ΑΠΟΛΛΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ!!!

ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΥΣ "ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ" ΚΑΤΑΚΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΜΑΣ!

Τετάρτη 6 Μαΐου 2020

Η ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ!!!

Αποκάλυψη του Ιωάννη - YouTube
Εισαγωγή..ΜΕΡΟΣ 1
Το βιβλίο της «Αποκάλυψης» είναι το 27ο και τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης και αποτελεί το επιστέγασμα της Βίβλου. Είναι από τα πιο πολυσυζητημένα, αμφιλεγόμενα και διαφορετικώς ερμηνευμένα κείμενα στην λογοτεχνική παραγωγή του Χριστιανισμού.
Επανέρχεται στην επικαιρότητα αρκετά συχνά, ειδικά όταν ανακύπτουν δεινά και προβλήματα που μαστίζουν την ανθρωπότητα σε παγκόσμιο επίπεδο. Εκκλησίες, εκκλησιαστικές και παρεκκλησιαστικές οργανώσεις, αδελφότητες μοναχών, σέχτες, συνομωσιολόγοι, καταστροφολόγοι και λοιποί καταστροφολάγνοι, προσπαθούν ο καθένας με τον τρόπο του να δώσουν μια ερμηνεία σε σύγχρονα γεγονότα, έχοντας ως βάση τους το βιβλίο αυτό.
Το κείμενο χαρακτηρίζεται ως «αποκάλυψη» ήδη από τον πρώτο στίχο, ενώ αλλού

αναφέρεται και ως «προφητεία». Είναι όμως; Μας αποκαλύπτει μελλοντικά πράγματα που δεν ξέρουμε; Μας διαφωτίζει σε κάτι που για μας είναι «καλυμμένο»; Πολύ περισσότερο, προφητεύει κάτι; Σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση που τελικά επικράτησε, η «Αποκάλυψη» γράφτηκε από τον Ιωάννη τον μαθητή του Ιησού, όταν ήταν εξόριστος στο νησί της Πάτμου, περίπου το 93-96 κ.ε. Γράφω «επικράτησε», διότι κατά τους πρώτους αιώνες το βιβλίο αυτό ήταν αμφίβολης προέλευσης, όπως και το περιεχόμενό του. Μάλιστα στον πρώιμο Χριστιανισμό προκάλεσε δογματικές έριδες ουκ ολίγες φορές, όπως με το δόγμα της «χιλιετούς» επίγειας Βασιλείας του Θεού. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με την σειρά, εξετάζοντάς τα από τις πηγές

α) Συγγραφέας

Στο βιβλίο της «Αποκάλυψης», το όνομα «Ιωάννης» αναφέρεται τέσσερις φορές. Σε καμία περίπτωση όμως δεν αναφέρεται ότι είναι ο επιστήθιος μαθητής του Ιησού. Αντιθέτως, όταν αναφέρεται στους αποστόλους, ποτέ δεν συγκαταλέγει τον εαυτό του ανάμεσά τους. Όταν βλέπει τους 24 πρεσβυτέρους να κάθονται σε θρόνους περικυκλώνοντας τον θρόνο του Θεού, πουθενά δεν αναφέρει ότι ήταν και αυτός ανάμεσά τους…
θρόνος ἔκειτο ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τοῦ θρόνου καθήμενος καὶ ὁ καθήμενος ἦν ὅμοιος ὁράσει λίθῳ ἰάσπιδι καὶ σαρδίνῳ• καὶ ἶρις κυκλόθεν τοῦ θρόνου ὅμοιος ὁράσει σμαραγδίνῳ καὶ κυκλόθεν τοῦ θρόνου θρόνοι εἴκοσι καὶ τέσσαρες καὶ ἐπὶ τοὺς θρόνους εἴδον τοὺς εἴκοσι καὶ τέσσαρας πρεσβυτέρους καθημένους περιβεβλημένους ἐν ἱματίοις λευκοῖς καὶ ἔσχον ἐπὶ τὰς κεφαλὰς αὐτῶν στεφάνους χρυσοῦς.
(Αποκάλυψη, 4:2-4)
Σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας, είναι οι 12 πατριάρχες των Εβραίων (που εκπροσωπούν την «παλαιά οικονομία») και οι υπόλοιποι 12 είναι οι απόστολοι (που εκπροσωπούν αντίστοιχα την «νέα οικονομία» του Θεού). Η «αγία Ιερουσαλήμ», που την βλέπει να κατεβαίνει από τον ουρανό, έχει ένα μεγάλο και ψηλό τείχος που το στηρίζουν δώδεκα πυλώνες και στους πυλώνες βρίσκονται ισάριθμοι άγγελοι, οι οποίοι έχουν γραμμένα τα ονόματα των δώδεκα φυλών του Ισραήλ (Αποκάλυψη, 21:12). Το τείχος αυτό έχει δώδεκα θεμέλια με τα ονόματα των δώδεκα αποστόλων (Αποκάλυψη, 21:14).
Ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Διονύσιος (190- 265 κ.ε.) δέχεται ότι το κείμενο αυτό ανήκει σε κάποιον «άγιο εκκλησιαστικό άνδρα», αλλά όχι στον απόστολο Ιωάννη. Έχοντας ως δεδομένο ότι το «Κατά Ιωάννην» γράφτηκε από τον ομώνυμο απόστολο όπως επίσης και η πρώτη «καθολική» επιστολή (απορρίπτει τις άλλες δύο ως νόθες) και συγκρίνοντας τα με την «Αποκάλυψη», παρατηρεί διαφορά στο ύφος, στον τρόπο γραψίματος, στο λεξιλόγιο, στο συντακτικό. Παρατηρεί ότι πολλές φορές ο συγγραφέας περιττολογεί και αναφέρει ότι πολλοί είχαν το όνομα «Ιωάννης» (όπως και σήμερα). Στο ερώτημα «ποιός Ιωάννης είναι ο συγγραφέας;», η απάντησή του Διονυσίου είναι: «Ποιος δε ούτος, άδηλον» (Εκκλησιαστική Ιστορία, 7:25:12).
Τις πληροφορίες αυτές τις αντλούμε από αποσπάσματα του χαμένου έργου του Διονυσίου, «Επαγγελίες», που παραθέτει ο Ευσέβιος Καισαρείας στην εκκλησιαστική του ιστορία.
Όπως θα δούμε παρακάτω, όταν θα εξετάσουμε την ιστορική πορεία του βιβλίου αυτού μέσα από τους κανόνες της Εκκλησίας, θα καταλάβουμε ότι η καθιερωμένη αντίληψη που θέλει τον απόστολο Ιωάννη ως συγγραφέα της «Αποκάλυψης» δεν ήταν ούτε αυτονόητη ούτε δεδομένη, αλλά ταλάνισε επί αιώνες την Εκκλησία.

β) Τόπος

Ο τόπος όπου λαμβάνει ο Ιωάννης την «αποκάλυψη» δηλώνεται σαφέστατα· είναι το νησί της Πάτμου. Εκεί «είδε» και εκεί έγραψε. Αυτό δηλώνεται στο ίδιο το κείμενο, ότι δηλαδή κατέγραφε επί τόπου όσα «έβλεπε» και «άκουγε», παρ’ ότι ήταν σε έκσταση(!). «Σφράγισον ἃ ἐλάλησαν αἱ ἑπτὰ βρονταί καὶ μὴ ταὐτὰ γράψῃς» (Αποκάλυψη, 10:4). Ο Ιησούς υποτίθεται ότι λέει στον Ιωάννη στο τέλος του βιβλίου, «μακάριος ὁ τηρῶν τοὺς λόγους τῆς προφητείας τοῦ βιβλίου τούτου» (Αποκάλυψη, 22:7). Ο ίδιος ο Ιησούς στην αρχή του βιβλίου, του δίνει την εντολή «ὁ βλέπεις γράψον εἰς βιβλίον» (1:11). Στην πραγματικότητα κατασκευάστηκε. Και μάλιστα σε τουλάχιστον δύο φάσεις.

γ) Έτος συγγραφής

Το έτος συγγραφής τοποθετείται επισήμως μεταξύ 93-96 κ.ε., αν λάβουμε υπόψη όσα ισχυρίζεται ο Ειρηναίος της Λυών. Όμως, υπάρχει και μια δεύτερη πηγή πληροφόρισης, ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, ο οποίος αναφέρει ότι γράφτηκε 32 χρόνια μετά την «ανάληψη» του «Χριστού»: «…ο και συνέγραψεν εν Πάτμω τη νήσω εξόριστος διατελών, μετά τριακονταδύο έτη της του Χριστού αναλήψεως» (P. G 123, 1133, «Σχόλια εις το κατά Ιωάννη»). Ο Επιφάνιος Κύπρου ρίχνει ακόμα περισσότερο την χρονολογία της συγγραφής επί Κλαυδίου, μεταξύ 41-54 κ.ε.
Για όλες τις παραπάνω διαφορετικές απόψεις, υπάρχουν και τα αντίστοιχα «αποδεικτικά στοιχεία», όπως συμβαίνει κατά κανόνα σε κατασκευασμένα κείμενα.
Οι ειδικοί μελετητές θεωρούν πιθανότερο ότι μέρος του κειμένου προέρχεται εν μέρει από το 60 κ.ε. και εν μέρει προς το τέλος του πρώτου αιώνα.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Έρμαν Μπάρτ, «Με βάση την λεπτομερή μελέτη όλων των στοιχείων του κειμένου, οι περισσότεροι ερευνητές θεωρούν ότι μέρη του βιβλίου γράφτηκαν κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 60 κοινής εποχής». Ενώ, «το βιβλίο δεν ολοκληρώθηκε πριν περάσουν 30 χρόνια ή και περισσότερα, πιθανόν γύρω στο 95 κοινής εποχής» (Εισαγωγή στα βιβλία της Κ. Διαθήκης, σ. 404).
Ας δούμε κάποια στοιχεία από το κείμενο…
Στο κεφάλαιο 17 αναφέρεται «τὸ κρίμα τῆς πόρνης τῆς μεγάλης» (στ. 1). Αυτή κάθεται πάνω σε ένα «θηρίο» που έχει επτά κεφάλια και δέκα κέρατα. Η γυναίκα αυτή φορά πορφύρα, χρυσό, τίμιους λίθους και μαργαριτάρια. Επίσης κρατά ένα χρυσό ποτήρι γεμάτο με βδελύγματα. Στο μέτωπό της «ὄνομα γεγραμμένον μυστήριον Βαβυλὼν ἡ μεγάλη ἡ μήτηρ τῶν πορνῶν καὶ τῶν βδελυγμάτων τῆς γῆς» (στ. 5). Με το όνομα «Βαβυλών» υπονοείται η Ρώμη (θα το δούμε στον οικείο τόπο). Αυτή μέθυσε από το αίμα των αγίων και των μαρτύρων του Ιησού.
ὧδε ὁ νοῦς ὁ ἔχων σοφίαν αἱ ἑπτὰ κεφαλαὶ ὄρη εἰσίν ἑπτὰ ὅπου ἡ γυνὴ κάθηται ἐπ’ αὐτῶν καὶ βασιλεῖς ἑπτά εἰσιν οἱ πέντε ἔπεσαν καὶ ὁ εἷς ἔστιν ὁ ἄλλος οὔπω ἦλθεν καὶ, ὅταν ἔλθῃ ὀλίγον αὐτὸν δεῖ μεῖναι καὶ τὸ θηρίον ὃ ἦν καὶ οὐκ ἔστιν καὶ αὐτὸς ὄγδοός ἐστιν καὶ ἐκ τῶν ἑπτά ἐστιν καὶ εἰς ἀπώλειαν ὑπάγει.
(στ. 9-11)
Τα επτά κεφάλια είναι επτά λόφοι. Πάνω σε αυτά κάθεται η γυναίκα του «οράματος». Η Ρώμη ονομάζεται «επτάλοφη», καθώς βρίσκεται πάνω σε ισάριθμους λόφους. Η πόρνη γυναίκα είναι η αυτοκρατορική ρωμαϊκή εξουσία, που όπως αναφέρεται στο κείμενο «κάθεται πάνω σε πολλά νερά», που «λαοὶ καὶ ὄχλοι εἰσὶν καὶ ἔθνη καὶ γλῶσσαι» (στ. 15). Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία περιελάμβανε στα εδάφη της διάφορους λαούς, έθνη, και γλώσσες. Στην συνέχεια αναφέρεται σε επτά βασιλείς, εκ των οποίων οι πέντε έπεσαν (κυριάρχησαν στο παρελθόν), ο ένας είναι, ο άλλος ακόμα δεν ήρθε αλλά όταν έρθει πρέπει να μείνει λίγο. «οἱ πέντε ἔπεσαν καὶ ὁ εἷς ἔστι», κάτι που δείχνει ότι το συγκεκριμένο κομμάτι γράφεται κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης του 6ου -κατά χρονική σειρά- Ρωμαίου αυτοκράτορα. Αυτό το στοιχείο αντιστοιχεί στην δεκαετία μεταξύ του 60-70 κ.ε. Ξεκινώντας την μέτρηση από τον Ιούλιο Καίσαρα, ο έκτος στην σειρά αυτοκράτορας είναι ο Νέρωνας, που κυβέρνησε μεταξύ 54-68 κ.ε. Συνεπώς, το εύρος τώρα διαμορφώνεται μεταξύ 60- 68 κ.ε.
Πρώτος ο Ιούλιος Καίσαρας, δεύτερος ο Οκταβιανός (27-14 π.κ.ε.), τρίτος ο Τιβέριος (14 π.κ.ε. – 37 κ.ε.), τέταρτος ο Καλιγούλας (37-41 κ.ε.), πέμπτος ο Κλαύδιος (41-54 κ.ε.), έκτος ο Νέρων (54-68 κ.ε.).
Οι χριστιανοί τον θεωρούσαν μεγάλο εχθρό τους, καθώς θεώρησαν ότι τους δίωκε για την πίστη τους. Στην πραγματικότητα, δίωξε τους χριστιανούς της Ρώμης περίπου το 64 κ.ε. (άρα δεν έχουμε γενικό διωγμό), εξαιτίας του εμπρησμού της πόλης (άρα, έχουμε ποινικό αδίκημα και όχι θρησκευτικά αίτια).
Υπάρχει όμως και ένα άλλο σημείο, όπου φαίνεται ότι ο λόγος αφορά τον Νέρωνα.
Στο κεφάλαιο 13, αναφέρεται πάλι ένα θηρίο με επτά κεφάλια και δέκα κέρατα. «εἶδον μίαν τῶν κεφαλῶν αὐτοῦ ὡς ἐσφαγμένην εἰς θάνατον καὶ ἡ πληγὴ τοῦ θανάτου αὐτοῦ ἐθεραπεύθη καὶ ἐθαυμάσθη ἕν ὅλη τῇ γῆ ὀπίσω τοῦ θηρίου» (13:3). Ένα από τα κεφάλια (δηλαδή, ένας από τους βασιλείς), ήταν «ὡς ἐσφαγμένην εἰς θάνατο» αλλά τελικά θεραπεύτηκε. Με βάση τους πλαστογραφημένους «συβιλικούς χρησμούς», ο Νέρων θα επανέρχονταν στην ζωή.
Τέλος, να αναφέρουμε ότι η άποψη που θέλει τον Ιωάννη να βρίσκεται στην Πάτμο εξαιτίας εξορίας μετά από διωγμό, είναι αυθαίρετη. Παρά την καθιερωμένη αυτή αντίληψη, ο αρχιμανδρίτης Β. Στεφανίδης ισχυρίζεται ότι αυτό είναι παρανόηση…
Ο Ιωάννης ειργάσθη δια την διοργάνωσιν των χριστιανικών κοινοτήτων της Μ. Ασίας και διάδοσιν του χριστιανισμού. Μετέβη εις την νήσον Πάτμον, όπου έγραψε την Αποκάλυψιν. Ως σκοπόν της μεταβάσεως η Αποκάλυψις αναφέρει ¨δια τον λόγον του Θεού και την μαρτυρίαν του Ιησού¨, ήτοι δια το κήρυγμα και την διάδοσιν του χριστιανισμού. Η λέξις ¨μαρτυρία¨ παρεξηγηθείσα εξελήφθη ως μαρτύριον. Εκ τούτου προέκυψεν η είδησις, ότι ο Ιωάννης μετέβη εις την Πάτμον ως εξόριστος, το οποίον πρώτην φοράν αναφέρει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς.
(Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 39)

Δομή και περιεχόμενο της «Αποκάλυψης»

Χωρίο-κλειδί για την κατανόηση της δομής του βιβλίου, είναι το ακόλουθο: «γράψον ἃ εἶδες καὶ ἃ εἰσὶν καὶ ἃ μέλλει γινέσθαι μετὰ ταῦτα» (Αποκάλυψη, 1:19). Επομένως, το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη. Το «ἃ εἶδες», είναι το πρώτο κεφάλαιο το βιβλίου που είναι εισαγωγικό. Μαθαίνουμε ότι είναι «Ἀποκάλυψις Ἰησοῦ Χριστοῦ ἣν ἔδωκεν αὐτῷ ὁ θεός» (1:1), με σκοπό να δείξει «τοῖς δούλοις αὐτοῦ ἃ δεῖ γενέσθαι ἐν τάχει», τα οποία «ἐσήμανεν ἀποστείλας διὰ τοῦ ἀγγέλου αὐτοῦ τῷ δούλῳ αὐτοῦ Ἰωάννῃ» ο οποίος βρέθηκε «ἐν τῇ νήσῳ τῇ καλουμένῃ Πάτμῳ διὰ τὸν λόγον τοῦ θεοῦ καὶ διὰ τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (1:9). Εκεί είδε σε κατάσταση εκστάσεως τον Ιησού ένδοξο, ο οποίος του παρήγγειλε να γράψει όσα βλέπει σε βιβλίο και να τα στείλει σε επτά ιστορικές εκκλησιαστικές κοινότητες που βρίσκονται σε επτά πόλης της Μικράς Ασίας. Στην Έφεσο, στην Σμύρνη, στην Πέργαμο, στα Θυάτειρα, στις Σάρδεις, στην Φιλαδέλφεια και στην Λαοδίκεια. Το δεύτερο μέρος, το «ἃ εἰσὶν», είναι οι επιστολές που αποστέλλονται σε αυτές τις κοινότητες, και είναι τα επόμενα δύο κεφάλαια. Το τρίτο και τελευταίο μέρος, είναι το κυρίως «προφητικό», το «ἃ μέλλει γινέσθαι μετὰ ταῦτα» (κεφ. 4-22). Σε αυτά, περιγράφεται η νίκη του Θεού και της Εκκλησίας του εναντίον των δυνάμεων του κακού, μέσα από εικόνες και σύμβολα. Όπως ακριβώς συμβαίνει σε κάθε ανάλογο κείμενο. Στα κεφάλαιο 4, ο Ιωάννης βρίσκεται στο άμεσο περιβάλλον του Θεού. Στο κεφάλαιο 5 παρουσιάζεται ένα βιβλίο κατασφραγισμένο με 7 σφραγίδες που μόνο ο Ιησούς μπορούσε να ανοίξει. Στα επόμενα κεφάλαια έως το τέλος, τρία είναι τα βασικά στοιχεία πριν την τελική επικράτηση της Βασιλείας του Θεού: α) το άνοιγμα των επτά σφραγίδων των καταστροφών, β) το σάλπισμα των επτά αγγέλων που συμπληρώνουν την καταστροφολογία, και γ) το περιβόητο χάραγμα του αντίχριστου με το «666» (κεφ. 13).
Οι εικόνες της «Αποκαλύψεως» είναι σκληρές. Η «Αποκάλυψη» είναι γραμμένη ώστε να προκαλεί πανικό στον αναγνώστη που θα την πάρει στα σοβαρά. Ο πλαστός φόβος και η προσφερόμενη ελπίδα είναι τα δύο «χαλινάρια» που χρησιμοποιεί ο ηνίοχος για να κατευθείνει εκεί που θέλει το άρμα του. Ο νοών νοείτω.
Ας δούμε ενδεικτικά ορισμένα τέτοια χωρία…
καὶ ἤνοιξεν τὸ φρέαρ τῆς ἀβύσσου καὶ ἀνέβη καπνὸς ἐκ τοῦ φρέατος ὡς καπνὸς καμίνου μεγάλης καὶ ἐσκοτίσθη ὁ ἥλιος καὶ ὁ ἀὴρ ἐκ τοῦ καπνοῦ τοῦ φρέατος καὶ ἐκ τοῦ καπνοῦ ἐξῆλθον ἀκρίδες εἰς τὴν γῆν καὶ ἐδόθη αὐταῖς ἐξουσία ὡς ἔχουσιν ἐξουσίαν οἱ σκορπίοι τῆς γῆς καὶ ἐρρέθη αὐταῖς ἵνα μὴ αδικήσωσιν τὸν χόρτον τῆς γῆς οὐδὲ πᾶν χλωρὸν οὐδὲ πᾶν δένδρον εἰ μὴ τοὺς ἀνθρώπους μόνους οἵτινες οὐκ ἔχουσιν τὴν σφραγῖδα τοῦ θεοῦ ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν καὶ ἐδόθη αὐταῖς ἵνα μὴ ἀποκτείνωσιν αὐτούς ἀλλ’ ἵνα βασανισθῶσιν μῆνας πέντε καὶ ὁ βασανισμὸς αὐτῶν ὡς βασανισμὸς σκορπίου ὅταν παίσῃ ἄνθρωπον καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ζητήσουσιν οἱ ἄνθρωποι τὸν θάνατον καὶ οὐχ εὑρήσουσιν αὐτόν καὶ ἐπιθυμήσουσιν ἀποθανεῖν καὶ φεύξεται ὁ θάνατος ἀπ’ αὐτῶν.
(9:2-6)
λέγουσαν τῷ ἕκτῳ ἀγγέλῳ ὅς εἴχε τὴν σάλπιγγα Λῦσον τοὺς τέσσαρας ἀγγέλους τοὺς δεδεμένους ἐπὶ τῷ ποταμῷ τῷ μεγάλῳ Εὐφράτῃ καὶ ἐλύθησαν οἱ τέσσαρες ἄγγελοι οἱ ἡτοιμασμένοι εἰς τὴν ὥραν καὶ ἡμέραν καὶ μῆνα καὶ ἐνιαυτόν ἵνα ἀποκτείνωσιν τὸ τρίτον τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ ἀριθμὸς στρατευμάτων τοῦ ἱππικοῦ δύο μυριάδες μυριάδων καὶ ἤκουσα τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν καὶ οὕτως εἶδον τοὺς ἵππους ἐν τῇ ὁράσει καὶ τοὺς καθημένους ἐπ’ αὐτῶν ἔχοντας θώρακας πυρίνους καὶ ὑακινθίνους καὶ θειώδεις καὶ αἱ κεφαλαὶ τῶν ἵππων ὡς κεφαλαὶ λεόντων καὶ ἐκ τῶν στομάτων αὐτῶν ἐκπορεύεται πῦρ καὶ καπνὸς καὶ θεῖον ὑπὸ τῶν τριῶν τούτων ἀπεκτάνθησαν τὸ τρίτον τῶν ἀνθρώπων ἐκ τοῦ πυρὸς καὶ ἐκ τοῦ καπνοῦ καὶ ἐκ τοῦ θείου τοῦ ἐκπορευομένου ἐκ τῶν στομάτων αὐτῶν.
(9:14-18)
διὰ τοῦτο εὐφραίνεσθε οἱ οὐρανοὶ καὶ οἱ ἐν αὐτοῖς σκηνοῦντες οὐαὶ τοῖς κατοικοῦσιν τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν ὅτι κατέβη ὁ διάβολος πρὸς ὑμᾶς ἔχων θυμὸν μέγαν εἰδὼς ὅτι ὀλίγον καιρὸν ἔχει.
(12:12)
Καὶ ἤκουσα φωνῆς μεγάλης ἐκ τοῦ ναοῦ λεγούσης τοῖς ἑπτὰ ἀγγέλοις Ὑπάγετε καὶ ἐκχέατε τὰς φιάλας τοῦ θυμοῦ τοῦ θεοῦ εἰς τὴν γῆν. Καὶ ἀπῆλθεν ὁ πρῶτος καὶ ἐξέχεεν τὴν φιάλην αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ἐγένετο ἕλκος κακὸν καὶ πονηρὸν εἰς τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἔχοντας τὸ χάραγμα τοῦ θηρίου καὶ τοὺς τῇ εἰκόνι αὐτοῦ προσκυνοῦντας. Καὶ ὁ δεύτερος ἄγγελος ἐξέχεεν τὴν φιάλην αὐτοῦ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἐγένετο αἷμα ὡς νεκροῦ καὶ πᾶσα ψυχὴ ζῶσα ἀπέθανεν ἐν τῇ θαλάσσῃ. Καὶ ὁ τρίτος ἄγγελος ἐξέχεεν τὴν φιάλην αὐτοῦ εἰς τοὺς ποταμοὺς καὶ εἰς τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων καὶ ἐγένετο αἷμα καὶ ἤκουσα τοῦ ἀγγέλου τῶν ὑδάτων λέγοντος Δίκαιος Κύριε, εἶ ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ὅσιος ὅτι ταῦτα ἔκρινας ὅτι αἷμα ἁγίων καὶ προφητῶν ἐξέχεαν καὶ αἷμα αὐτοῖς έδωκας πιεῖν ἄξιοί γάρ εἰσιν.
(16:1-6)
Καὶ ὁ πέμπτος ἄγγελος ἐξέχεεν τὴν φιάλην αὐτοῦ ἐπὶ τὸν θρόνον τοῦ θηρίου καὶ ἐγένετο ἡ βασιλεία αὐτοῦ ἐσκοτωμένη καὶ ἐμασσῶντο τὰς γλώσσας αὐτῶν ἐκ τοῦ πόνου.
(16:10)
καὶ μετὰ ταῦτα ἤκουσα φωνὴν ὄχλου πολλοῦ μεγάλην ἐν τῷ οὐρανῷ λεγόντος, Ἁλληλουϊά• ἡ σωτηρία καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ δύναμις Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν ὅτι ἀληθιναὶ καὶ δίκαιαι αἱ κρίσεις αὐτοῦ• ὅτι ἔκρινεν τὴν πόρνην τὴν μεγάλην ἥτις ἔφθειρεν τὴν γῆν ἐν τῇ πορνείᾳ αὐτῆς καὶ ἐξεδίκησεν τὸ αἷμα τῶν δούλων αὐτοῦ ἐκ τῆς χειρὸς αὐτῆς.
(19:2)
Ἐγὼ Ἰησοῦς ἔπεμψα τὸν ἄγγελόν μου μαρτυρῆσαι ὑμῖν ταῦτα ἐπὶ ταῖς ἐκκλησίαις• ἐγώ εἰμι ἡ ῥίζα καὶ τὸ γένος τοῦ Δαβίδ, ὁ ἀστὴρ ὁ λαμπρὸς καὶ ὀρθρινός. Καὶ τὸ πνεῦμα καὶ ἡ νύμφη λέγουσιν, Ἐλθε, καὶ ὁ ἀκούων εἰπάτω, Ἐλθε, καὶ ὁ διψῶν ἐλθέτω• καὶ ὁ θέλων λαμβανέτω τὸ ὕδωρ ζωῆς δωρεάν. Συμμαρτυροῦμαι γὰρ παντὶ ἀκούοντι τοὺς λόγους τῆς προφητείας τοῦ βιβλίου τούτου, ἐάν τις ἐπιτιθῇ πρὸς ταῦτα, ἐπιθήσει ὁ θεὸς ἐπ’ αὐτὸν τὰς πληγὰς τὰς γεγραμμένας ἐν βιβλίῳ τούτῳ καὶ ἐάν τις ἀφαιρῇ ἀπὸ τῶν λόγων βίβλου τῆς προφητείας ταύτης ἀφαιρήσει ὁ θεὸς τὸ μέρος αὐτοῦ ἀπὸ βίβλου τῆς ζωῆς καὶ ἐκ τῆς πόλεως τῆς ἁγίας καὶ τῶν γεγραμμένων ἐν βιβλίῳ τούτῳ. Λέγει ὁ μαρτυρῶν ταῦτα, Ναί ἔρχομαι ταχύ.
(22:16-20)
Ο συγγραφέας παίζει με τις λέξεις «άβυσσος», «σκοτάδι», «καπνός», «θειάφι». Εικόνες καταστροφής και μάλιστα γενικής, εφόσον στον παραπάνω περιγραφόμενο πόλεμο θα σκοτωθεί το 1/3 των ανθρώπων. Πνεύμα εκδίκησης παντού. Οι πιστοί εκδικούνται τους μη πιστούς για τις αδικίες που υπέστησαν. Ο Θεός βασανίζει τους «αρνητές» του, αντί να τους εξοντώσει μια και καλή. Ο θάνατος προκρίνεται έναντι του πόνου που στέλνει ο Θεός, αλλά δεν βρίσκεται. Χτυπιέται η θάλασσα, τα ποτάμια, και το πόσιμο νερό. Μετατρέπονται σε αίμα. Φυσικά, και τούτο «δίκαιο». Θάνατος ακόμα και σε όσα βρίσκονται στη θάλασσα, παρ’ ότι δεν σχετίζονται καθόλου με την υποδοχή του «αντίχριστου». Ο πόνος κάνει τους ανθρώπους να μασούν τις γλώσσες τους. Η φρίκη και ο παραλογισμός σε όλο τους το μεγαλείο. Από την άλλη πλευρά, χαρά και δοξολογία, εφόσον η έλευση του Ιησού είναι ταχεία.
Προσέξτε τις ομοιότητες αναφορικά με την ψυχολογία που θέλει να προωθήσει ο Ιωάννης, όπως διαφαίνεται σε ολόκληρο το βιβλίο του και της ψυχολογίας που επικρατεί στις χριστιανικές (παρα)εκκλησιαστικές οργανώσεις (και όχι μόνο). Ποιος ο χαρακτήρας του ηγέτη, του πιστού, και της κοινότητας.
Ο ψυχοθεραπευτής καθηγητής κος Καραγιάννης, γράφει στο βιβλίο του «Ρωγμές και Αγγίγματα»…
Ασχολείται με την καταστροφολογία, το τέλος του κόσμου, την εμφάνιση του Αντίχριστου. Περιμένει την τιμωρία των κακών ως ανταμοιβή γι’ αυτά που στερήθηκε. Θεωρώντας, δηλαδή, τους ανθρώπους που δεν αντιστέκονται στο κακό ως ¨τυχερούς¨, που περνούν καλύτερη ζωή από αυτόν, αναμένει την τιμωρία τους για να δικαιωθεί ο ίδιος. Γι’ αυτό αναζητά ¨σημεία¨ που να επιβεβαιώνουν τις αντιλήψεις του. Επομένως έλκεται από θρησκευτικές κοινότητες από διέπονται από αντίστοιχη ιδεολογία. Που ο υπεύθυνος της ομάδας καλλιεργεί κλίμα αμείλικτης τιμωρίας της κάθε παρακοής, και κηρύττει έναν αντίστοιχο Θεό-τιμωρό. [..] Οι συζητήσεις μέσα στην ομάδα είναι συναισθηματικά φορτισμένες και πάντα έντονα επικριτικές για τους ανθρώπους τους εκτός ομάδας. Ευνοείται η μεταφορά ειδήσεων που επιβεβαιώνουν ότι ο κόσμος οδεύει στην καταστροφή, που οδηγεί μέσω των αναπτυσσόμενων φοβιών στη συσπείρωση της ομάδας, και στην προσήλωση στον αρχηγό, που θα προστατεύει τα μέλη από όλους τους κινδύνους. Στα πλαίσια αυτά, έχει χαθεί η προσωπική ελευθερία.

Το χρονικό εύρος της επαλήθευσης των «προφητειών»

Η «Αποκάλυψη» ισχυρίζεται ότι περιέχει «προφητείες». «Δεῖ σε πάλιν προφητεῦσαι ἐπὶ λαοῖς καὶ ἔθνεσιν καὶ γλώσσαις καὶ βασιλεῦσιν πολλοῖς» (10:11). «Μὴ σφραγίσῃς τοὺς λόγους τῆς προφητείας τοῦ βιβλίου τούτου ὅτι ὁ καιρὸς ἐγγύς ἐστιν» (22:10).
Μάλιστα ορίζει ξεκάθαρα και τον χρονικό ορίζοντα της εκπληρώσεώς τους. Στο πρώτο εισαγωγικό κεφάλαιο αναφέρεται σαφώς:
«Ἀποκάλυψις Ἰησοῦ Χριστοῦ ἣν ἔδωκεν αὐτῷ ὁ θεός δεῖξαι τοῖς δούλοις αὐτοῦ ἃ δεῖ γενέσθαι ἐν τάχει καὶ ἐσήμανεν ἀποστείλας διὰ τοῦ ἀγγέλου αὐτοῦ τῷ δούλῳ αὐτοῦ Ἰωάννῃ» (1:1).
«μακάριος ὁ ἀναγινώσκων καὶ οἱ ἀκούοντες τοὺς λόγους τῆς προφητείας καὶ τηροῦντες τὰ ἐν αὐτῇ γεγραμμένα ὁ γὰρ καιρὸς ἐγγύς» (1:3).
«Ἰδού, ἔρχεται μετὰ τῶν νεφελῶν καὶ ὄψεται αὐτὸν πᾶς ὀφθαλμὸς καὶ οἵτινες αὐτὸν ἐξεκέντησαν καὶ κόψονται ἐπ’ αὐτὸν πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς» (1:7).
Αλλά και στο τελευταίο κεφάλαιο, ως επιστέγασμα, αναφέρεται:
«ἰδού, ἔρχομαι ταχύ. μακάριος ὁ τηρῶν τοὺς λόγους τῆς προφητείας τοῦ βιβλίου τούτου» (22:7).
«Μὴ σφραγίσῃς τοὺς λόγους τῆς προφητείας τοῦ βιβλίου τούτου ὅτι ὁ καιρὸς ἐγγύς ἐστιν» (22:10).
«ἰδού, ἔρχομαι ταχύ καὶ ὁ μισθός μου μετ’ ἐμοῦ ἀποδοῦναι ἑκάστῳ ὡς τὸ ἔργον αὐτοῦ ἐσται» (22:12).
«Ναί ἔρχομαι ταχύ» (22:20).
Όλες αυτές οι αναφορές του κειμένου δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης, ότι όλα αυτά αφορούν μια πολύ κοντινή εποχή σε σχέση με την εποχή του συγγραφέα. Μάλιστα στο χωρίο 1:7 γίνεται αναφορά σε εκείνους που «εξεκέντισαν» τον Ιησού. Οι σταυρωτές του θα ήταν ακόμα εν ζωή, όταν ο Ιησούς θα έκανε την επάνοδό του στη γη. Και αυτό δείχνει ότι η Β΄ Παρουσία και το τέλος της όλης «προφητείας» θα ελάμβανε χώρα τον πρώτο αιώνα.
Καθίσταται λοιπόν σαφές, ότι όσοι πιστεύουν ότι τα γραφόμενα της «Αποκάλυψης» αφορούν την εποχή μας, βρίσκονται σε πλάνη και παρερμηνεύουν το κείμενο. Ό,τι ήταν να γίνει, εξαντλείται σε εκείνη την -προ αιώνων- περασμένη εποχή.
Στο δεύτερο μέρος, θα δούμε περισσότερα για το αν πράγματι προφητεύεται κάτι στην «Αποκάλυψη», τις αρχικές απόψεις των χριστιανών, την μαρτυρία των συνόδων και των κανόνων και θα πούμε δυο λόγια για το που τελικά εξυπηρετεί το βιβλίο αυτό.

Είναι στην πραγματικότητα «προφητικό βιβλίο»;

Όπως έχει γίνει ήδη αντιληπτό από τους αναγνώστες, η ιστορική μέθοδος από μια εποχή και μετά δεν βόλευε τους πιστούς και τους ταγούς τους. Για αυτό, εισήγαγαν άλλες ερμηνευτικές προσεγγίσεις, ώστε να μην αναιρούν τα γραφόμενα από τη μία, ενώ από την άλλη να μην στέκονται και στο γράμμα. Για παράδειγμα, κατασκεύασαν μια άγνωστη θεολογική έννοια, άγνωστη στον συγγραφέα και τους πρώτους χριστιανούς, το «εσχατολογικό παρόν». Με αυτήν, προσπαθούν να προσαρμόσουν τα γραφόμενα στην εκάστοτε εποχή. Βέβαια, «εσχατολογικό παρόν» δεν υφίσταται, όπως είδαμε όταν εξετάσαμε το χρονικό εύρος της «επαλήθευσης» των προφητειών στο πρώτο μέρος, που δίνει η ίδια η «Αποκάλυψη». Την ίδια γραμμή κρατούν οι θεολόγοι έως σήμερα.
α) Η «Βαβυλώνα» της «Αποκαλύψεως», είναι η ιστορική Ρώμη
Το κείμενο είναι γραμμένο σε συμβολική γλώσσα, όπως τόσα άλλα παρόμοια κείμενα-«αποκαλύψεις». Πίσω από τους συμβολισμούς όμως, κρύβονται ιστορικά πρόσωπα και πόλεις. Η ιστορική Βαβυλώνα αιχμαλώτισε τον λαό του Θεού (τον Ισραήλ) και τον μετοίκησε σε ξένη γη, κατά τις διηγήσεις της Παλαιάς Διαθήκης. Μάλιστα οι Βαβυλώνιοι κατέστρεψαν τον Ναό του Θεού και σύλησαν το ιερό. Τώρα πλέον, λειτουργεί ως σύμβολο μιας άλλης ιστορικής πόλης, της Ρώμης. Όπως ήταν ένδοξη η ιστορική Βαβυλώνα, είναι και η Ρώμη. Όση κοσμική δύναμη είχε η πρώτη, έχει και η δεύτερη. Η Ρώμη είναι η έδρα της αυτοκρατορίας. Μιας αυτοκρατορίας που δεν αναγνωρίζει επισήμως ακόμα ούτε τον Ιησού, ούτε τον «αληθινό» Θεό, ούτε την «αληθινή» πίστη. Ζει στο «σκοτάδι», στην «ειδωλολατρία» και την «πλάνη». Και όχι μόνο αυτό, αλλά επιπλέον οι πιστοί νιώθουν ότι «διώκονται» για την πίστη τους. Βεβαίως αυτό είναι αναληθές. Ούτε έδικτα υπήρξαν ποτέ (σε αντίθεση με τα υπαρκτά έδικτα των χριστιανών αυτοκρατόρων που από τον 4ο αιώνα και εξής στρέφονται ενάντια σε οτιδήποτε δεν συμφωνεί με τα χριστιανικά δόγματα), ούτε υπήρχε καν υποψία μέσα σε εποχή άκρατου θρησκευτικού συγκρητισμού. Δεν υπήρξε ποτέ κάποιος γενικευμένος μαζικός διωγμός για την πίστη.
Στο κεφάλαιο 17, η πόρνη γυναίκα που έχει γραμμένο στο μέτωπό της το όνομα «Βαβυλών», κάθεται πάνω σε επτά κεφάλια. Όπως μας λέει το κείμενο, «αἱ ἑπτὰ κεφαλαὶ ὄρη εἰσίν ἑπτὰ ὅπου ἡ γυνὴ κάθηται ἐπ’ αὐτῶν» (στ. 9). Η Ρώμη προσδιορίζεται ακριβώς ως επτάλοφη. Η αρίθμηση των βασιλέων ξεκινά από τον Ιούλιο Καίσαρα. Αυτό σημαίνει ότι ο έκτος, αυτός που «ἔστιν» κατά την εποχή της συγγραφής, είναι ο Νέρωνας.
Στο ίδιο κεφάλαιο, στον στίχο 5, αναφέρεται πολύ καθαρά ότι το όνομα «Βαβυλώνα» είναι «μυστήριο», δηλαδή συμβολικό. «Μυστήριον Βαβυλὼν ἡ μεγάλη ἡ μήτηρ τῶν πορνῶν καὶ τῶν βδελυγμάτων τῆς γῆς».
Ο εκκλησιαστικός πατέρας και διδάσκαλος Ανδρέας Καισαρείας, στα «Σχόλια στην Αποκάλυψη», αναφέρει ότι «Η πρεσβυτέρα Ρώμη, Βαβυλών εν τη επιστολή του Πέτρου προσηγορεύεται» (PG 106, 377). Αυτό σημαίνει ότι τον παλαιό καιρό, το όνομα «Βαβυλών» χρησιμοποιούνταν μεταξύ των πιστών ως κωδικό όνομα, εννοώντας την Ρώμη. Επειδή ο Ανδρέας Καισαρείας ζει πολύ αργότερα (563-637 κ.ε.), προσδιορίζει την Ρώμη ως «πρεσβυτέρα», για να μην παρανοήσει κανείς και θεωρήσει ότι αναφέρεται στην «Νέα Ρώμη», την Κωνσταντινούπολη. Επίσης, γράφει: «Ταύτην την πόρνην τινές εις παλαιάν Ρώμην, ως επάνω επτά ορέων κειμένην εξέλαβον» (ο.π. σ. 376). Εδώ αναφέρεται στους παλαιότερους εκκλησιαστικούς, πιθανότατα των τριών ή τεσσάρων πρώτων αιώνων. Αυτή όμως η προσέγγιση δεν θα μπορούσε να σταθεί, καθώς η ιστορική Ρώμη είχε ήδη πέσει στην εποχή του, αλλά τίποτα δεν είχε συμβεί από όσα επαγγέλονταν η «Αποκάλυψη». Για αυτό και συνεχίζει ο Ανδρέας Καισαρείας: «Ημείς δε, όσον εκ της των επομένων ακολουθίας οδηγούμεθα, ταύτην είναι την καθόλου επίγειον βασιλείαν, την ως εν ενί σώματι· η την μέχρι της του αντίχριστου παρουσίας, βασιλευόμενη πόλιν οιόμεθα» (ο.π. σ. 376). Με τη φράση «ημείς δε», δείχνει μια νέα ερμηνευτική κατεύθυνση που διαφέρει από την παλαιά. Οι παλαιότεροι θεωρούσαν ότι η «Βαβυλώνα» είναι η Ρώμη. Οι σύγχρονοί του πλέον θεωρούν ότι είναι η «Ρώμη», αλλά όχι η ιστορική πόλη. Η Ρώμη ως σύμβολο πια κάθε της επίγειας βασιλείας. Δηλαδή, το όλο κοσμικό σύστημα διοίκησης. Σαν μια ενότητα, σαν ένα σύνολο, σαν ένα σώμα, το οποίο θα παραμείνει μέχρι την παρουσία του αντίχριστου όπου και θα καταστραφεί. «Η γαρ παλαιά Ρώμη εκ πολλού το της βασιλείας κράτος απέβαλεν».
Ας δούμε όμως τι λένε και σύγχρονοι ερμηνευτές και θεολόγοι.
Στον πρόλογο του βιβλίου του καθηγητή Σ. Δεσπότη «Η Αποκάλυψη του Ιωάννη», γράφει ο καθηγητής Ν. Ματσούκας: «Οι συναρπαστικές περιγραφές του βιβλίου κάνουν τον αναγνώστη να νιώθει αυτούς τους τρομακτικούς τριγμούς και τον εκκωφαντικό πάταγο, καθώς πέφτει η Βαβυλών η μεγάλη –σύμβολο της ρωμαϊκής κυριαρχίας» (σ. 15).
Ο ίδιος ο Σ. Δεσπότης, αναφέρει ότι «ο χαρακτηρισμός της Ρώμης ως Βαβυλώνας μαρτυρείται σε ιουδαϊκές πηγές μετά το 70 μ. Χ».
Ο καθηγητής Γ. Πατρώνος, αναφέρει: «Όταν, για παράδειγμα, ο Ιωάννης ομιλεί για την “πόρνην τήν μεγάλην τήν καθημένην ἐπί ὑδάτων πολλῶν , μεθ’ ἧς ἐπόρνευσαν οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς” (Αποκάλυψη 17,1-2), ασφαλώς και δεν εννοεί κάποια πόρνη γυναίκα που θα έρθει στο μέλλον για να γεννήσει τον αντίχριστο, όπως υποστηρίζουν σήμερα πολλοί, αλλά ομιλεί για τη σύγχρονη του Ρώμη» (Η Αποκάλυψη του Ιωάννη).
Επίσης, «για τον Ιωάννη της Αποκάλυψης “μεγάλη πόρνη” είναι η κραταιά Ρώμη».
Στις μαγνητοφωνημένες ομιλίες του αρχιμανδρίτη Αθανασίου Μυτιληναίου στο βιβλίο της Αποκάλυψης, αναφέρει: «Η Ρώμη ήδη έπεσε και εξεπληρώθη ιστορικά κατά γράμμα ότι ανεφέρθη από το βιβλίο της Αποκαλύψεως. […] Αυτή καταστροφή της Βαβυλώνας-Ρώμης αποτελεί ένα πρότυπο που είναι για κάθε “Βαβυλώνα-Ρώμη” κατά τη διαδρομή της ιστορίας, έως τα έσχατα».
Βλέπουμε καθαρά ότι διακρίνει την ιστορική ερμηνεία από την συμβολική. Βέβαια, δεν είναι προφητεία το ότι έπεσε η Ρώμη. Είναι απολύτως φυσικό ότι κάποια μέρα θα έπεφτε. Στο καθετί υπάρχει η αρχή, η ακμή, και η παρακμή- πτώση, νομοτελειακά. Θα ήταν προφητεία μόνο στην περίπτωση που θα εκπληρώνονταν και όλα τα σχετικά που έχει γράψει ο συγγραφέας.
Και στην συνέχεια, «ἡ γυνὴ ἣν εἶδες ἔστιν ἡ πόλις ἡ μεγάλη ἡ ἔχουσα βασιλείαν ἐπὶ τῶν βασιλέων τῆς γῆς» (17:18). Με αυτόν τον τελευταίο στίχο γίνεται σαφές ότι η πόλη που απησχόλησε όλο αυτό το κεφάλαιο είναι η Ρώμη. Η ιστορική Ρώμη. Κατά την εποχή εκείνη δεν υπήρχε καμία τέτοια πόλις, παρά η Ρώμη. Η πρωτεύουσα του απεράντου εκείνου ρωμαϊκού κράτους» (6/3/1983, ομιλία 70η).
Άρα, με το πέρας της εποχής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, έχουμε και το πέρας των «προφητειών», αν και εφόσον ακολουθήσουμε την ιστορική προσέγγιση.
β) Το χάραγμα είναι παρμένο από ήδη γνωστή συνήθεια της εποχής του συγγραφέως
Άλλο ένα κεντρικό θέμα στο εν λόγω βιβλίο, είναι το περιβόητο «χάραγμα» του αντίχριστου. Αυτό, όπως και το «666», έχουν μετατραπεί σε μαστίγια με τα οποία καθοδηγούν και ενίοτε χρησιμοποιούν το θρησκευόμενο πλήθος.
Η αναφορά στο χάραγμα δεν μπορεί να θεωρηθεί «προφητεία». Ανατρέχοντας κανείς σε κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, μπορεί να βρει ανάλογα σημάδια διάκρισης πιστών- απίστων. Για παράδειγμα, στο βιβλίο «Ιεζεκιήλ» (9:4-6), δίδεται η εντολή να σφραγιστούν στο μέτωπο όσοι από τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ στενάζουν για τις αδικίες που γίνονται. Οι υπόλοιποι θα τιμωρηθούν με θάνατο, ακόμα και τα νήπια (τα οποία προφανώς δεν στέναζαν για τις … αδικίες και τις ανομίες στο Ισραήλ). Ο συγγραφέας της «Αποκαλύψεως» μιλάει τώρα για χάραγμα των μη πιστών. Όπως ο Θεός σφραγίζει τους δικούς του αναγνωρίζοντάς τους με αυτόν τον τρόπο, το ίδιο κάνει και ο διάβολος δια του αντίχριστου. «εἴ τις προσκυνεῖ τὸ θηρίον καὶ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ, καὶ λαμβάνει τὸ χάραγμα ἐπὶ τοῦ μετώπου αὐτοῦ ἢ ἐπὶ τὴν χεῖρα αὐτοῦ, καὶ αὐτὸς πίεται ἐκ τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ κεκερασμένου ἀκράτου ἐν τῷ ποτηρίῳ τῆς ὀργῆς αὐτοῦ, καὶ βασανισθήσεται ἐν πυρὶ καὶ θείω» (Αποκάλυψη, 14:9-10).
Την εικόνα του χαράγματος την λαμβάνει από αυτό που ήδη ήταν συνήθεια να γίνεται τόσο στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία όσο και παλαιότερα. Στα Ρωμαϊκά στρατεύματα, ο στρατός χαράζονταν ή σφραγίζονταν και αυτό προς ένδειξη αφοσίωσης στον αυτοκράτορα και στον αρχηγό της λεγεώνας. Ο καθηγητής Π. Μπρατσιώτης, αναφέρει: «¨Να δώσωσι αυτοίς χάραγμα…¨ εκφράζει την εθελοδουλείαν των ανθρώπων, καθ’ όσον δια της τοιούτης σφραγίσεως (στίξεως) παρίσταται η πλήρης υποτέλεια των εν λόγω ανθρώπων εις το θηρίον. Η δε φράσις υπενθυμίζει την παλαιάν ανατολικήν συνήθειαν του εγχαράσσειν ή ενστίζειν το όνομα σαρκικού ή πενυματικού κυρίου δια πυρακτωμένου οργάνου επί της χειρός ή του μετώπου μισθοφόρων ή δούλων, ανθρώπων ή θεών» (Αποκάλυψις Ιωάννου, σ. 217).
Σκεφτείτε τώρα και συνδυάστε όλα τα παραπάνω. Ο συγγραφέας, κινείται στο γενικότερο «αποκαλυπτικό» ρεύμα της εποχής. Ο «κακός» άπιστος κόσμος και στον αντίποδα οι πιστοί. Το «κράτος» και στον αντίποδα οι χριστιανικές κοινότητες. Το «αντίθεο» θέλημα του αυτοκράτορα και στον αντίποδα το άγιο θέλημα του Θεού. Ο χριστιανός νιώθει ξένος μέσα σε έναν κόσμο «εχθρικό» για αυτόν. Διαβολικό. Σε έναν κόσμο όπου τα ερίφια είναι ανακατεμένα με τα πρόβατα, τα ζιζάνια με τον σίτο. Μέσα στην κοινότητα όμως λαμβάνει θάρρος. Βρίσκει «αδελφούς», ομοϊδεάτες. Οι ομάδες συσπειρώνονται εξαιτίας του φόβου της επικείμενης συντέλειας και αιώνιας τιμωρίας των απειθούντων. Το μικρό ποίμνιο του Θεού που δεν πρέπει να φοβάται, γιατί ευδόκησε σε αυτό ο Πατέρας Θεός. Καταστροφολογία, το τέλος του κόσμου, ερχομός αντίχριστου. Εν ολίγοις, ψυχολογία σέκτας.
Συνεπώς, ούτε το «χάραγμα» είναι προφητεία. Είναι μια συμβολική εικόνα παρμένη από αυτό που γνωρίζει ότι γινόταν στην εποχή του και από «ιερά» κείμενα.
γ) Η σκόπιμη ασάφεια του 666 και τρείς βασικές παρερμηνείες των θρησκευτικών οργανώσεων
«Εν τη ιστορία της παγκοσμίου γραμματείας είναι ζήτημα, εάν υπάρχει βιβλίον περισσότερον ερμηνευθέν και παρερμηνευθέν παρ’ όσον η ημετέρα Αποκάλυψις» (Αποκάλυψις Ιωάννου, Π. Μπρατσιώτης, σ. 38).
Άλλος ένας μύθος που καταρρίπτεται από μια ενδελεχή έρευνα, είναι το κωδικός αριθμός «666».
καὶ ποιεῖ πάντας, τοὺς μικροὺς καὶ τοὺς μεγάλους, καὶ τοὺς πλουσίους καὶ τοὺς πτωχούς, καὶ τοὺς ἐλευθέρους καὶ τοὺς δούλους, ἵνα δώσωσιν αὐτοῖς χάραγμα ἐπὶ τῆς χειρὸς αὐτῶν τῆς δεξιᾶς ἢ ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν, καὶ ἵνα μή τις δύνηται ἀγοράσαι ἢ πωλῆσαι εἰ μὴ ὁ ἔχων τὸ χάραγμα, τὸ ὄνομα τοῦ θηρίου ἢ τὸν ἀριθμὸν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ. ῟Ωδε ἡ σοφία ἐστίν· ὁ ἔχων νοῦν ψηφισάτω τὸν ἀριθμὸν τοῦ θηρίου· ἀριθμὸς γὰρ ἀνθρώπου ἐστί· καὶ ὁ ἀριθμὸς αὐτοῦ χξς´.
(Αποκάλυψη, 13:16-18)
Το «θηρίο» είναι ο «αντίχριστος». Σύμφωνα με τα γραφόμενα της «Αποκάλυψης», θα εφαρμοστεί ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα κατά το οποίο όποιος δεν έχει χαραχτεί στο δεξί χέρι ή στο μέτωπο, δεν θα μπορεί ούτε να αγοράσει ούτε να πουλήσει. Να προσέξουμε ότι η επίμαχη περικοπή αναφέρεται ρητά σε «χάραγμα». Σε κάτι, δηλαδή, που χαράσσεται στο δέρμα. Ούτε σε ταυτότητες (καθώς είναι είδος εντύπου ή κάρτας), ούτε σε τσιπ (το τσιπ εμφυτεύεται, δεν χαράσσεται).
Αν και υποτίθεται ότι όλα αυτά είναι «αποκάλυψη» για όσα πρέπει να γίνουν γρήγορα, που δίνει ο Θεός στον Ιησού, και ο Ιησούς στους δούλους του (έτσι ονομάζονται οι πιστοί, «δούλοι»), τα οποία τα απέστειλε δια του αγγέλου του, στην πραγματικότητα τίποτα δεν φανερώνει. Περισσότερο συσκοτίζει και διατηρεί μια ομιχλώδη ατμόσφαιρα που βολεύει, παρά μας δίνει να καταλάβουμε.
Αυτό που θα χαραχθεί στο δεξί χέρι ή στο μέτωπο (το «χάραγμα»), θα είναι το όνομα του θηρίου ή ο αριθμός του ονόματός του. Ποιο είναι το όνομα αυτό; Καμία σαφής απάντηση. Αντί αυτού, μας δίδεται ένας αριθμός. Ο αριθμός μας δίδεται υπό μορφή γραμμάτων, διότι αυτό είναι το ελληνικό σύστημα αρίθμησης. Αυτό που χρησιμοποιούμε σήμερα, είναι το αραβικό. Τα γράμματα «χ», «ξ», «ς», σημαίνουν αντίστοιχα τους αριθμούς «600», «60», «6». Δηλαδή, «666». Το όνομα λοιπόν του «θηρίου» προκύπτει από τον συνδυασμό των γραμμάτων που μεταφραζόμενοι σε αριθμούς, πρέπει να μας δίνουν άθροισμα 666. Όπως καταλαβαίνουμε, πλήθος ονομάτων μπορεί να μας δώσει άθροισμα 666. Επομένως, πλήθος οι υποψήφιοι «αντίχριστοι». Στην ουσία, δεν μας είπε τίποτα. Δεν μας αποκάλυψε τίποτα. Δεν μας προφήτεψε τίποτα.
«Περί δε του αριθμού τούτου και του υπονοουμένου ανθρώπου έχουσι μεν έκπαλαι αναρίθμητα υποτεθή και γραφή, ουδεμία δε όμως ικασία δεν έχει αποδειχθεί εντελώς βάσιμος, δι’ ο και εξακολουθεί ενταύθα ακατάπαυστως η κατά το μάλλον ή ήττον φαντασιοκοπική παραγωγή» (Αποκάλυψις Ιωάννου, Π. Μπρατσιώτης, σ. 218).
Ας δούμε ένα παράδειγμα. Ο Ειρηναίος της Λυών, είχε προτείνει το όνομα «ΛΑΤΕΙΝΟΣ», ως ένα πιθανό όνομα του αντίχριστου. Δηλαδή: 30 + 1+ 300 + 5 + 10 + 50 + 70 + 200 = 666.
Ακόμα πρέπει να προσέξουμε ένα δεύτερο σημείο που παρερμηνεύουν οι ηγέτες των οργανώσεων αυτών (είτε ορθόδοξων είτε ετερόδοξων), ότι πρώτα εμφανίζεται ο αντίχριστος (μάλιστα «αποκαλύπτεται» ο ίδιος- δεν τον ανακαλύπτουν με υπολογισμούς), και έπειτα εφαρμόζεται το χάραγμα. Άρα, χωρίς την εμφάνιση του αντίχριστου, το υποτιθέμενο χάραγμα δεν υπάρχει!
Σε άλλο βιβλίο της Καινής Διαθήκης, αναφέρεται: «καὶ νῦν τὸ κατέχον οἴδατε εἰς τὸ ἀποκαλυφθῆναι αὐτὸν ἐν τῷ ἑαυτοῦ καιρῷ τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας• μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται καὶ τότε ἀποκαλυφθήσεται ὁ ἄνομος ὃν ὁ κύριος ἀναλώσει τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ καὶ καταργήσει τῇ ἐπιφανείᾳ τῆς παρουσίας αὐτού» (Β΄ προς Θεσσαλονικείς, 2:6-8).
Συνεπώς, δεν έχει νόημα ο αριθμός «666» που μας δίνεται ως κωδικός αριθμός του ονόματος του αντίχριστου. Από την στιγμή που (υποτίθεται) ότι θα αποκαλύψει ο ίδιος τον εαυτό του, η πληροφορία της Αποκαλύψεως μας είναι άχρηστη. Βέβαια, αλλού απευθύνεται ο Ιωάννης, αλλού ο άγνωστος συγγραφέας της «Β΄ προς Θεσσαλονικείς» επιστολής. Ο ένας δεν έχει υπόψη του την συγγραφή του άλλου.
Ένα τρίτο σημείο, είναι ότι από την στιγμή που ο αριθμός είναι «αριθμός ανθρώπου», άρα το θηρίο είναι άνθρωπος. Ούτε μια κατάσταση, ούτε μια περίοδος, ούτε ένα σύστημα.
δ) Ορισμένα χειρόγραφα όμως γράφουν «616»…
Αν αναλογιστούμε ότι σε ορισμένα χειρόγραφα ο αριθμός του «θηρίου» είναι το «616» ή διαφορετικά το «χις» ή «χιc», τότε καταρρέει το παν. Για παράδειγμα, στο αρχαιότερο διατηρημένο χειρόγραφο της Αποκάλυψης με αριθμό 115, που χρονολογείται μεταξύ του 225- 275 κ.ε. Ή στον κώδικα Εφραίμ του 5ου αιώνα, και στην λατινική έκδοση του Τυχωνίου, γύρω στο 390 κ.ε.
Ο Έρμαν Μπάρτ αναφέρει σχετικά: «Μερικά αρχαία χειρόγραφα του βιβλίου της Αποκάλυψης δίνουν διαφορετικό αριθμό για το θηρίο. Σε αυτά, είναι 616 και όχι 666» (Η Καινή Διαθήκη, μια ιστορική εισαγωγή, σ. 408).
Αλλά και ο Μπρατσιώτης: «Επίσης αξιούται πολλής προσοχής η ήδη εν χειρογράφοις της εποχής του Ειρηναίου φερομένη και υπό τούτου μνημονευομένη γραφή 616» (Υπόμνημα στην Αποκάλυψη του Ιωάννου, σ. 218).
Επομένως, λαμβάνοντας την μαρτυρία του Ειρηναίου (185 κ.ε.) ότι ήδη στην εποχή του υπήρχαν χειρόγραφα που είχαν το 616 αντί του 666, πάμε πολύ πιο πίσω στην χρονολόγηση από το αρχαιότερο χειρόγραφο που διαθέτουμε σήμερα.
ε) Η ταύτιση του σημερινού bar code με το 666 είναι αυθαίρετη
Οι «υπέρ-ορθόδοξοι» φανατικοί που ανήκουν συνήθως σε παρεκκλησιαστικές οργανώσεις, ταυτίζουν το «bar-code» με το 666. Η αλήθεια όμως είναι ότι η ταύτιση είναι αυθαίρετη και προέρχεται από προτεστάντισσα, από βιβλίο της οποίας έλαβε έναυσμα και ο Παΐσιος, που μίλησε πολύ για αυτήν την ταύτιση, κάτι που στην συνέχεια υιοθέτησαν πολλοί χριστιανοί και κληρικοί μόνο και μόνο επειδή το είπε ο…«γέροντας». Όμως, ο πρώην μητροπολίτης Νικοπόλεως και Πρεβέζης, Μελέτιος, στο βιβλίο του «Το χάραγμα του Αντίχριστου στην ορθόδοξη παράδοση» καταρρίπτει την οποιαδήποτε συσχέτιση. Οι σχετικές ιδέες προωθήθηκαν αρχές του 1980 από τα μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία της Mary Stewart Relfe, όπως το «When your money fails» και το «The new money system». Η ίδια μάλιστα προσδιόριζε την Β΄ Παρουσία κατά το έτος 1998. Όμως ο πανδαμάτορ χρόνος ανατρέπει και ξεσκεπάζει τις απάτες.

Αρχικές απόψεις των χριστιανών περί της Αποκάλυψης

Ο Ευσέβιος Καισαρείας αναφέρει ότι μέχρι την εποχή του τα πράγματα ήταν μπερδεμένα για πολλούς. «Της δε Αποκαλύψεως εις εκάτερον έτι νυν παρά τοις πολλοίς περιέλκεται η δόξα» (Εκκλησιαστική Ιστορία, 3:24:18). Σε άλλο σημείο, ότι είναι νόθο έργο. «Εν τοιε νόθοιε κατατετάχθω» (ο.π. 3:25:4). Και όχι μόνο αμφιβολίες ως προς την αποστολική του προέλευση, αλλά ότι επίσης κάποιοι απέρριπταν και το περιεχόμενό του. «Τινές, ως έφην, αθετούσιν, έτεροι δε εγκρίνουσι».
Στην εκκλησιαστική ιστορία του Ευσεβίου, διασώζονται αποσπάσματα από το χαμένο έργο «Επαγγελίες» του πατριάρχη Αλεξανδρείας Διονυσίου, ο οποίος με ισχυρά επιχειρήματα αμφισβητεί την συγγραφή του έργου από τον απόστολο Ιωάννη.
Αναφέρεται συχνά ότι ο Διονύσιος ήταν ο πρώτος που διετύπωσε αμφιβολίες για την «αποστολικότητα» της «Αποκάλυψης». Ο Διονύσιος δεν αμφισβητούσε το περιεχόμενό της (αν και δεν την καταλάβαινε!), ούτε ότι γράφτηκε από κάποιον εκκλησιαστικό «άγιο» άνδρα με το όνομα «Ιωάννης». Αμφισβητούσε ότι πρόκειται για τον Ιωάννη τον μαθητή του Ιησού. Όμως δεν είναι αληθές ότι ήταν ο πρώτος. Αναφέρει ο ίδιος ότι υπήρξαν πριν από αυτόν χριστιανοί που αμφισβήτησαν όχι μόνο τον συγγραφέα αλλά και το περιεχόμενό της«Τινές μεν ουν των προ ημών ηθέτησαν και ανεσκεύασαν παντή το βιβλίον» (Εκκλησιαστική ιστορία, 7:25:1). Όχι μόνο αθέτησαν, αλλά ανασκεύασαν κιόλας. Επειδή, όπως αναφέρει:
α) Το βρήκαν άγνωστο και παράλογο, «άγνωστον τε και ασυλλόγιστον».
β) Βρήκαν ότι είναι ψευδεπίγραφο, «Ψεύδεσθαι τε την επιγραφήν. Ιωάννου γαρ ουκ είναι λέγουσι».
γ) Βρήκαν ότι ούτε «αποκάλυψη» είναι, εφόσον είναι σκεπασμένη από παραπετάσματα άγνοιας. «Αλλά ουδέ αποκάλυψιν είναι την σφόδρα και παχεί κεκαλυμμένην τω της αγνοίας παραπετάσματι».
δ) Βρήκαν ότι ο συγγραφέας του δεν είναι κάποιος από τους αποστόλους, ούτε καν άγιος. Αλλά ο «αιρετικός» Κήρινθος, που εβαλε το όνομα «Ιωάννης» για κύρος. «Ουχ όπως των αποστόλων τινά, αλλ’ ουδ’ όλως των αγίων ή των από της εκκλησίας τούτου γεγονέναι ποιητήν του γράμματος, Κήρινθον δε τον και την απ’ εκείνου κλειθήσαν Κηρινθιανήν συστησάμενον αίρεσιν, αξιόπιστον επιφημίσαι θελήσαντα τω εαυτού πλάσματι όνομα».
Ο Διονύσιος, εντούτοις, δεν απορρίπτει το βιβλίο. Αν και το θεωρεί ακαταλαβίστικο, δέχεται ότι κρύβει κάποια νοήματα που απλά αδυνατεί να συλλάβει. Για αυτό, δεν χρησιμοποιεί την λογική του, αλλά…την πίστη του! «Εγώ δε αθετήσαι μεν ουκ αν τολμήσαιμι το βιβλίον, πολλών αυτό δια σπουδής εχόντων αδελφών, μείζονα δε της εμαυτού φρονήσως την υπόληψιν την περί αυτού λαμβάνων, κεκρυμμένην είναι τινά και θαυμασιωτέραν την καθ’ έκαστον εκδοχήν υπολαμβάνω. Και γαρ ει μη συνίημι, αλλ’ υπονοώ γε νουν τινα βαθύτερον έγκεισθαι τοις ρήμασιν, ουκ ιδίω ταύτα μετρων και κρίνων λογισμώ, πίστει δε το πλέον νέμω υψηλότερα ή υπ’ εμού καταληφθήναι νενόμικα, και ουκ αποδοκιμάζω ταύτα α μη συνεώρακα, θαυμάζω δε μάλλον ότι μη και είδον».
Το όλο θέμα δεν ξεκαθαρίστηκε παρά μόνο κατά την Πενθέκτη «οικουμενική» σύνοδο που έλαβε χώρα το 691 κ.ε.

Η μαρτυρία των συνόδων μαρτυρά εκκλησιαστική σύγχυση

Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι πάνω από τις θεολογικές πατερικές απόψεις και ερμηνείες βρίσκεται η σύνοδος και υπεράνω όλων η «οικουμενική», η οποία κατά τον συντάκτη του «Πηδαλίου» τον Νικόδημο τον Αγιορείτη, είναι η μόνη που μπορεί να δώσει το ακριβές νόημα των ασαφειών της Γραφής. Οι κανόνες επίσης των πατέρων έχουν ισχύ, η οποία μεγαλώνει όταν αυτοί έχουν την έγκριση κάποιας «οικουμενικής».
Πρέπει να αναφερθεί και να επισημανθεί ότι ο κανόνας «Muratori» (που είναι αρχαιότερος από τους έξι που ενέκρινε η Πενθέκτη «οικουμενική»), δεν αναφέρει την «Αποκάλυψη», δείγμα του ότι θεωρούνταν επισήμως ακόμα επισφαλές βιβλίο. Ο πατρολόγος Π. Χρήστου γράφει σχετικά: «Δεν πρόκειται φυσικά περί απλού καταλόγου, αλλά περί συνοπτικής εισαγωγής, η οποία περιέχει στοιχεία περί των γνησίων και μη γνησίων βιβλίων της Κ. Διαθήκης. Εις την πραγματικότητα οι κατάλογοι αυτού είναι δύο…» (Πατρολογία, τ. 2, σ. 651). Πολύ σημαντικό στοιχείο είναι το ότι στον δεύτερο κατάλογό του, εξαιρεί βιβλία που αργότερα έγιναν αποδεκτά με την σφραγίδα της Πενθέκτης Οικουμενικής (το 691/692) που επικύρωσε έξι από τους κανόνες για τα βιβλία της Αγίας Γραφής που προηγήθηκαν. Γράφει ο ίδιος καθηγητής: «Ο δεύτερος κατάλογος, ομοίως ακέφαλος και κολοβός, παρουσιάζει επίσης και πολλά ανεπανόρθωτα κενά ενδιαμέσως. Αναφέρει τας 13 επιστολάς του Παύλου, εξαιρών την Προς Εβραίους, την Επιστολήν Ιούδα, δύο του Ιωάννου, και τας Αποκαλύψεις Ιωάννου και Πέτρου. Η απουσία των άλλων καθολικών επιστολών ίσως οφείλεται εις φθοράν του κειμένου» (ο.π. σ. 651). Όσον αφορά την εποχή σύνταξής του, ο καθηγητής πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλος γράφει: «Ο τόπος, ο χρόνος και ο συγγραφέας του Καταλόγου μας είναι άγνωστοι. Φαίνεται όμως ότι το αρχικό κείμενο γράφτηκε στη Γαλλία στο τέλος του Β’ ή στις αρχές του Γ’ αιώνα από ελληνόφωνο χριστιανό» (Πατρολογία, τ. 1, σ.314).
Ο δεύτερος κανόνας της Πενθέκτης επισφραγίζει -μεταξύ των άλλων- και τους εξής προηγούμενους κανόνες συνόδων και μεμωνομένων πατέρων, που αφορούν τα επιμέρους βιβλία της Βίβλου. Των «αποστόλων», της συνόδου της Λαοδίκειας, της Καρθαγένης, τους κανόνες του Αθανασίου Αλεξανδρείας, του Γρηγορίου του Θεολόγου, και του Αμφιλόχιου Ικονίου (Πηδάλιο, σ. 183). Εγκρινόμενοι, λοιπόν, από την «οικουμενική» αυτή σύνοδο, η ισχύς τους αναβαθμίζεται και γίνεται καθολική. Παύει ο περιστασιακός ή τοπικός χαρακτήρας τους.
Κανόνες «των αγίων Αποστόλων»
Στον κανόνα «ΠΕ΄» (85), αναφέρονται τα βιβλία της Χριστιανικής Γραφής. Ο κανόνας ξεκινά ως εξής: «Έστω υμίν πάσοι Κληρικοίς και Λαικοίς βιβλία σεβάσμια και άγια» (Πηδάλιο, σ. 98). Η «Αποκάλυψη του Ιωάννου» απουσιάζει. Αγνοείται και δεν θεωρείται ούτε «σεβάσμιο» ούτε «θείο». Είτε είναι είτε δεν είναι των αποστόλων, σίγουρα αντανακλά τις πρώτες επίσημες οδηγίες προς τις εκκλησιαστικές κοινότητες.
Κανόνας συνόδου Λαοδίκειας (360 κ.ε.)
Στον κανόνα «Ξ» (60), αναφέρεται πάλι ένας κατάλογος με τα βιβλία της Γραφής. Ο κανόνας ξεκινά ως εξής: «Όσα δει βιβλία αναγινώσκεσθαι» (ο.π. σ. 360). Στον κατάλογο απουσιάζει η «Αποκάλυψη». Η σύνοδος έχει υπόψη της ότι είναι αμφιλεγόμενο κείμενο, για αυτό και το αγνοεί.
Κανόνας Αθανασίου Αλεξανδρείας (367 κ.ε.)
Ουσιαστικά πρόκειται για έναν κατάλογο που περιέχεται στην 39η εορταστική επιστολή του, που έλαβε κανονικό κύρος 324 χρόνια μετά. Η «Αποκάλυψη» περιλαμβάνεται. Ο λόγος αφορά «τα κανονιζόμενα και παραδοθέντα, πιστευθέντα τε θεία είναι βιβλία» (ο.π. σ. 472).
Κανόνας Γρηγορίου του Θεολόγου
Αναφέρεται «περί του ποια Βιβλία είναι δεκτά» (ο.π. σ. 535), και τελειώνει «ει τι δε τούτον εκτός, ουκ εν γνησίαις». Δεν το περιλαμβάνει στον κανόνα του. Ωστόσο, σε άλλα συγγράμματά του, επικαλείται μερικά χωρία από το βιβλίο αυτό. Προφανώς θεωρεί ότι δεν μπορεί να πάρει συλλογική ευθύνη δίνοντας εγγυήσεις για την «Αποκάλυψη».
Κανόνας Αμφιλόχιου Ικονίου (374 κ.ε.)
Ο Αμφιλόχιος γράφει στον Σέλευκο, και αναφέρει ποια βιβλία είναι δεκτά και «θεόπνευστα». Ξεκινάει αναφέροντας «περί του ποια βιβλία είναι δεκτά», και τελειώνει αναφέροντας «Ούτος αψευδέστατος Κανών αν είη των θεοπνεύστων Γραφών». (ο.π. σ. 536). Για την «Αποκάλυψη» όμως γράφει: «Την δ’ Αποκάλυψιν Ιωάννου πάλιν, τινές μεν εγκρίνουσιν, οι πλείους δε γε Νόθον λέγουσιν».
Κανόνας συνόδου Καρθαγένης (419 κ.ε.)
Στον κανόνα «ΛΒ» (32), η «Αποκάλυψη» περιλαμβάνεται στον κανόνα με τα βιβλία της Γραφής.Ο κανόνας αναφέρει: «Ήρεσεν, ίνα, εκτός των κανονικών Γραφών, μηδέν εν τη Εκκλησία αναγινώσκηται επ’ ονόματι θείων Γραφών. Εισί δε αι Κανονικαί Γραφαί αύται…» (ο.π. σ. 390).
Λαμβάνοντας υπόψη μας την χρονολογική σειρά που διετυπώθησαν οι κανόνες, αλλά και το γεγονός ότι υπήρχε έντονη αμφισβήτηση στην αρχαία Εκκλησία όσον αφορά την αποστολικότητα του συγγράμματος όπως και του περιεχομένου του, μπορούμε να ισχυριστούμε τα εξής: Εν μέσω διαφωνιών και αντιλογιών, σταδιακά επετεύχθη ώστε η «Αποκάλυψη» να θεωρηθεί ως γραμμένη από τον απόστολο Ιωάννη, και να μπει στον κανόνα με τα λοιπά βιβλία της Γραφής. Επισήμως, αγνοείται (85ος αποστολικός κανόνας), έπειτα δεν αναφέρεται στα βιβλία που πρέπει να διαβάζονται (σύνοδος Λαοδικείας). Ο Αθανάσιος επτά χρόνια μετά, την περιλαμβάνει στα θεία βιβλία που πρέπει να πιστεύουν οι χριστιανοί. Όμως, να προσέξουμε ότι μιλάει για «κανονιζόμενα» βιβλία. Όχι κανονικά. Δηλαδή, ο κανόνας δεν είναι ακόμα οριστικός. Περίπου την ίδια εποχή, έχουμε άλλους δύο κανόνες από επιφανείς πατέρες της Εκκλησίας, του Γρηγορίου και του Αμφιλόχιου. Ο μεν Γρηγόριος επισήμως δεν την βάζει στα «δεκτά» και «γνήσια» βιβλία, ενώ ο Αμφιλόχιος μας δίνει την πληροφορία ότι ακόμα και στην εποχή του (παρ’ ότι έχουν προηγηθεί τα προηγούμενα), οι περισσότεροι δεν δέχονται την «Αποκάλυψη». Κάποιες δεκαετίες αργότερα η «Αποκάλυψη» εισάγεται επισήμως και τελεσίδικα στον κανόνα των βιβλίων των Γραφών των χριστιανών, με την σύνοδο της Καρθαγένης. Εν τέλει, 272 χρόνια αργότερα, χρειάζεται την επισφράγιση της Πενθέκτης.

Τελικά που εξυπηρετεί η «Αποκάλυψη»;

Στο σημείο αυτό- ως επίλογο, παραθέτουμε τι γράφει ο καθηγητής Γ. Πατρώνος…
Είναι γνωστό ότι το εσχατολογικό στοιχείο είναι έκδηλο και ισχυρό στο κείμενο αυτό. Αλλά όχι με την έννοια μιας στατικής πραγματοποιηθείσης εσχατολογίας ή με την έννοια μιας μελλοντολογικής προσέγγισης και προφητικής καταγραφής των γεγονότων του μέλλοντος, αλλά με τη βαθιά σημασία μιας δυναμικής και «λειτουργικής εσχατολογίας» μέσα στο παρόν.
(Η Αποκάλυψη του Ιωάννη, σελ. 56-62)
Τί μας λέει δηλαδή; Ότι η «Αποκάλυψη» δεν είναι ένα βιβλίο με μια συλλογή από «προφητείες» -όπως συμβαίνει σε άλλα ανάλογα κείμενα-, αλλά η όλη εσχατολογία λειτουργεί μέσα στο παρόν. Όμως, επειδή κάθε εποχή έχει το δικό της «παρόν», και οι άνθρωποι που ζουν σε αυτήν βιώνουν το «παρόν» της, βγάζουμε αβίαστα το συμπέρασμα ότι για τον ΚΆΘΕ πιστό ΚΑΘΕ εποχής, η «Αποκάλυψη» λειτουργεί ως βιβλίο εσχατολογίας, δηλαδή ως ένα κείμενο στο οποίο αποτυπώνονται συμβολικές εικόνες νίκης του Θεού και της Εκκλησίας του έναντι των αντίθεων δυνάμεων. Έναντι του «κόσμου», που ως γνωστόν «ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Ά Ιωάννου, 5:19). Όμως αυτή η θέση-δικαιολογία αρκετών θεολόγων, καταρρίπτεται από τον ίδιο τον συγγραφέα της «Αποκάλυψης», ο οποίος ρητά αναφέρει ότι απευθύνεται σε συγκεκριμένες ιστορικές χριστιανικές κοινότητες, άρα σε συγκεκριμένους ανθρώπους που έζησαν εκείνη την εποχή. «ὁ βλέπεις γράψον εἰς βιβλίον καὶ πέμψον ταῖς ἐκκλησίαις ταῖς ἐν Ἀσίᾳ, εἰς Ἔφεσον καὶ εἰς Σμύρναν καὶ εἰς Πέργαμον καὶ εἰς Θυάτειρα καὶ εἰς Σάρδεις καὶ εἰς Φιλαδέλφειαν καὶ εἰς Λαοδίκειαν» (1:11). Και για να το καταλάβουμε ακόμα καλύτερα, παραθέτω την επιστολή που αποστέλλει, μεταφέροντας το μήνυμα του Ιησού στην κοινότητα της Φιλαδέλφειας της Μ. Ασίας: «ὅτι ἐτήρησας τὸν λόγον τῆς ὑπομονῆς μου κἀγώ σε τηρήσω ἐκ τῆς ὥρας τοῦ πειρασμοῦ τῆς μελλούσης ἔρχεσθαι ἐπὶ τῆς οἰκουμένης ὅλης πειράσαι τοὺς κατοικοῦντας ἐπὶ τῆς γῆς, ἰδού, ἔρχομαι ταχύ» (3:10-11). Τέτοια «ώρα του πειρασμού» και μάλιστα σε παγκόσμια κλίμακα με σκοπό την δοκιμασία ποτέ δεν ήρθε. Ούτε έγινε η Β΄ Παρουσία και μάλιστα «ταχύ».
Η Αποκάλυψη του Ιωάννη, επαναλαμβάνουμε για άλλη μια φορά, δεν είναι ούτε ένα «προφητικό» κείμενο για κάποια υποτιθέμενη ιστορία του μέλλοντος ούτε και μια αρχαία ερμηνευτική προσπάθεια μελλοντολογικής και εσχατολογικής κατανόησης της ιστορίας. Χωρίς αμφιβολία είναι ένα καταπληκτικό κείμενο και διεισδυτικό έργο που ανατέμνει προφητικά την ιστορία και διερευνά εσχατολογικά το παρόν» (ο.π.).
Το νόημα είναι το ίδιο με πριν. Όταν κατάλαβαν ότι πέρασαν τα χρονικά περιθώρια της πραγματοποιήσεως όσων γράφονται στην «Αποκάλυψη», μην μπορώντας να αθετήσουν αποφάσεις «οικουμενικής» συνόδου (στην συγκεκριμένη περίπτωση της Πενθέκτης), εφεύραν την άγνωστη ως τότε έννοια του «εσχατολογικού παρόντος». Απέκοψαν δηλαδή την εσχατολογία από το τέλος της ιστορίας και την προσάρμοσαν στο «παρόν». Μην λησμονούμε, ότι από την εποχή του Ιωάννη του λεγόμενου «Χρυσοστόμου», η συντέλεια συνδέθηκε με την προσωπική συντέλεια, δηλαδή τον βιολογικό θάνατο του καθενός.
Και πάλι, όταν ομιλεί για «τόν ἀριθμόν τοῦ θηρίου» που είναι χξστ’, δηλ. 666, ασφαλώς και δεν εννοεί κάποιον αποκαλυπτικό αριθμό του αντίχριστου που μέλλει να έρθει στο μέλλον, όπως επίσης διατείνονται πολλοί αφελώς σήμερα, αλλά κάτω από τη συμβολική αυτή διατύπωση υποκρύπτεται πιθανώς ο αυτοκράτορας, αφού ο αριθμός αυτός «ἀνθρώπου γάρ ἐστιν» (Αποκ. 13,18), κατά την χαρακτηριστική διασάφηση του ιερού συγγραφέα. Στην εξουσία του τελευταίου αποδίδεται η ειδωλοποίηση της δύναμης και κατ’ επέκταση κάθε αντίχριστη πολεμική επιθετικότητα κατά των χριστιανών και της Εκκλησίας του Χριστού.
(ο.π.)
Συνεπώς, είναι αφελείς όσοι πιστεύουν ότι το 666 είναι «προφητεία». Είναι κωδική ονομασία του αυτοκράτορος που έδρασε τότε, κατά την εποχή της συγγραφής του κειμένου. Το οποίο λειτουργεί ως σύμβολο ΚΑΘΕ αντίχριστης πολεμικής, εννοείται ΚΑΘΕ εποχής. Είναι ξεκάθαρο ότι το βιβλίο λειτουργεί πλέον ως έργο προπαγανδιστικό παρά ως κάτι που όντως προφητεύει μελλοντικά γεγονότα.
Έτσι, η αποκαλυπτική γλώσσα των εικόνων, των συμβόλων και των ποιητικών εκφράσεων, γίνεται το κατάλληλο εργαλείο στα χέρια του «προφήτη» και «αποκαλυπτή» Ιωάννη για τη συνέχιση του κατηχητικού και ποιμαντικού του έργου και απ’ αυτόν ακόμη τον τόπο της εξορίας του. Ίσως το ευρύ αναγνωστικό κοινό να μη γνωρίζει, πως με τον τίτλο αυτό υπάρχουν πολλά κείμενα που καλύπτουν θεολογικά ενδιαφέροντα επηρεασμένα από τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης καθώς και της Καινής και είναι γραμμένα από αγνώστους σε μας συγγραφείς την ίδια περίπου περίοδο και επενδυμένα με τον ίδιο φιλολογικό μανδύα. Τέτοια έργα είναι, ως παράδειγμα, από τον χώρο της Παλαιάς Διαθήκης, η Ἀποκάλυψις Μωϋσέως , η Ἀποκάλυψις Βαρούχ και η Ἀποκάλνψις Ἐνώχ, έργα ψευδεπίγραφα αλλά μεγάλου θεολογικού ενδιαφέροντος, που αποδόθηκαν σε ιερές μορφές της ιστορίας και της θεολογικής παράδοσης του Ιουδαϊσμού.
(ο.π.)
Εδώ πλέον, καθίσταται σαφές ότι λειτουργεί πλέον ως κατηχητικό και ποιμαντικό έργο. Μάλιστα, υπήρχε σε χρήση το ίδιο μοτίβο/ύφος θρησκευτικής λογοτεχνίας και σε άλλα κείμενα της εποχής. Δηλαδή σύμβολα, εικόνες, αποκαλυπτικές φιγούρες αγγέλων και ουράνιων όντων, «αποκαλύψεις».
Είναι ενδεικτικό, επίσης, ότι στο έργο αυτό συχνά προτάσσονται εκφράσεις του τύπου «καί εἶδον…», «ὅ βλέπεις τοῦτο γράψον…», η «γράψον οὖν ἅ εἶδες… καί ἅ μέλλει γενέσθαι μετά ταῦτα» κ.λπ. (Αποκ. 1,11.19), για να δοθεί έμφαση στην ακολουθούσα πρόταση και να πάρει «οὐράνιο κύρος» η διδαχή του κειμένου. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο γραμματικός αυτός τύπος «καί εἶδον» επαναλαμβάνεται κατά κόρον στην Αποκάλυψη, πάνω από είκοσι επτά φορές και κυρίως πριν από οραματικές συμβολικές παραστάσεις. Το δραματικό και εκστατικό στοιχείο προβάλλεται, ως εκ τούτου, έντονα στα έργα αυτού του είδους για λόγους εντυπωσιασμού κυρίως των λαϊκών στρωμάτων της κοινωνίας. Κατά συνέπεια, τα αποκαλυπτικά έργα δεν μας μυούν σε κάποια άρρητα και ουράνια μυστικά, και πολύ περισσότερο δεν μας αποκαλύπτουν κατά έναν προφητικό τρόπο κάποια μελλοντικά γεγονότα ή μελλοντικά μυστηριώδη φαινόμενα, και τα οποία για τους πιο πολλούς θεωρούνται «ἐσφραγισμένα σφραγῖσιν ἑπτά.
(ο.π.)
Συνεπώς, κείμενα σαν αυτά είναι απλά κατασκευασμένα και απευθύνονται στον «λαό»…
Οι αναφερόμενες συχνά «εκστατικές» καταστάσεις, που μπορεί να συμβούν στη ζωή κάποιων ανθρώπων είναι πολύ σπάνιες και βιολογικά επικίνδυνες, διότι αδρανοποιούν κάποιες βασικές βιολογικές λειτουργίες του οργανισμού, όπως την αναπνοή και το κυκλοφορικό, και γι’ αυτό η διάρκεια τους είναι υπόθεση δευτερολέπτων και ασφαλώς όχι μακρόχρονη ώστε να συλλάβει κανείς και να γράψει ένα ολόκληρο βιβλίο, της έκτασης μάλιστα της Αποκάλυψης τον Ιωάννη. Εκτός εάν αντιλαμβανόμαστε τα «οράματα» αυτά ως καταστάσεις κάποιας υποτιθέμενης «εκστατικής» εμπειρίας, με μια έννοια θρησκευτικής παθολογίας που μας παραπέμπει πλέον σε καθαρά ψυχονευρωτική παθογένεια.
(ο.π.)
Τελικά, ο θεολόγος καθηγητής είναι περισσότερο «αποκαλυπτικός» από ό,τι ο Ιωάννης.
«Φόβος» και «ελπίδα» εξυπηρετούσαν ανέκαθεν κάθε είδος εξουσίας. Ο πλαστός φόβος συνιστά την δεισιδαιμονία. Η όποια «ελπίδα» που προσφέρεται ως δήθεν αντίδοτο, δεν είναι μόνο άχρηστη αλλά αποσκοπεί στο να μας οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στην υποτέλεια και στην δουλοπρέπεια. Η μόνη γνήσια ελπίδα αναφύεται με την αποτίναξη της πλάνης και την καλλιέργεια της παιδείας . Και αυτό εναπόκειται στον ίδιο τον άνθρωπο. Το διαχρονικό μήνυμα του Επίκουρου συνίσταται στο να νικήσουμε την δεισιδαιμονία με όπλο τη γνώση. Ας μην γινόμαστε θύματα και συνεπώς ας μην χειραγωγούμαστε από τους επιτήδειους απατεώνες του πνεύματος. Ας αποτινάξουμε από πάνω μας ανοησίες και βαρίδια αιώνων και ας μην γινόμαστε πιόνια και υποχείρια κανενός. Ας βρούμε τον εαυτό μας ή καλύτερα ας κτίσουμε οι ίδιοι τον εαυτό μας- την προσωπικότητά μας- μαθαίνοντας, κατά τον Πίνδαρο. Να διαμορφώσουμε τον εαυτό μας όπως κρίνουμε εμείς και όχι όπως μας θέλουν οι άλλοι. Όταν θα μπούμε στον μαγευτικό δρόμο προς την ολοκλήρωσή μας, τότε θα εννοήσουμε τους παιδαριώδεις ισχυρισμούς των θρησκειών και των δογμάτων.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου