Νησιά.[41] Ακολούθησαν κατά καιρούς και άλλα παρόμοια διατάγματα. Η παπική βούλα Sublimis Deus του 1537 απευθυνόταν σε όλους γενικά τους πιστούς και όχι σε κάποια συγκεκριμένη περιοχή. Είχε ως βασικό στόχο την καταδίκη της δουλείας στη Λατινική Αμερική. Ακολούθησαν άλλες δύο βούλες που επέβαλαν ποινές στους παραβάτες.[42]
Το θέμα της δουλείας είναι παρών στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Ένα απόσπασμα του βιβλίου της Γένεσης, στην Παλαιά Διαθήκη[43], όπου ο Νώε καταδικάζει τους απόγονους του Χαναάν να είναι δούλοι των υπολοίπων, χρησιμοποιήθηκε από την Εκκλησία για να δικαιολογήσει την ύπαρξη δουλείας στον κόσμο.[37] Σχετικά με τη δουλεία, ο Θωμάς ο Ακινάτης δίδασκε πως παρόλο που η υπαγωγή ενός ανθρώπου σε άλλο δεν είναι μέρος της αρχικής πρόθεσης του φυσικού νόμου, είναι αποδεκτή και κοινωνικά χρήσιμη σε ένα κόσμο ο οποίος έχει επηρεαστεί από το προπατορικό αμάρτημα.[44] Σύμφωνα με τον John Francis Maxwell, ο Θωμάς ο Ακινάτης αποδέχτηκε την Αριστοτέλεια οπτική για τη δουλεία, όπως και τους τίτλους ιδιοκτησίας για σκλάβους που είχαν προκύψει από το Ρωμαϊκό Δίκαιο. Προσπάθησε να τους συμφιλιώσει με τη χριστιανική παράδοση. Αποδέχεται πως η συμβιωτική σχέση αφεντικού-σκλάβου ωφελεί και τους δυο. Επειδή ισχυρίζεται πως η δουλεία υπάρχει ως αποτέλεσμα του προπατορικού αμαρτήματος, μπορεί να εξηγήσει την Αριστοτέλεια διδαχή πως ορισμένοι άνθρωποι είναι σκλάβοι εκ φύσεως, όπως τα άψυχα εργαλεία..[45] Η άποψη του Θωμά του Ακινάτη, συνέχισε να υφίσταται έως τα τέλη του 18ου αιώνα.[46] Ο καθολικός ιερέας Fr. Bede Jarrett, ισχυρίζεται πως ο Ακινάτης εκτιμούσε πως η δουλεία ήταν αποτέλεσμα του προπατορικού αμαρτήματος, και για αυτό, ήταν δικαιολογημένη.[47][48]
Στη σύγχρονη κατάργηση της δουλείας στα χριστιανικά κράτη, πρωτοστάτησαν ορισμένες προτεσταντικές Εκκλησίες όπως των Κουάκερων και των Ευαγγελιστών, ήδη από τον ύστερο 17ο αιώνα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Νότια Αφρική κατα πλειοψηφία εκκλησίες μαύρων όπως και έγχρωμοι πάστορες σαν τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων που υφίσταντο ακόμα και μετά την κατάργηση της Δουλείας.[49]
Τον 17-18ο αιώνα, η Καθολική Εκκλησία αποκήρυξε τη δουλεία. Σήμερα, μόνο ορισμένες περιθωριακές Χριστιανικές ομάδες, όπως η Κου-Κλουξ-Κλαν[50], άλλες οργανώσεις Μίσους και περιθωριακές Χριστιανικές ομάδες, υποστηρίζουν την ύπαρξη της, βασιζόμενοι κυρίως επάνω στους στίχους της Παλαιάς Διαθήκης.[51][52][53]
Στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, σύμφωνα με τον Γκαρυ Ροππερ (Garry Ropper), πριν τον 19ο αιώνα, καμιά ορθόδοξη εκκλησία δεν είχε αποκηρύξει τη σκλαβιά (Καθολικής, Ελληνικής ή Ρώσικης συμπεριλαμβανομένων). Κατά τον ίδιο, η δουλεία δεν ήταν ηθικό ζήτημα στις παλαιές θρησκείες, και μάλιστα σε ισλαμικές χώρες η απελευθέρωση των δούλων δεν ολοκληρώθηκε πριν τον Β' ΠΠ και αυτό λόγω πιέσεων από Δυτικά κράτη.[54][55] Στο Ισλάμ επιτρεπόταν η δουλεία, και ο ίδιος ο Προφήτης Μωάμεθ ήταν ιδιοκτήτης δούλων.[56] Η μετατροπή ελεύθερου ανθρώπου σε σκλάβο λόγω χρεών, με τη συγκατάθεση του χρεώστη, απαγορευόταν από το Ισλάμ ή την Καθολική εκκλησία, αλλά δεν υπήρχε ανάλογη απαγόρευση από την Ορθόδοξη εκκλησία. [57][58] Στο Βυζάντιο η σκλαβιά ήταν διαδεδομένη και αποδεκτή καθ' όλη την πορεία της ιστορίας του.[59]
Ο καθηγητής ιστορίας (Yale) Youval Rotman επισημαίνει ότι στο Βυζάντιο σταδιακά και μέχρι τον 10ο αιώνα αλλάζει η κατάσταση των δούλων από αντικείμενο σε ανθρώπινο υποκείμενο. Στα αγιογραφικά κείμενα και στους νόμους ο Χριστιανός αιχμάλωτος γίνεται αντιληπτός όχι ως ιδιοκτησία αλλά σαν άτομο με προσωπικότητα. Είναι εμφανές ότι η Χριστιανική αντίληψη για τη δουλεία εξασθένησε την υποταγή του σκλάβου στον γήινο αφέντη του ισχυροποιώντας τους δεσμούς του ως ανθρώπου με τον Θεό. Αν και η Χριστιανική Εκκλησία δεν είχε κάποια άποψη κατά της δουλείας, επέμενε στις ευθύνες των αφεντών, και η σχέση μεταξύ δούλου και Θεού βαθμιαία έγινε σημαντικότερη από τη σχέση δούλου και αφέντη. Το αντίστοιχο έγινε και στη νομοθεσία, όπου το κράτος έθεσε υπό τον έλεγχό του την κατάσταση ελλιπούς ελευθερίας και η σχέση του δούλου με το κράτος έγινε σημαντικότερη από αυτή μεταξύ δούλου και αφέντη. Ο Αλέξιος Α' Κομνηνός, παρά τις αντιρρήσεις των αφεντών, έδωσε στους δούλους το δικαίωμα να τελούν χριστιανικό γάμο. Τέθηκαν περιορισμοί στη δουλεία ως ποινή, την εθελούσια δουλεία έναντι αμοιβής, και το εμπόριο παιδιών. Στο Βυζάντιο η δουλεία λόγω αιχμαλωσίας από πόλεμο και το εμπόριο σκλάβων διαμορφώθηκαν από τις σχέσεις με τον Μουσουλμανικό κόσμο. Το κράτος σταδιακά αύξησε το ενδιαφέρον του για την απελευθέρωση των Χριστιανών δούλων, έθεσε όρια στο εμπόριό τους, και διευκόλυνε την εξαγορά της ελευθερίας τους. Αν οι αιχμάλωτοι (Χριστιανοί) δεν μπορούσαν να πληρώσουν το ποσό της εξαγοράς τους, δεν παρέμεναν σκλάβοι αλλά έπρεπε να τους καταβληθεί μισθός μέχρι να μπορέσουν να πληρώσουν.[60]
Στη Ρωσία, οι συνθήκες δουλείας μειώθηκαν σταδιακά από τον 17ο αιώνα και καταργήθηκαν επίσημα το 1861 με μανιφέστο που γράφτηκε από τον μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο.[61]
Απάντηση στην κριτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Εγκύκλιοι όπως η Dum Diversas έγιναν αντιληπτές τότε και ακόμα σήμερα ως αποδοχή της δουλείας στην Αμερική. Θεωρείται ότι οι παπικές βούλες δεν εκφράζουν απαραίτητα ένα δόγμα, και λίγες από αυτές θεωρούνται παραδείγματα αλάθητου του Πάπα. Αυτή έρχεται σε αντίθεση με άλλες αντιλήψεις της Καθολικής Εκκλησίας για τη δουλεία, την οποία ο Θωμάς Ακινάτης χαρακτήριζε απόλυτη αμαρτία. Στο ερώτημα γιατί η Καθολική Εκκλησία δεν έκανε κάτι τις αγριότητες στην Αμερική, ο Τιμ Στάνλευ απαντά ότι, πρώτον, ότι η ίδια η Καθολική Εκκλησία περιλάμβανε παραβάτες, όπως ο Πάπας Ινοκέντιος VIII που κάποτε αποδέχθηκε εκατό δούλους ως δώρο. Δεύτερον, ενώ η μεσαιωνική Καθολική Εκκλησία είχε μεγάλη πνευματική ισχύ, η εγκόσμια ισχύς της δεν ήταν αυτή που πιστεύουν οι σύγχρονοι κριτικοί. Το 1527 η Ρώμη λεηλατήθηκε από τους Ισπανούς και συχνά ο Πάπας ήταν αιχμάλωτος αποικιοκρατών βασιλιάδων. Το εύθραυστο της εξουσίας της Εκκλησίας επιβεβαιώθηκε με τη Μεταρρύθμιση του Προτεσταντισμού. Έτσι, η Καθολική Εκκλησία, αναγνωρίζοντας τα όρια των δυνάμεών της, αποδεχόταν τη δουλεία σαν μια αρνητική πραγματικότητα του ανθρώπου (όπως ο πόλεμος) και προσπάθησε να απαλύνει τα χειρότερα αποτελέσματά της. Διόρισε έναν επίσημο Προστάτη των Ινδιάνων στη δεκαετία του 1610 και βοήθησε στο να γραφτούν εργασιακές διατάξεις που να ορίζουν τα δικαιώματα των σκλάβων και τις ευθύνες των αφεντικών τους. Στην Παραγουάη του 17ου αιώνα οι Ιησουίτες ίδρυσαν μια τεράστια επικράτεια όπου οι ιθαγενείς ήταν ελεύθεροι να έχουν τον δικό τους πολιτισμό αν γίνονταν Καθολικοί. Λάμβαναν εκπαίδευση και απολάμβαναν ελευθερίες που ήταν μοναδικές στη Λατινική Αμερική. Επειδή απειλούνταν από τους δουλέμπορους, επιτράπηκε να σχηματίσουν πολιτοφυλακές για να αμυνθούν. Όταν οι Ιησουίτες διώχθηκαν από την Αμερική το 1767, το δουλεμπόριο ξανάρχισε.[62]
Υποβάθμιση της θέσης της γυναίκας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το θέμα της υποβάθμισης του ρόλου της γυναίκας είναι άλλη μια γραμμή κριτικής στον Χριστιανισμό. Πολλοί φεμινιστές κατηγορούν την Αγία Γραφή πως οι ανδροκεντρικές ιστορίες συμβάλλουν στην πατριαρχία.[63] Πολλές γυναίκες εμφανίζονται στην Αγία Γραφή με υποβαθμισμένο ρόλο.[64] Για παράδειγμα, οι γυναίκες καλούνται να σιωπούν στις εκκλησίες, και να υποτάσσονται στον άνδρα τους, σύμφωνα με την Α' Επιστολή προς Κορινθίους.[65] Ο Ιησούς ακόμη, στον γάμο της Κανά, φέρεται ότι μιλάει απότομα στη μητέρα του, με τρόπο που παραβιάζει την εντολή για να τιμάει κάποιος τους γονείς του.[66]
Σύμφωνα με τη φεμινίστρια Barbara G. Walker η θρησκεία αποτελεί τη ρίζα του σεξισμού. Η Walker καταγράφει την υποτίμηση της γυναίκας από διάφορους κλασικούς χριστιανούς συγγραφείς όπως τον Τερτυλλιανό που χαρακτήριζε κάθε γυναίκα ως "πύλη του διαβόλου", ενώ θεωρούσε τη γυναίκα υπαίτιο για τον θάνατο του Ιησού. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρινός (Titus Flavius Clemens) σχολίαζε πως κάθε γυναίκα έπρεπε να νοιώθει ντροπή μόνο και μόνο που είναι γυναίκα. Ο Άγιος Odo of Cluny της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας είπε πως οι γυναίκες είναι σάκος από περιττώματα ενώ ο Πάπας Αλέξανδρος Βοργίας θεωρούσε ότι οι περισσότερες γυναίκες είναι η αιτία των δεινών του κόσμου. Ο Θωμάς ο Ακινάτης δίδασκε πως οι γυναίκες είναι εκ φύσεως ελαττωματικές, ατελείς άντρες και γεννήθηκαν επειδή ο πατέρας ήταν άρρωστος ή αμαρτωλός. Μέχρι και σήμερα, η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια γράφει: "Το γυναικείο φύλο είναι από κάποιες απόψεις κατώτερο του ανδρικού τόσο στο σώμα όσο και στη ψυχή." Στη δυτική κουλτούρα το ξυλοφόρτωμα της γυναίκας και η υποταγή της γυναίκας είναι σύμβολα του γάμου όπου για σκοπούς διακόσμησης για την υποδοχή του Νέου χρόνου στην Αλσατία, ένας ψεύτικος άνδρας έδερνε μια ψεύτικη γυναίκα. Από τον άμβωνα, οι άντρες διδασκόντουσαν να κτυπάνε τις γυναίκες τους και οι γυναίκες να φιλούν το μαστίγιο που τις κτυπάει. Ένα εκκλησιαστικό κείμενο του 15ου αιώνα, γράφει πως ο άντρας πρέπει να τρομοκρατεί τη γυναίκα του, και αν δεν το πετυχαίνει, τότε να την κτυπάει. Σύμφωνα με την Barbara Walker, το 85% των θυμάτων της Ιεράς εξέτασης ήταν γυναίκες.[67]
Σύμφωνα με τη δομική (στουχτουραλιστική) ανάλυση της Βίβλου το βιβλικό κείμενο είναι γραμμένο σαν να είναι ανδρική μυθολογία[68] και έτσι ο Χριστιανισμός είναι ένα πατριαρχικό σύστημα. Η πατριαρχία δημιούργησε τον Θεό κατ' εικόνα του άνδρα.[69][70]
Σύμφωνα με την Katharine M. Rogers ο Χριστιανισμός είναι μισογυνίστικος και απαριθμεί στο βιβλίο της όσα θεωρεί ως συγκεκριμένα παραδείγματα από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Σύμφωνα με αυτή, οι βάσεις του πρώιμου χριστιανικού μισογυνισμού- οι ενοχές για το φύλο, η επιμονή για γυναικεία υποταγή, ο φόβος για γυναικεία αποπλάνηση- είναι όλα στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Πρόσφεραν άπλετα μισογυνίστικα κείμενα Θείας εμπνεύσεως, τα οποία κάθε χριστιανός συγγραφέας μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει και αποσπάσματα από τις επιστολές του ακόμη χρησιμοποιούνται στον 20ο αιώνα από όσους αντιτίθενται στην ισότητα για τις γυναίκες.[71]
Απάντηση στην κριτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σύγχρονοι και αρχαίοι ιστορικοί συμφωνούν ότι οι γυναίκες ανταποκρίθηκαν ιδιαίτερα στο πρώιμο χριστιανικό κίνημα. Επίσης συμφωνούν ότι οι γυναίκες είχαν σημαντικά υψηλότερη θέση στους χριστιανικούς κύκλους σε σύγκριση με τις παγανιστικές κοινωνίες. Αυτό οφείλεται βασικά στους εξής παράγοντες: Στις παγανιστικές κοινωνίες ήταν συνηθισμένος ο φόνος των θηλυκών βρεφών και οι εκτρώσεις, ενώ μεταξύ των Χριστιανών αυτά απαγορεύονταν. Επίσης, μεταξύ των παγανιστών (Ρωμαίων, Ελλήνων κλπ) ήταν συνηθισμένο τα κορίτσια να παντρεύονται ακόμα και πριν την εφηβεία με άνδρες μεγαλύτερης ηλικίας, ενώ ήταν και εύκολο ο άνδρας να προκαλέσει διαζύγιο, όχι όμως και η γυναίκα. Αντίθετα, μεταξύ των Χριστιανών δεν συνηθίζονταν οι παιδικοί γάμοι, δεν επιτρεπόταν το διαζύγιο, ούτε η αγνότητα ήταν μονομερής υποχρέωση της γυναίκας. Επίσης στους Χριστιανούς οι χήρες επιτρεπόταν να μείνουν ανύπαντρες και να διατηρήσουν την περιουσία του συζύγου. Στους παγανιστές αυτό δεν συνηθιζόταν. Μάλιστα επί Αυγούστου υπήρχε νόμος που υποχρέωνε τις χήρες να παντρεύονται εντός δύο ετών από τη χηρεία. Στις χριστιανικές κοινωνίες και εκκλησίες οι γυναίκες είχαν ηγετικές θέσεις και αναλάμβαναν και καθήκοντα διακονισσών, προφητών κλπ. Κατά μία άποψη, το απόσπασμα της Α' προς Κορινθίους επιστολής του Παύλου (14:34-36) που επιβάλλει στις γυναίκες να σιωπούν, είναι λανθασμένη ερμηνεία που έρχεται σε αντίθεση με τις υπόλοιπες εντολές του Παύλου περί γυναικών. Στην πραγματικότητα πιστεύεται ότι αυτό το απόσπασμα αποδίδει κάτι που ελέχθη μεταξύ των Κορινθίων βασισμένο στην Ιουδαϊκή παράδοση, το οποίο ο Παύλος αναιρεί.[72][73]
Κατά τον μελετητή της Καινής Διαθήκης Frank Stagg και την κλασικίστρια Evelyn Stagg,[74] τα Ευαγγέλια περιέχουν σχετικά πολλές αναφορές στις γυναίκες, σε σύγκριση με τη φιλολογία της εποχής, όπως συμφωνεί και ο μελετητής της Βίβλου Gilbert Bilezikian.[75]:p.82 Κανείς από αυτούς τους μελετητές δεν διακρίνει κανένα περιστατικό όπου ο Χριστός απαξιώνει, μειώνει, απωθεί ή στερεοτυποποιεί τις γυναίκες. Αντίθετα, κρίνουν ότι ο Χριστός απελευθερώνει και αποδέχεται τις γυναίκες.
Η Βρετανίδα Αγγλικανή ιερέας Jemima Thackray συμφωνεί πως αν διαβαστεί λανθασμένα η Βίβλος έχει μισογυνισμό, αλλά θεωρεί πως η Αγία Γραφή δεν πρέπει να διαβαστεί σαν"...εγχειρίδιο αυτοκινήτου ή επιστημονικό βιβλίο αλλά σαν μια συλλογή από ιστορικά κείμενα, ποίηση και οδηγός ενίσχυσης προς τους αδύναμους". Κατ' αυτήν ο Χριστιανισμός στον πυρήνα του είναι γενναιόδωρος και ανοικτός στη διαφορετικότητα, γιατί βασίζεται στο παράδειγμα ενός ανθρώπου που έδωσε δύναμη στις γυναίκες αποδεχόμενος αυτές ως μαθήτριες μαζί με τους άνδρες, αγνοώντας τους νόμους της τελετουργικής καθαρότητας, υποστηρίζοντας τις πόρνες και τα δικαιώματα των γυναικών σε σχέση με το διαζύγιο. Για το ανωτέρω εδάφιο της Α' Προς Τιμόθεον, θεωρεί ότι για τα ήθη που επικρατούσαν τότε στην Ιουδαία, ήταν επαναστατικό, αφού όριζε ότι οι γυναίκες μπορούν να διδάσκονται, σε μια κοινωνία που δεν αποδεχόταν τη μαθητεία των γυναικών.[76]
Στα πλαίσια του Χριστιανισμού αναπτύσσεται η φεμινιστική θεολογία και ο χριστιανικός φεμινισμός με στόχο την προαγωγή και κατανόηση της ισότητας ανδρών και γυναικών ηθικά, κοινωνικά και πνευματικά. Οι Χριστιανοί φεμινιστές/φεμινίστριες πιστεύουν ότι είναι απαραίτητη η συμμετοχή των γυναικών προς αυτή την κατεύθυνση, ώστε να υπάρξει καλύτερη αντίληψη του Χριστιανισμού.[77] Οι ίδιοι πιστεύουν ότι ο Θεός δεν κάνει διακρίσεις βάσει βιολογικών χαρακτηριστικών όπως το φύλο και η φυλή.[78]
Η Pamela Milne (1989) συνοψίζει τις διάφορες έως τότε σχολές φεμινιστικής ερμηνείας της Βίβλου, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα την ερμηνεία των κεφαλαίων 2 και 3 της Γένεσης. Σύμφωνα με τη Milne, υπάρχει το δίλημμα: είτε οι φεμινίστριες αποδέχονται το κείμενο της Βίβλου ως ιερό, εκθέτουμε την Πατριαρχία του και τελικά το απορρίπτουμε, είτε θα προσπαθήσουμε να το δούμε ως μη πατριαρχικό- αν και μάλλον δεν θα το δούμε έτσι, αφού δεν μπορεί να ανανήψει από το εδάφιο της Γένεσις 2-3.[79]
Η καθηγήτρια βιβλικών σπουδών Athalya Brenner επίσης συνοψίζει άλλες φεμινιστικές θεολογικές ή ιστορικές απόψεις για τη Βίβλο και ειδικά για τη θέση της γυναίκας κατά τη Γένεση, οι οποίες περιέχονται στο βιβλίο "Feminist Companion to Genesis". Κατά τη Luise Schottroff, το α' κεφ. της Γένεσης δείχνει ότι ο άνδρας και η γυναίκα είναι ίσοι στη ζωή και ενώπιον του Θεού. Πιστεύει ότι για την ενοχοποίηση της γυναίκας ευθύνονται και οι παραδοσιακές κατευθυνόμενες (biased) ερμηνείες. Η Mary Phil Korsak επισημαίνει τις αντι-γυναικείες προκαταλήψεις (bias) σε προηγούμενες μεταφράσεις της Γένεσης και προτείνει μια νέα μετάφραση της Γένεσης στα αγγλικά. Η Helen Schungel-Straumann αντιπαραθέτει τις δύο περιγραφές της κατασκευής του ανθρώπου (κεφ. 1 και 2-3) και αναζητεί τις παραδόσεις γύρω από την ιστορία τους, τη σύνθεση και την (κυρίως χριστιανική) εξήγηση. Βρίσκει ότι η αφήγηση της Εδέμ είναι προγενέστερη της περιγραφής της δημιουργίας. Συμπεραίνει ότι άνδρας και γυναίκα είναι ίσοι στα βιβλικά κείμενα και ενώπιον του Θεού. Οι γυναίκες πρέπει να ανακτήσουν την ισότητα των φύλων μέσω της επιστροφής στα κείμενα.[80]
Βία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μια άλλη γραμμή κριτικής είναι η χριστιανική βία που έχει εκδηλωθεί είτε ως οργανωμένη σε επίσημα σύνολα, είτε από μικρές ομάδες, είτε με τις ευλογίες της εκκλησίας είτε από ακόλουθους του Χριστιανισμού. Η Αγία Γραφή πάντως, όπως και άλλα ιερά βιβλία (π.χ. το ισλαμικό Κοράνι, οι ινδουιστικές Βέδες, ο βουδιστικός Αβαντάνας, το εβραϊκό Ταλμούδ κ.α), έχει εκτενή αποσπάσματα που είτε αποδοκιμάζει είτε επιδοκιμάζει τη βία.[81][82][83] Παραδείγματα χριστιανικής βίας αποτελούν οι Καθολικές Σταυροφορίες, οι πολλαπλές παπικές ευλογίες πολέμων, η υποστήριξη της θανατικής ποινής, η δικαιολόγηση της δουλείας και της αποικιοκρατίας από τους καθολικούς, λουθηρανούς και αγγλικανούς, η βια κατά των ετερόδοξων χριστιανών ή των αλλόθρησκων μη χριστιανών.[84] Σύμφωνα με την άποψη πολλών ιστορικών, ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέτρεψε τον Χριστιανισμό από διωκόμενη θρησκεία σε θρησκεία διώκτη.[85][86] Η φράση του Ιησού Χριστού, "«Μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην· ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν» (Κατά Ματθαίον, 10, 34)[87] χρησιμοποιήθηκε ως δικαιολόγηση για πολέμους από τους χριστιανούς.[88] Επίσης, υπάρχουν περιπτώσεις αιματηρών επιθέσεων σε κλινικές όπου πραγματοποιούνται εκτρώσεις.[88]
H θέση της των διάφορων εκκλησιών στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αποτελεί ζήτημα κριτικής. Στις 9 Ιουλίου 1933, το Βατικανό υπέγραψε συμφωνία με τη Ναζιστική Γερμανία, κατά την οποία, προστάτεψε τα συμφέροντα της, τα οποία έθεσε υπεράνω ηθικών ανησυχιών.[89] Σύμφωνα με τον Ισραηλινό Ιστορικό Γιτζακ Αραντ, οι εκκλησίες της πρώην ΕΣΣΔ, έκλεισαν τα μάτια μπροστά στις μαζικές διώξεις των Εβραίων.[90] Κατά το 1943 ο Στάλιν επαναπροσέγγισε τη Ρωσική Εκκλησία, με σκοπό να τη χρησιμοποιήσει στις διεθνείς σχέσεις της ΕΣΣΔ. Η πλειονότητα των σοβιετικών πολιτών δέχθηκε με ικανοποίηση τη νέα πολιτική της κυβέρνησης. Επανεμφανίστηκαν μαζικοί εκκλησιασμοί κατά τις γιορτές, καμπανοκρουσίες, λειτουργίες σε σπίτια κ.ά.[91]
O καθηγητής Ανθρωπολογίας Jack David Eller [Σημ 4] ταξινομεί τα αίτια της ανθρώπινης βίας σε 6 κατηγορίες που αυξάνουν την πιθανότητα να ασκήσει ο άνθρωπος βία- ξεκινά από το ένστικτο και καταλήγει στην κορυφαία κατηγορία, την ιδεολογία. Ισχυρίζεται πως η θρησκεία είναι η ανώτερη μορφή ιδεολογίας καθώς βασίζεται εξ ολοκλήρου στη μεταφυσική και υπερφυσική, και έτσι μπορεί να γίνει η λογική και η δικαιολογία για τη διάπραξη εγκλημάτων. Σε περιπτώσεις μάλιστα όπου η ανώτατη αρχή εκδίδει ιερές εντολές, η εμπάθεια του ανθρώπου αναστέλλεται [92]
Κριτική στο χριστιανικό δόγμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Θαύματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο φιλόσοφος Ντέιβιντ Χιουμ επιχειρηματολόγησε ενάντια στην πιθανότητα των Θαυμάτων[93]
Τόσο η Ρωμαιοκαθολική όσο και η Ελληνορθόδοξη εκκλησία απόρριψαν τα επιχειρήματα του Χιουμ, βασισμένες στις διδαχές του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά που έλεγε ότι η λογική από μόνη της δεν ήταν ικανή να βοηθήσει κάποιον να κατανοήσει τις ενέργειες του Θεού (όπως τα θαύματα), αλλά η πίστη είναι.[94] Θαυματουργικές θεραπείες, μέσω προσευχής, έχουν αναφερθεί. Ωστόσο η επανάπαυση στην πίστη για θεραπεία, μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική ζημιά, ακόμη και θάνατο.[95] Χριστιανοί απολογητές, όπως οι C.S. Lewis, Norman Geisler and William Lane Craig έχουν επιχειρηματολογήσει πως τα θαύματα είναι πιθανά και λογικά.[96][97][98]
Ενσάρκωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Κέλσιος βρήκε αρκετά δύσκολο να κατανοήσει γιατί ο χριστιανικός Θεάνθρωπος, ο οποίος γεννήθηκε και μεγάλωσε με τον Ιουδαϊκό Θεό, ο οποίος υποτίθεται ήταν ένας και αμετάλλακτος. Ρώτησε «Αν ο Θεός ήθελε να μεταρρυθμίσει την ανθρωπότητα, γιατί επέλεξε να κατέβει και να ζήσει στη Γη; Πώς ένα σύντομο πέρασμα του στην Ιερουσαλήμ μπορεί να ωφελήσει όλα τα εκατομμύρια ανθρώπων που ζουν σε άλλα μέρη του πλανήτη ή έχουν πεθάνει πριν την ενσάρκωση του;» [99]
Μια κλασική απάντηση στο επιχείρημα του Κέλσιου είναι αυτό που αποκαλείται «το τρίλλημα του Λούις». [Σημ 5], όπου προσπαθούσε να δείξει τη λογική ασυνέπεια να πιστεύει κανείς πως ο Ιησούς είναι ένας μεγάλος ηθικός διδάσκαλος, αλλά ταυτόχρονα να αρνιέται κάποιος τη θεότητά του. Η λογική υπόσταση του επιχειρήματος, αμφισβητείται από αρκετούς.[100]
Κόλαση και αιώνια Καταδίκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
O χριστιανισμός έχει δεχτεί κριτική ότι προσπαθεί να πείσει τους ανθρώπους να αποδεχτούν την Αρχή του, μέσω του φόβου της τιμωρίας ή αντίστροφα, μέσω της ελπίδα για ανταμοιβή στην επόμενη ζωή.[101] Το παραδοσιακό χριστιανικό δόγμα υποδεικνύει ότι, χωρίς πίστη στον Ιησού Χριστό, κάποιος θα είναι αντικείμενο αιώνιας τιμωρίας στην Κόλαση.[102]
Οι κριτικοί του χριστιανισμού θεωρούν την αιώνια τιμωρία όσων αρνούνται να αποδεχτούν τη Χριστιανική πίστη ως ηθικά προβληματική θέση, πως είναι μια απεχθής εικόνα. Στο ίδιο σκεπτικό είναι η κριτική πως κάποιος θα αντιμετωπίσει μια αιώνια τιμωρία για ένα προσωρινό έγκλημα. Μερικά χριστιανικά δόγματα διαφωνούν με αυτή την προσέγγιση και προτείνουν πως είτε θα καταστραφεί η ύπαρξη των δαιμόνων και των ορισμένων αμαρτωλών παρά να υποφέρουν αιωνίως σε μια πύρινη λίμνη. [Σημ 6][103] Το σημείο που συγκεντρώνει κριτική είναι πως ο ισχυριζόμενος παντοδύναμος Θεός, δημιουργεί ή επιτρέπει έναν άνθρωπο να υπάρξει, με μια φύση να επιθυμεί όσα ο Θεός θεωρεί ως αμαρτίες.[104] Στις αβρααμικές θρησκείες, η κόλαση παραδοσιακά θεωρείται ως τιμωρία για τις αμαρτίες σε αυτή τη ζωή, ως μια εκδήλωση θείας δίκης. Όπως στο πρόβλημα του Κακού, ορισμένοι απολογητές υποστηρίζουν ότι τα βάσανα της κόλασης μπορούν να αποδοθούν όχι στην έλλειψη καλοσύνης του πανάγαθου Θεού, αλλά στην ανθρώπινη ελεύθερη βούληση. Αν και ένας πανάγαθος Θεός θα προτιμούσε να δει όλους να σώζονται, σίγουρα θα επέτρεπε στους ανθρώπους να ελέγχουν την τύχη και τον προορισμό τους. Αυτή η άποψη ανοίγει την πιθανότητα να μην είναι η κόλαση μια επαναλαμβανόμενη τιμωρία αλλά μια επιλογή, ώστε οι άνθρωποι που δεν θέλουν να είμαι με τον Θεό, να μην εξαναγκάζονται να είναι. Μια διάσημη φράση του Κλάιβ Στέιπλς Λιούις (C. S. Lewis) περιγράφει την κατάσταση: «Τελικά, υπάρχουν δυο είδη ανθρώπων, αυτοί που λένε στον Θεό «το θέλημα σου θα γίνει» και αυτοί που τους λέει ο Θεός «το θέλημα σου θα γίνει»». Η Κόλαση δεν θεωρείται ως μία επαναλαμβανόμενη τιμωρία προς απόδοση δικαιοσύνης, ακόμη και από τις πιο παραδοσιακές εκκλησίες. Για παράδειγμα, η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία τη θεωρεί ως μια κατάσταση η οποία είναι συνέπεια της ελεύθερης επιλογής απόρριψης του Θεού της Αγάπης.[105] H Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία διδάσκει ότι η κόλαση είναι ένα μέρος τιμωρίας [106] στο οποίο πάει κάποιος από τη δική του απόφαση να αποκοπεί από την επικοινωνία με τον Θεό.[107] Σε μερικές αρχαίες παραδόσεις της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, η κόλαση και ο παράδεισος δεν είναι ξεχωριστές περιοχές, αλλά καθορίζονται από τη σχέση του κάθε ανθρώπου με τον Θεό.
Ορισμένοι μοντέρνοι κριτικοί του δόγματος της Κόλασης, όπως η Marilyn McCord Adams [Σημ 7] ισχυρίζονται ότι η ακόμη και αν η Κόλαση είναι επιλογή παρά τιμωρία, θα ήταν παράλογο για τον Θεό να δώσει σε τόσο ελαττωματικά όντα την τεράστια ευθύνη του αιώνιου τους πεπρωμένου.[108] Ο Jonathan Kvanvig, [Σημ 8] στο βιβλίο του «το πρόβλημα της κόλασης» συμφωνεί ότι ο Θεός δεν θα επέτρεπε σε κάποιον να είναι αιωνίως καταδικασμένος από αποφάσεις που πήρε κάτω από λάθος περιστάσεις. Για παράδειγμα, κάποιος δεν πρέπει να σέβεται και να τιμά τις πράξεις άλλων ανθρώπων αναγκαστικά, ακόμα και αν πρόκειται για ενήλικες. Σύμφωνα με τον Kvanvig ο Θεός δεν θα εγκαταλείψει κανένα άτομο το οποίο μέχρι να κάνει μια ξεκάθαρη επιλογή, υπό ιδανικές συνθήκες, να εγκαταλείψει τον Θεό. Τότε ο Θεός, θα σεβαστεί την επιλογή του και θα του επιτρέψει να εξοντωθεί.[110]
Πίσω από την ιδέα της Κόλασης, κρύβεται η ιδέα της συνέχισης της ζωής μετά τον φυσικό μας θάνατο, όπως και της μετέπειτα δικαίωσης για όσους έζησαν φρικτά γεγονότα κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Χωρίς αυτή τη δικαίωση, ένας πανάγαθος και παντοδύναμος θεός θα ήταν αδύνατο να υπάρξει[111] Η βασική ιδέα πάντως είναι πως η κόλαση είναι ένας τόπος στον οποίο στέλνονται οι άπιστοι και υποφέρουν, ενώ οι πιστοί στέλνονται στον Παράδεισο, ενα χώρο αιώνιας ευτυχίας. Αυτό όμως έχει μια σειρά από λογικές συνέπειες: ο Θεός είναι κακός, μοχθηρός, άδικος και διαβολικός, ενώ αντιφάσκει μερικά βασικά χριστιανικά διδάγματα.[112]
Σύμφωνα με τον βρετανό φιλόσοφο Α.C. Grayling ορισμένα από τα πολλά δόγματα του χριστιανισμού, αναγκασμένα από τη συνεχή κριτική που δέχονται να επανεφευρίσκουν τον εαυτό τους και να τροποποιούν τις θέσεις τους ενώ άλλα δόγματα επιμένουν σε μια φονταμενταλιστή γραμμή άρνησης τροποποίησης των διδασκαλιών τους. Η κόλαση είναι το κύριο παράδειγμα αυτής της συμπεριφοράς. Υπάρχουν λίγα χριστιανικά δόγματα έχουν εγκαταλείψει την παραδοσιακή θεώρηση αιώνιας τιμωρίας και άλλα που από τη γέννηση τους ενώ αποδέχτηκαν την ιδέα της Κόλασης εντούτοις απέρριψαν την παραδοσιακή διδασκαλία που επικρατούσε τότε γι αυτήν (ο Λούθηρος για πα΄ραδειγμα ενώ δεχόταν την Κόλαση αρνιούνταν την εξήγηση του Βατικανού για το πως μπορείς να καταλήξεις εκεί). Ωστόσο Ρωμαιοκαθολική θέση είναι πως όλοι οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι στην κόλαση, αν και όλοι μπορούν να σωθούν- μόνο μέσα από τον Ιησού. Ο Crayling σχολιάζει πόσο φρικιαστικό φαντάζει να καταδικάζει κανείς τόσα δισεκατομμύρια κόσμο (ινδουϊστές, βουδιστές, μουσουλμάνους, Εβραίους κτλ) σε καταδίκη. Παρομοιάζει την κόλαση ως μια ασθένεια η οποία δημιουργήθηκε από τον γιατρό, στο οποίο πρέπει να υποταχθούμε αιωνίως για να μας σώσει. [113]
Ο Πεντηκοστιανισμός, ο Αντβεντισμός και γενικότερα τα φονταμενταλιστικά χριστιανικά δόγματα επιμένουν στην κατά γράμμα ανάγνωση της Βίβλου και θεωρούν ότι όσοι άνθρωποι δεν γεννήθηκαν ποτέ κοντά στη χριστιανική πίστη και δεν είχαν την ευκαιρία να εκτεθούν με τον σωστό τρόπο στη Βιβλική πίστη και το ουσιαστικό περιεχόμενο της, θα κριθούν με βάση τον νόμο της συνηδείσεως όπως γράφει ο Απόστολος Παύλος δηλαδή η μεταθανάτια κατάληξη της ψυχής τους θα εξαρτηθεί από το κατα πόσον ενάρετο και ηθικό βίο έζησαν. Κατά την Ορθόδοξη θεολογία, "Παράδεισος και Κόλαση δεν είναι δύο διαφορετικοί τόποι. Σύμφωνα με την ορθοδοξία, αυτή η εκδοχή είναι ειδωλολατρική καθώς είναι δύο διαφορετικές καταστάσεις (τρόποι), που προκύπτουν από την ίδια άκτιστη πηγή και βιώνονται ως δύο διαφορετικές εμπειρίες. Ή μάλλον είναι η ίδια εμπειρία, βιούμενη διαφορετικά από τον άνθρωπο, ανάλογα με τις εσωτερικές προϋποθέσεις του.". Για παράδειγμα, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς παρατηρεί ότι το ίδιο πυρ είναι στο οποίο ο Θεός βαπτίζει τους ανθρώπους, και άλλοτε φωτίζει και άλλοτε τιμωρεί (κολαστικό), ανάλογα με τη διάθεση του καθενός. Και αλλού αναφέρει ότι το φως του Χριστού είναι ένα, αλλά «ου ενιαίως, αλλά διαφόρως μετέχεται…». Στην Καθολική θεολογία υπάρχει η διαφορετική αντίληψη του «πουργατορίου» (καθαρτηρίου). Ωστόσο, σχολαστικές αντιλήψεις-ερμηνείες, που διαδόθηκαν μέσω του έργου του Δάντη (Κόλαση), έχουν καθιερώσει την εκδοχή του χωρισμού παραδείσου-κολάσεως, ως δυο διαφορετικών τόπων, κάτι που πλησιάζει την ειδωλολατρική αντίληψη.[114]
Ειδωλολατρία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι χριστιανοί των παραδοσιακών χριστιανικών δογμάτων έχουν κατηγορηθεί για εικονολατρία, ιδίως κατά την περίοδο της εικονομαχίας. Σήμερα ορισμένα φονταμενταλιστικά νεο-προτεσταντικά δόγματα κατηγορούν τα παραδοσιακά χριστιανικά δόγματα (κυρίως Ορθοδοξία, Καθολικισμός, Μονοφυσιτισμός, Λουθηρανισμός, Αγγλικανισμός) ότι έχουν υποπέσει σε λατρεία των αγίων, της Παναγίας, των εικόνων και άλλων μορφών απαξιώνοντας τη λατρεία του Θεού. Ορισμένοι νεοπροτεστάντες θεωρούν ότι κυρίως η Ρωμαιοκαθολική και η Αγγλικανική εκκλησία ορισμένα έθνη των οποίων κατείχαν αποικίες έχουν ιστορικά χρησιμοποιήσει τους Αγίους με τη μορφή και τον ρόλο των ειδωλολατρικών πολυθεϊστικών θεοτήτων έτσι ώστε να προσηλυτίσουν ευκολότερα τους ντόπιους και τους γηγενείς στην πίστη τους (παράδειγμα η Σάντα Μουέρτε στην Κεντρική Αμερική η οποία είχε ταυτιστεί με την ειδωλολατρική θεά του θανάτου στις ειδωλολατρικές θρησκείες των Μάγια (Γουατεμάλα/Ονδούρα) και των Αζτέκων(Μεξικό).[115] Ωστόσο τόσο η Ορθόδοξη όσο και η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία απαγορεύουν στους πιστούς να λατρεύουν τις εικόνες καθεαυτές, αν και το να τιμούν όσους εκπροσωπούνται μέσω αυτών είναι αποδεκτό, σύμφωνα με τη δεύτερη οικουμενική σύνοδο.
Νηπιοβαφτισμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η ρωμαιοκαθολική εκκλησία, διδάσκει πως το βάφτισμα είναι απαραίτητο. Τον 5ο αιώνα, ο Αγιος Αυγουστίνος Ιππωνος κατέληξε πως τα βρέφη που πεθαίνουν χωρίς να βαφτιστούν, ήταν καταδικασμένα να καταλήξουν στην κόλαση.[116] Μέχρι τον 13ο αιώνα, θεολόγοι μιλούσαν για μια περιοχή ειδική για βρέφη, όπου τα αβάφτιστα νήπια στερούνταν την επαφή και το Όραμα του Θεού, όμως δεν υπέφεραν επειδή δεν γνώρισαν τι έχασαν, και επιπλέον απολάμβαναν τέλεια φυσική χαρά. Το 1983 ο κώδικας του κανονικού νόμου (1183 §2) ξεκαθαρίζει ότι τα παιδιά των οποίων οι γονείς είχαν πρόθεση να τα βαφτίσουν αλλά δεν τα κατάφεραν, μπορούν να ταφούν με τις τοπικές εκκλησιαστικές τελετές.[117] Η έννοια ενός χώρου όπου τα αβάφτιστα παιδιά περιμένουν να καθοριστεί η τύχη τους, δεν είναι αποδεκτή από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, ούτε από τους προτεστάντες.[118]
Εξιλέωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η ιδέα της εξιλέωσης (δηλαδή της επαναπροσέγγισης ανθρώπου με τον Θεό αναγκαστικά μέσω της αυτοθυσίας του Ιησού Χριστού) έχει δεχτεί κριτική, ως ανήθικη. Ο Ρίτσαρντ Ντόκινς εκφράζει περιληπτικά αυτή τη θέση «Αν ο Θεός, θέλει να μας σώσει από τις αμαρτίες μας, γιατί δεν το κάνει έτσι απλά; Ποιόν προσπαθεί ο Θεός να εντυπωσιάσει;» [119] Ο Θεολόγος Άλιστερ μακΓκραθ (Alister McGrath) ισχυρίζεται πως ο Ντόκινς έχει άγνοια για τη Χριστιανική θρησκειολογία. Ισχυρίζεται πως η Εξιλέωση είναι απαραίτητη λόγω της ατελούς φύσης του ανθρώπου και άρα θα ήταν αδύνατο για μας να σώσουμε τον εαυτό μας. Έτσι, η εξιλέωση, εκφράζει την αγάπη του Θεού για μας, αφαιρώντας την αμαρτία που στέκει στην εμπόδιο με την επανένωσή μας με τον Θεό.[120] Απαντώντας στην κριτική o Ντόκινς ρωτά: Πρέπει να διαβάσει κανείς όλη την ξωτικολογία για να σταματήσει κανείς να πιστεύει στα ξωτικά;[121] και απαντά πως η άγνοια του για τη χριστιανική θεολογία είναι πως αυτή δεν υφίσταται.[122]
O Robert Green Ingersoll ισχυρίζεται πως η έννοια της εξιλέωσης είναι απλά προέκταση της Μωσαϊκής παράδοσης της αιματηρής θυσίας και πως είναι «εχθρός της ηθικής»[123][124]
Δευτέρα Παρουσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πολλοί στίχοι στην Καινή Διαθήκη αναφέρουν την πρόβλεψη του Ιησού ότι θα πραγματοποιηθεί Δευτέρα Παρουσία εντός της γενιάς Του.[125] Ο Ιησούς φέρεται να υποσχέθηκε στους ακολούθους του, ότι η Δευτέρα Παρουσία θα ερχόταν πριν χαθεί η γενιά που θα δίδασκε τον λόγο του. Αυτό αντιμετωπίζεται ως ουσιαστική αποτυχία στα κηρύγματα του Ιησού από κριτικούς όπως τον Μπέρτραντ Ράσσελ αλλα και από τους Ορθόδοξους Εβραίους [126] Πάντως κατά τη χριστιανική άποψη, ο Ιησούς δεν έχει εννοήσει δεύτερο ερχομό. αλλά μιλά για επίδειξη της δύναμής του σχηματίζοντας το σαν το επόμενο βασίλειο, ιδίως την καταστροφή του Ναού της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ., το οποίο προείπε και κατά την περίοδο όπου δεν θα ήταν ζωντανοί όλοι οι ακόλουθοί του.[127]
Αντίφαση Καινής και Παλαιάς Διαθήκης για τη Ζωή μετά τον Θάνατο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι χριστιανικές παραδόσεις διδάσκουν την πίστη στη ζωή μετά τον θάνατο ως κεντρική και αναφαίρετο κομμάτι της πίστης τους. Οι κριτικοί υποστηρίζουν ότι η χριστιανική άποψη για τη μεταθανάτια ζωή δεν είναι συμβατή με το τι περιγράφεται για το ίδιο θέμα στην Παλαιά Διαθήκη. Ο George E. Mendenhall εκτιμά πως δεν υπάρχει καν η έννοια της μεταθανάτιας ζωής στην Παλαιά Διαθήκη.[128] Η εντύπωση στην Παλαιά Διαθήκη είναι πως ο αποθανών είναι μη ενεργός, χωρίς ζωή, χωρίς να πραγματοποιεί οποιαδήποτε δραστηριότητα.[128]
Η ιδέα του Σιεόλ (Sheol) ("שׁאול") ή κατάσταση ανυπαρξίας, ήταν κοινή πεποίθηση ανάμεσα στους Βαβυλώνιους και Ισραηλίτες. «Η Σιεόλ, όπως την αποκαλούν οι αρχαίοι Ισραηλίτες είναι ο τόπος από όπου δεν υπάρχει γυρισμός, βρίσκεται κάτω από τον κοσμικό ωκεανό. Στη Σιεόλ, όλοι, δυνατοί και αδύνατοι, θα ταξιδεύσουν σαν φαντάσματα στα οποία θα μετατραπούν μετά τον θάνατο, γνωστά ως Ραφραιιμ (Raphraim) Εκεί οι νεκροί δεν έχουν εμπειρία της χαράς ή του πόνυ, δεν έχουν φως, δεν αισθάνονται οποιαδήποτε κίνηση.»[129] Ο Obayashi αναφέρει ότι οι Ισραηλίτες ήταν ικανοποιημένοι με μια τέτοια σκιώδη πραγματικότητα της μετέπειτα ζωής, επειδή τους ενδιέφερε περισσότερο η επιβίωση τους.[129]
Πριν ο Χριστιανισμός ξεκινήσει τον 1ο αιώνα, η πίστη σε μια μεταθανάτιο ζωή ήταν ήδη κυρίαρχη σε αρκετούς εβραίους διανοούμενους[130] μεταξύ των οποίων οι Φαρισαίοι[131][132] και οι Εσσηνοί.[133] Τα θέματα της ενότητας των νεκρών και της Σιεολ, είχαν υπονομευτεί μετά τη σφαγή των Μακκαβαίων.
Κριτική στη φιλοσοφία και ηθική του Χριστιανισμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
O φιλόσοφος Φρίντριχ Νίτσε είναι ίσως ο πιο γνωστός πολέμιος της χριστιανικής ηθικής. Έβλεπε τον Χριστιανισμό ως θρησκεία των κατατρεγμένων, των αδύναμων, των φτωχών, των σκλάβων- και για αυτό ήταν γεμάτος ως θρησκεία με μίσος προς τις πιο εύπορες τάξεις και ευδοκιμούσε κυρίως στις κατώτερες τάξεις και στις φτωχές χώρες ενώ έχανε το κύρος και την επιρροή του στις χώρες που διέθεταν ανεπτυγμένη οικονομία και σχετικά κοινωνική άνεση.[134] Ο Νίτσε έχει γράψει τη διάσημη πλέον φράση «ο Θεός είναι νεκρός» καθώς πίστευε πως «’’η πίστη στον χριστιανικό θεό είχε γίνει απίστευτη’’» και άρα οτιδήποτε ήταν κτισμένο πάνω της θα κατέρρεε.[135] Ο Νίτσε ασχολείται με τη χριστιανική ηθική στο έργο του «η γενεαλογία της ηθικής» το οποίο αποτελείται από τρεις εκθέσεις. Στην πρώτη έκθεση, εξετάζει τη συνειδητοποίηση της ηθικής η οποία συνίσταται στην αλτρουϊστική προσέγγιση σε άλλους. Ο Νίτσε ταυτοποιεί δύο μοτίβα ηθικής, τα οποία αποτελούνται από ένα δίπολο: το «καλό/κακό» μοντέλο και το «καλό/αισχρό» μοντέλο. Το πρώτο μοντέλο, άνθισε κατά τον Νίτσε στην Ομηρική και αρχαία Ελλάδα, και στην αρχαία Ρώμη. Η ιδέα της καλοσύνης συνδεόταν με αποκλειστικές αρετές που είχε κάποιος και τις οποίες χρησιμοποιούσε για το καλό των πολλών. Το πρότυπο καλό/αισχρό είναι αρκετά διαφορετικό. Επικεντρώνεται στην επίδραση που έχει το αισχρό στους άλλους και εξηγεί γιατί πρέπει να έχει οικουμενική προοπτική. Τι έγινε και άλλαξε το μοντέλο της ηθικής στον κόσμο; Ο Νίτσε εξηγεί ότι η «επανάσταση της ηθικής του σκλάβου» με την εξάπλωση του Χριστιανισμού στον Ρωμαϊκό κόσμο, επέβαλε το δεύτερο μοντέλο ηθικής. [Σημ 9] [136]}} Ο Νίτσε απεχθανόταν πάντως και τα δυο μοντέλα, αν και το πρώτο πολύ λιγότερο από το δεύτερο. [137]. Στη δεύτερη έκθεση, ο Νίτσε ασχολείται με την ιδέα της Ενοχής και πως μοιάζει το Χρέος. Σε αυτή εκφράζει τη θέση πως η χριστιανική ενοχή, δεν είναι μια συνηθισμένη ενοχή αλλά καταλήγει να γίνεται εργαλείο αυτοκαταστροφής.[137][138]Στην Τρίτη έκθεση, ο Νίτσε εξετάζει την εντεινόμενη αυτοτιμωρία που προκύπτει μέσα από τον ιδεαλισμό του ασκητισμού.
Κριτική της Ηθικής της Βίβλου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
H ηθική της Βίβλου έχει δεχτεί κριτική από τις εντολές στην Παλαιά Διαθήκη του Θεού, για να εκτελεστούν γενοκτονίες ή να εξοντώνει όλη την ανθρωπότητα.[139] Η ύπαρξη του κακού έχει επιχειρηματολογηθεί πως αποτελεί απόδειξη πως δεν υπάρχει ένα παντοδύναμο και πανάγαθο Ον, ωστόσο σκεπτικιστές θεϊστές υποστηρίζουν πως οι άνθρωποι δεν μπορούμε να έχουμε κατανόηση της «μεγάλης εικόνας» για να προχωρήσουμε σε τέτοιο συμπέρασμα. Ωστόσο το αντεπιχείρημα του Stephen Maitzen υποστηρίζει πως η ηθική ασυνέπεια της Βίβλου δεν ακολουθείται από τους περισσότερους Χριστιανούς σήμερα (όπως να εκτελούν τους ομοφυλόφιλους, τους βλάσφημους, τα ατίθασα παιδιά) ουσιαστικά υποσκάπτει το επιχείρημα των σκεπτικιστών θεϊστών.[140] Η χριστιανική ηθική έχει επιπλέον κατηγορηθεί ότι καλλιεργεί τη μισαλλοδοξία (π.χ. αντισημιτικές ιδέες) και πως έχει καταπιεστική φύση. Η κριτική έχει κατευθυνθεί ως το κέντρο της χριστιανικής ηθικής, την απειλή για την κόλαση.[141]
Χριστιανισμός και Πολιτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μερικοί αριστεροί και ελευθεριακοί, συμπεριλαμβανομένων και των Χριστιανών που απορρίπτουν τη χριστιανική Δεξιά, χρησιμοποιούν τον όρο Χριστιανικός Φασισμός ή Χριστοφασισμός, για να περιγράψουν αυτό που θεωρούν ως την ανάδειξη του νεοσυντηρητισμού, πρωτοφασισμού, εθνικισμού και πιθανόν αισθήματα υπέρ της Θεοκρατίας στις ΗΠΑ. Το κίνημα αυτό έχει εξαπλωθεί τις τελευταίες δεκαετίες σε πολλά μέρη του χριστιανικού αναπτυσόμενου κόσμου κυρίως στην Κεντρική Αμερική, την Υποσαχάρια Αφρική και την περιοχή του Ειρηνικού. Ενώ στις ΗΠΑ πρωτεργάτες του πολιτικού χριστιανισμού υπήρξαν ιστορικά οι Ευαγγελικοί, στον αναπτυσόμενο κόσμο το κίνημα καθοδηγείται από το ταχέως αυξανόμενο από άποψη πιστών δόγμα του Πεντηκοστιανισμόυ.[142] Ο αιδεσιμότατος Rich Lang της Εκκλησίας Μεθοδιστών του Σιατλ, έδωσε ένα κήρυγμα με τίτλο «Τζορτζ Μπους και η άνοδος του Χριστιανικού Φασισμού» όπου είπε: «θέλω να ξεκαθαρίσω την ιδεολογία του Χριστιανικού Φασισμού, την οποία ο Μπους εκφράζει. Είναι ένα είδος Χριστιανισμού το οποίο είναι αντιδιαμετρικά αντίθετο με όσα ο Ιησούς πρεσβεύει.»[143]
Χριστιανική Δεξιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι συντηρητικοί χριστιανοί συνήθως κατηγορούνται πως παρουσιάζουν μειωμένη ανοχή στην κριτική από τους κοσμικούς ανθρωπιστές και φιλελεύθερους χριστιανούς, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι αντιτίθεται στην Επιστήμη που φαίνεται να μην συμφωνεί με τα Ιερά Κείμενα, όπως για παράδειγμα στον δημιουργισμό, στη χρήση μεθόδων αντισύλληψης, αμβλώσεις, έρευνα σε εμβρυονικά βλαστοκύτταρα, φιλελεύθερη δημοκρατία, χωρισμό εκκλησίας κράτους και προοδευτικές πολιτικές (δικαιώματα μειονοτήτων, γυναικών, και ανθρώπων με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό).[144][145][146][147]
ΗΠΑ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η εταιρεία ερευνών Gallup έδειξε πως εντός των ΗΠΑ, η εμπιστοσύνη στην οργανωμένη θρησκεία αν και γνώρισε σημαντική αύξηση από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 μέχρι περίπου τις αρχές της δεκαετίας του 2000 εντούτοις όμως έχει μειωθεί από τα μέσα της δεκαετίας 2000.[148] Ο καθηγητής κοινωνιολογίαςPhil Zuckerman, ισχυρίζεται πως οι εκστρατείες των σκληροπυρηνικών χριστιανικών δογμάτων στους λεγόμενους Πολιτιστικούς πολέμους (culture wars) συστρατευόμενες με την πρωώθηση της ιδεολογίας του Κοινωνικού συντηρητισμού (είδος της συντηρητικής ιδεολογίας που διαφοροποιείται από τον φορολογικό, τον συμπονετικό και τον οικονομικό συντηρητισμό επειδή εστιάζει όχι σε οικονομικά ζητήματα αλλα κυρίως στην προώθηση πολιτικών που αποσκοπούν στην άρνηση αλλαγών στην κοινωνία με προσκόλληση σε αξίες του παρελθόντος) εναντίον των εκτρώσεων(από τις αρχές της δεκαετίας του 1970), των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων (εναντίωση στην προστασία διακρίσεων από τη δεκαετία του 1970, εναντίωση στις αστικές ενώσεις των ομοφυλόφιλων από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και εναντίωση στους γάμους των ομοφυλόφιλων από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 καθώς και ανεπιτυχής προσπάθεια παρεμπόδισης κατάργησης των νόμων ποινικοποίησης της σοδομίας που ίσχυαν σε πολλές πολιτείες των ΗΠΑ μέχρι που το 2003 το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας κατήργησε τους νόμους αυτούς που ίσχυαν στις τελευταίες πολιτείες στον Αμερικανικό Νότο και στη Γιούτα στην υπόθεση Lawrence v. Texas ρίχνωντας τους στην αδράνεια ακόμα και αν κάποιες από αυτές τις πολιτείες αρνούνται ακόμα και σήμερα να διαγράψουν την ποινικοποίηση της σοδομίας από τα νομικά βιβλία τους) διώχνει πολλούς χλιαρούς και μετριοπαθής ανθρώπους από τη θρησκεία και είναι υπεύθυνη για τη μείωση του ποσοστού των Χριστιανών στις ΗΠΑ. Οι εκστρατείες σύμπραξης των σκληροπυρηνικών εκκλησιών με τους θιασώτες του κοινωνικού συντηρητισμού (όπως στην υπόθεση Bowers v. Hardwick το 1986 όταν το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ απέρριψε την κατάργηση των νόμων της Σοδομίας κρίνωντας τους ηθικούς και συνταγματικούς μια απόφαση που κατέριψε 17 χρόνια αργότερα το ίδιο δικαστήριο με διαφορετική όμως σύνθεση) έχει καταγραφεί με έρευνες ότι δημιουργούν αρνητική εικόνα για τη χριστιανική κοινότητα στους ανθρώπους με όχι ιδιαίτερα ισχυρή θρησκευτική πίστη.[149]
O David Kinnaman, πρόεδρος του Barna Institute, και ο Gabe Lyons από το Fermi Project εξέδωσαν μια μελέτη για τη στάση μη θρησκευόμενων ανθρώπων προς τον Χριστιανισμό. Βρήκαν ότι 38% όσων δεν εκκλησιαζόντουσαν τακτικά, είχαν αρνητική εντύπωση για τον Χριστιανισμό, ιδίως τον ευαγγελικό Χριστιανισμό, συνδέοντας τον με συντηρητικές πολιτικές, υποκρισία, ομοφοβία και αυταρχικότητα. .[150] Περίπου 17% είχαν πολλή κακή εντύπωση για τον Χριστιανισμό.[151][152][153]
Ρόλος των γυναικών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία δεν επιτρέπει γυναίκες κληρικούς. Η Ανατολική Καθολική Εκκλησία ωστόσο, επιτρέπει.[154]
Ορισμένες ευαγγελικές εκκλησίες απαγορεύουν στις γυναίκες να γίνουν διάκονοι ή πρεσβύτεροι των εκκλησιών ενώ άλλες επιτρέπουν στις γυναίκες να υπηρετούν ως παστόρισες παρόλο που σε πολλά άλλα θέματα υιοθετούν ως εκκλησίες αυστηρές κοινωνικά συντηρητικές στάσεις.
Κριτική προς τους Χριστιανούς και τη Χριστιανική Εκκλησία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Υποκρισία και θρησκευτική αδιαφορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Πεντηκοστιανισμός, οι Πεντηκοστιανοί και οι Αντβεντιστές ισχυρίζονται πως το παράδειγμα των χριστιανών μπορεί να είναι παράγοντας που συνεισφέρει στον αθεϊσμό. Γράφουν "…Οι πιστοί μπορούν να σχετίζονται με τη γέννηση και τη διατήρηση του αθεϊσμού ή ευρύτερα του σκεπτικισμού στη ζωή. Στον βαθμό που οι άνθρωποι που αυτοπροσδιορίζονται ως πιστοί της θρησκείας δεν εξασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, ξεχνάνε να εξασκούν την πίστη τους (ή, ή διδάσκουν ένα εσφαλμένο δόγμα, ή είναι ελλιπείς στη θρησκευτική ηθική ή κοινωνική ζωή, συγκαλύπτουν, αντί να παρουσιάζουν, το πραγματικό πρόσωπο της θρησκείας και του Θεού και δημιουργούν λανθασμένες εντυπώσεις στον κόσμο."Με βάση αυτή τη διδασκαλία οι άνθρωποι που ενώ αυτοπροσδιορίζονται ως πιστοί εντούτοις με τη συμπεριφορά τους δεν εφαρμόζουν τακτικά και σωστά τα θρησκευτικά τους καθήκοντα (ή τα εφαρμόζουν ελλιπώς ή και με λάθος τρόπο) και γίνονται έτσι η αιτία να δυσφημίζεται και να αλλοιώνεται το μήνυμα της πραγματικής χριστιανικής πίστης με την αντιβιβλική τους συμπεριφορά θα κριθούν πολύ πιο αυστηρά απο τους άλλους ανθρώπους αφού με τη συμπεριφορά τους ουσιαστικά βλασφημούν κατά της Αγίας Γραφής και κατα του ίδιου του Θεού. Στο πλαίσιο αυτό οι Πεντηκοστιανές και οι Αντβεντιστικές εκκλησίες ενθαρύνουν τη δημιουργία ισχυρών κοινοτικών εκκλησιών με στόχο τη διασφάλιση ότι τα μέλη τους ζούνε με βάση της διδασκαλίας της πίστης τους χωρίς καμία παρέκκλιση (με την αποπομπή απο τις εκκλησίες τους τυχών ατόμων που κατ' εξακολούθησιν ξεφεύγουν απο τις διδασκαλίες και τον τρόπο ζωής της Βίβλου) και ταυτόχρονα προτρέπουν στους ανθρώπους να διαβάζουν και να μελετούν την Αγία Γραφή σε ομάδες μελέτης της γραφής αφού αναγεννηθούν πρώτα πνευματικά.[156]
Κοσμικοί και θρησκευτικοί κριτικοί έχουν κατηγορήσει τους χριστιανούς για υποκρισία.[157] Ο Tom Whiteman, βρήκε ότι ο κυριότερος λόγος για διαζύγιο ανάμεσα σε χριστιανούς είναι η μοιχεία, η κακοποίηση (φυσική, λεκτική) και η εγκατάλειψη, ενώ, στον γενικό πληθυσμό, ο νούμερο ένα λόγος για διαζύγιο είναι η ασυμφωνία χαρακτήρων.[158]
Υλισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σύμφωνα με τον Τζαβαχαρλάλ Νεχρού: «Αντί να κατανοούν και να ακολουθούν τις διδαχές του Ιησού, οι χριστιανοί τσακώνονται γύρω από τη θεία φύση του Ιησού και την Αγία Τριάδα. Αλληλοκατηγορούνται αιρετικοί, διώκουν και διώκονται αναμεταξύ τους και κόβουν τα κεφάλια τους. Υπήρχε μεγάλη και βίαιη διαμάχη κάποτε ανάμεσα σε χριστιανικές σέχτες σχετικά με ένα δίφθογγο. Η μια πλευρά έλεγε πως η λέξη Ομο-ούσιον πρέπει να χρησιμοποιηθεί σε μια προσευχή, η άλλη ήθελε να χρησιμοποιείται η λέξη ομοιο-ούσιον, μια διαφορά που ξεκινούσε από τη θεότητα του Ιησού. Πάνω σε αυτό τον δίφθογγο, ξέσπασε πόλεμος κατά τον οποίο μεγάλος αριθμός ανθρώπων σκοτώθηκε.» [159][160].
Σύμφωνα με τον Μαχάτμα Γκάντι: «Μου αρέσει ο Χριστός σας. Δεν μου αρέσουν οι χριστιανοί σας. Οι χριστιανοί σας είναι τόσο ανόμοιοι με τον Χριστό. Ο υλισμός που είναι άφθονος σε χριστιανικές χώρες, φαίνεται να αντιφάσκει με όσα έλεγε ο Ιησούς Χριστός, όπως δεν είναι δυνατόν να λατρεύεις και τον Μάμμωνα και τον Θεό την ίδια ώρα. »[161]
Σεχταρισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μερικοί έχουν επιχειρηματολογήσει πως ο Χριστιανισμός χάνει έδαφος από την ανικανότητα των Χριστιανών να συμφωνήσουν σε θέματα πίστης και διοίκησης της Εκκλησίας. Ο Άρθουρ Σοπενχάουερ σαρκαστικά δήλωσε: «Στο εκκλησίασμα της Νότιας Γερμανίας, η αλήθεια του καθολικού δόγματος είναι εμφανής ενώ στη Βόρεια Γερμανία, του Λουθηρανικού δόγματος. Εάν τότε, αυτές οι πεποιθήσεις βασίζονται σε λογική, ο λόγος πρέπει να είναι κλιματικός και όπως τα φυτά, μόνο μερικά εδώ, μερικά άλλα εκεί.»[162]
Χριστιανικό σύμπλεγμα δίωξης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
To χριστιανικό σύμπλεγμα δίωξης είναι η ιδέα που επικρατεί κυρίως σε πρωτοκοσμικές χώρες, σύμφωνα με την οποία οι χριστιανικές αξίες είναι στο στόχαστρο της κυβέρνησης και άλλων κοινωνικών ομάδων.[163] Ωστόσο, οι διώξεις κατά των Χριστιανών είναι συστηματικές και σε ορισμένες άλλες περιοχές του κόσμου. [164][165]
Σύμφωνα με την Ελίζαμπεθ Καστέλλι [Σημ 10] είναι δύσκολο να εντοπιστεί η έναρξη του Χριστιανικού συμπλέγματος δίωξης [167]. Ορισμένοι ξεκινούν να το ιχνηλατούν στα μέσα του 20ου αιώνα, μετά από μια σειρά αποφάσεων δικαστηρίων που ανακήρυξαν δημόσιους χώρους πως είναι εκτός των ορίων για θρησκευτική δραστηριότητα (π.χ. πρωινή προσευχή στα σχολεία)[168] Πάντως ξεκάθαρα εμφανίστηκε στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1990 με την υιοθέτηση της Χάρτας για την Προώθηση της θρησκευτικής ελευθερίας (Religious Freedom Act of 1998)ως επίσημη εξωτερική πολιτική της Αμερικής. Λίγα χρόνια αργότερα, οι τρομοκρατικές επιθέσεις 9/11 το 2001, επιτάχυναν την ανάπτυξη του. Αυτό το σύμπλεγμα "κινητοποιεί τη γλώσσα των θρησκευτικών διώξεων για να σταματήσει τον πολιτικό διάλογο και να ασκήσει κριτική χαρακτηρίζοντας κάθε θέση η οποία δεν είναι ταυτισμένη με την πολιτικοποιημένη αυτή μορφή του Χριστιανισμού ως παράδειγμα αντιχριστιανικού μίσους και δίωξης. Επιπλέον, συνηθίζει να παρουσιάζει την εικόνα του αρχετυπικού μάρτυρα σαν μια πηγή αναντίρρητης θρησκευτικής και πολιτικής εξουσίας"[169]
Η αντίληψη ότι ο χριστιανισμός είναι υπό δίωξη, είναι δημοφιλής σε συντηρητικούς πολιτικούς στη σύγχρονη πολιτική σκηνή των ΗΠΑ, οι οποίοι χρησιμοποιούν την ιδέα της δίωξης για να περιγράψουν ορισμένα θέματα όπως τον γάμο μεταξύ ομοφυλοφίλων ζευγαριών ή τον νόμο για την υποχρεωτική κάλυψη κόστους της έκτρωσης από τις ασφαλιστικές εταιρείες.[170].
Το χριστιανικό σύμπλεγμα δίωξης δεν είναι καινοφανές. Σύμφωνα με την Κάντιτα Μος [Σημ 11], αφού δημιουργήθηκε στην αρχαιότητα λόγω εσωτερικών διαμαχών των χριστιανών της αρχαιότητας [172] Η Μος υποστήριξε πως η αντίληψη της δίωξης είναι θεμελιώδες στην κοσμοθεωρία του Χριστιανισμού, σημειώνοντας πως δημιουργεί την εντύπωση πως οι χριστιανοί είναι μια μειονότητα που αντιμετωπίζει πόλεμο- ακόμη και όταν είναι αριθμητικά οι περισσότεροι.[173] H θεμελίωση αυτή βασίζεται επάνω στη μανιχαϊστική αντίληψη πως ο κόσμος είναι μοιρασμένος σε δυο κομμάτια, το ένα το κομμάτι του Θεού και το άλλο του Σατανά και δεν μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός των δύο [174] O Πολ Κάβιλ[Σημ 12] ισχυρίζεται πως η Καινή Διαθήκη διδάσκει πως οι διώξεις είναι σύμφυτες με τον Χριστιανισμό.[176]
Ωστόσο οι διώξεις κατά των Χριστιανών είναι μια πραγματικότητα σε πολλά κράτη του κόσμου. Ως πλέον αντιχριστιανικές χώρες θεωρούνται οι: Βόρεια Κορέα, Ιράκ, Συρία, Αφγανιστάν, Ιράν, Πακιστάν, Κίνα, Ινδία κ.ά.[165] Χαρακτηριστική περίπτωση δίωξης Χριστιανών στη σύγχρονη εποχή είναι η περίπτωση των Κοπτών Χριστιανών. Στις χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου αντίθετα η αντιχριστιανική στάση (περιγραφόμενη και ως δίωξη μερικές φορές) συνήθως εμφανίζεται με την υποχρέωση των χριστιανών να δεχθούν τις απόψεις της κοσμικής ηθικής σε μια σειρά από θέματα ή να περιθωριοποιηθούν και να αντιμετωπίσουν δικαστικούς αγώνες για την πίστη στους (π.χ. δικαστικές διώξεις χριστιανών επιχειρηματιών επειδή αρνήθηκαν να ετοιμάσουν εδέσματα για γάμους ομοφυλόφιλων κ.α) και σπάνια παρουσιάζεται με την άσκηση άμεσης σωματικής κακοποίησης.
Διώξεις από Χριστιανούς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Άτομα και ομάδες δια μέσω της ιστορίας έχουν διωχθεί από Χριστιανούς και Χριστιανικές ομάδες, λόγω της θρησκείας τους, του φύλου τους, του σεξουαλικού τους προσδιορισμού, της φυλής τους. Πολλοί από τους διώκτες προσπάθησαν να δικαιολογήσουν τα έργα τους ερμηνεύοντας τα βιβλικά κείμενα. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, σημαντικοί Χριστιανοί θεολόγοι υποστήριξαν τις θρησκευτικές διώξεις σε διάφορους βαθμούς. Ωστόσο στη σύγχρονη Ευρώπη, έχει παρατηρηθεί διαφοροποίηση στις διώξεις και τη θρησκευτική ανοχή.[177]
Η πρώιμη χριστιανοσύνη ήταν μειονοτική θρησκεία στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και οι χριστιανοί τότε διώκονταν, σποραδικά. Ωστόσο, όταν ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος βαφτίστηκε Χριστιανός, ο Χριστιανισμός έγινε η κυρίαρχη θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι αιρετικοί χριστιανοί ξεκίνησαν να διώκονται ενώ από τον 4ο αιώνα μΚΕ οι παγανιστικές θρησκείες ήταν υπό δίωξη. Η άποψη πολλών ιστορικών είναι πως ο Κωνσταντίνος μετέτρεψε τον επίσημο Χριστιανισμό από θρησκεία υπό δίωξη, σε θρησκεία διώκτη.[178]
Χριστιανοφασισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο χριστιανοφασισμός, είναι όρος ο οποίος επινόησε η Γερμανίδα Θεολόγος της Απελευθέρωσης Dorothee Sölle, το 1970 συνδυάζοντας τις λέξεις χριστιανός και φασισμός[179][180][181] Η Sölle χρησιμοποίησε τον όρο για να περιγράψει τη Χριστιανική εκκλησία την οποία χαρακτήριζε ως ολοκληρωτική και ιμπεριαλιστική.
Ο Tom Faw Driver, καθηγητής θεολογίας στη Νέα Υόρκη, εξέφρασε την ανησυχία του πως «η λατρεία του Θεού στον Ιησού, δεν χωρίζει τον χριστιανό από τον Εβραίο, τον άντρα από τη γυναίκα, τον ιερωμένο από τον λαό, τον λευκό από τον μαύρο, τον πλούσιο από τον φτωχό» Για τον ίδιο, ο Χριστιανισμός είναι σε συνεχή κίνδυνο να μετατραπεί σε χριστιανοφασισμό, δηλώνοντας πως «φοβόμαστε τον χριστιανοφασισμό, τον οποίο βλέπουμε σαν την πολιτική διάσταση των προσπαθειών να τοποθετηθεί ο Ιησούς στο κέντρο της κοινωνικής ζωής και της Ιστορίας» και πως «πολλά από τα κηρύγματα στις εκκλησίες για τον Ιησού, μετατράπηκαν σε κάτι που είναι δικτατορικό στην καρδιά του και προετοιμάζουν την κοινωνία για ένα Αμερικάνικο Φασισμό».[182][183] Ο Knitter, εξηγώντας τη θέση της Solle, αναφέρει πως ο Χριστιανοφασισμός «αφήνει ή επιτρέπει τους Χριστιανούς, να επιβληθούν, όχι μόνο πάνω σε άλλες θρησκείας αλλά και κουλτούρες, και πολιτικά κόμματα τα οποία δεν έχουν για σύνθημά τους τη νίκη του Χριστιανισμού»[184][185]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου