Εκκλησία: Ο χάρτης της διαπλοκής Κράτους - Εκκλησίας
ΕΡΕΥΝΑ του ΧΡΗΣΤΟΥ ΖΕΡΒΑ
Χαμένη μέσα στη δίνη διαρκών θεσμικών παρεκκλίσεων, ποικίλων πελατειακών εξαρτήσεων και ιδιοτελών θρησκευτικο-πολιτικών υπερβολών βρίσκεται ακόμη η υπόθεση χωρισμού Κράτους-Εκκλησίας.
Το ιδιότυπο αυτό εκκλησιαστικό-πολιτικό καθεστώς είχε αποτέλεσμα τη συνεχή παραβίαση βασικών ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών και την αναγόρευση της ελληνικής Εκκλησίας σε προνομιακό κρατικο-θρησκευτικό όργανο, όπου ευημερούν, όπως δείχνουν και τα τελευταία γεγονότα, παρεκκλησιαστικά και άλλα παρακρατικά κέντρα (βλ. Χρυσοπηγή), τα οποία διεκδικούν μερίδια νόμιμης ή παράνομης εξουσίας με πρόσχημα τη διάδοση των "ελληνοχριστιανικών ιδεών".
Με την ανοχή ή και την ευλογία της διοίκησης, η εκκλησιαστική ιεραρχία επιμένει να απαιτεί ακόμη και σήμερα διεύρυνση του ζωτικού της χώρου, σε βάρος της κοσμικής εξουσίας. Πρόσφατα, το υπουργείο Παιδείας, υποταγμένο στα κελεύσματα των ιερατείου, αρνήθηκε να εφαρμόσει αποφάσεις ανεξάρτητων αρχών και ζητά από τους γονείς πιστοποιητικό θρησκευτικών φρονημάτων, προκειμένου να απαλλαγούν τα παιδιά τους από το μάθημα των θρησκευτικών.
Στην ίδια αρνητική κατεύθυνση κινείται άλλωστε και το θεοκρατικού περιεχομένου νομοσχέδιο για την αναβάθμιση των ιερατικών σχολών της Εκκλησίας.
Η εμπλοκή της κρατικής Εκκλησίας με τη δημόσια εκπαίδευση, το υποχρεωτικό μάθημα των θρησκευτικών και η πρόσβαση ιερωμένων στα σχολεία με σκοπό την τέλεση μυστηρίων, όπως η εξομολόγηση, είναι ορισμένα από τα σημεία τριβής της πολιτικής με την εκκλησιαστική εξουσία. Πέρα από τα συνταγματικά κατάλοιπα αυτής της διαπλοκής (όπως η "επικρατούσα θρησκεία" και ο θρησκευτικού τύπου όρκος του Προέδρου της Δημοκρατίας), οι στενές σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας επεκτείνονται παράλληλα και σε πολλά άλλα ζητήματα νομικής και διοικητικής υφής, τα οποία θα μπορούσαν να ρυθμιστούν ακόμη και μια απλή εγκύκλιο, αν βεβαίως υπήρχε η αναγκαία πολιτική βούληση.
Το 1988 έγινε η σοβαρότερη προσπάθεια εξέτασης ενός "βελούδινου διαζυγίου" Κράτους και Εκκλησίας, μετά τη θύελλα που προκάλεσε ο νόμος Τρίτση για την εκκλησιαστική περιουσία.Ομως από την 8μελή μικτή επιτροπή που είχε συσταθεί, οι 7 τάχθηκαν υπέρ της διατήρησης του ισχύοντος status quo και μόνο ο καθηγητής Μιχ. Σταθόπουλος κατέθεσε ολοκληρωμένη πρόταση χωρισμού.
Η μάχη των ταυτοτήτων ήταν ιδιαιτέρως σημαντική, καθώς άλλαξε σε πολιτικό και δικαστικό επίπεδο τους παγιωμένους έως τότε συσχετισμούς υπέρ των εκκλησιαστικών συμφερόντων. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τη μη αναγραφή του θρησκεύματος αποτέλεσαν το πρώτο σημαντικό βήμα προς μια πορεία απογαλακτισμού του κράτους από τον έντονα θρησκευτικό χαρακτήρα του. Ομως απομένουν μια σειρά από συγκεκριμένα μέτρα και αλλαγές που πρέπει σταδιακά
να προωθηθούν.
Ας δούμε αναλυτικά το χάρτη με τις σημαντικότερες εστίες διαπλοκής μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας, όπως αποτυπώνονται στην πράξη σήμερα:
Σχολεία και Εκκλησία:
Οπως επισημαίνει ο καθηγητής και πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Μιχ. Σταθόπουλος, "το σύγχρονο κράτος απαγορεύεται να είναι θρησκευόμενο" καθώς στις σημερινές πολυπολιτισμικές κοινωνίες πρέπει να συνδιαλέγεται επί ίσοις όροις με πολίτες διαφορετικών πολιτισμών και θρησκευμάτων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο συνταγματολόγος Γ. Σωτηρέλης, που έχει ασχοληθεί επισταμένως με τα συνταγματικά προβλήματα της εκκλησιαστικο-πολιτικής διαπλοκής, μιλά για "παραβίαση του δικαιώματος σε μια ελεύθερη θρησκευτική εκπαίδευση, με ερμηνευτικό πρόσχημα την -ουδέτερη κατ' αρχήν- συνταγματική επιταγή προς το κράτος για ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης" (άρθρο 16 του Συντάγματος). Εκτιμά ότι τόσο η διοίκηση όσο και η Δικαιοσύνη ερμηνεύουν αυτή την επιταγή με μια έξαρση θρησκευτικού πατριωτισμού καθώς τη θέτουν στηνπροκρούστεια κλίνη της "επικρατούσας θρησκείας" και την εξειδικεύουν υπό την εκδοχή της υποχρεωτικής και μονοφωνικής επιβολής του πλειοψηφικού ορθόδοξου δόγματος, στο πλαίσιο ενός κατηχητικού εκπαιδευτικού προτύπου.
Στην κατάσταση αυτή συνέβαλαν ο ισχύων νόμος του 1985 για το ελληνοχριστιανικό περιεχόμενο της παιδείας και οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας για την υποχρεωτικότητα του μαθήματος των θρησκευτικών και
τις ώρες διδασκαλίας του μαθήματος, υπό τη προεδρία του Αν. Μαρίνου, μετέπειτα νομικού συμβούλου της Εκκλησίας και διδάκτορα ποιμαντικής!
Πολλές είναι και οι καταγγελίες που έχουν γίνει στο Συνήγορο του Πολίτη.
Αφορούν κυρίως:
α Το μάθημα των θρησκευτικών: Το ΣτΕ με απόφασή του (3356/95) θεωρεί συμβατή με το Σύνταγμα την υποχρεωτική κατηχητική θρησκευτική εκπαίδευση, δίνοντας το δικαίωμα απαλλαγής από το μάθημα εκείνων μόνο των μαθητών οι οποίοι δεν είναι ορθόδοξοι χριστιανοί, με ρητή δήλωση των γονέων τους ή και των ίδιων. Αυτό όμως παραβιάζει, σύμφωνα με τον κ. Σωτηρέλη, το δικαίωμα αποσιώπησης των θρησκευτικών πεποιθήσεων, το οποίο δέχθηκε η ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας το 2002, κρίνοντας νόμιμη τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες.
Τον ίδιο χρόνο η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων επέβαλε (κατ' επέκταση της απόφασης για τις ταυτότητες), ως λόγο απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών, όχι τη ρητή δήλωση μιας άλλης θρησκείας αλλά απλά την επίκληση γενικών φιλοσοφικών πεποιθήσεων εκ μέρους των γονέων.
Το υπουργείο Παιδείας αρνείται όμως να εφαρμόσει αυτή τη διάταξη! Πριν από λίγο καιρό μάλιστα σε επίσημο έγγραφό του αναφέρει ότι αν δεχθεί την εκδοχή αυτή, σε λίγο άλλοι θα ζητούν απαλλαγή και εξαίρεση από το μάθημα της ιστορίας και για το λόγο αυτό έχει ζητήσει από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων να επανεξετάσει την απόφασή της!
β Παρουσία ιερέων και διακίνηση υλικού: Πριν από λίγο καιρό η πρωτοβουλία της Μητρόπολης Αιτωλοακαρνανίας να στείλει μαζικά ιερείς σε σχολεία για προαιρετική εξομολόγηση των μαθητών προκάλεσε αντιδράσεις. Ο Συνήγορος του Πολίτη ζήτησε εξηγήσεις από το υπουργείο Παιδείας, καθώς εγκύκλιος των αρχών της δεκαετίας του 1990 απαγόρευε την είσοδο ιερέων και θρησκευτικού υλικού χωρίς άδεια του υπουργείου.
Ομως το 1997, ένα άλλο έγγραφο του υπουργείου, με αφορμή ανάλογη πρωτοβουλία τού τότε μητροπολίτη Δημητριάδος Χριστόδουλου, επέτρεπε το μυστήριο της εξομόληγησης, με το σκεπτικό ότι η Εκκλησία είναι ΝΠΔΔ.
γ Αρκετές καταγγελίες έγιναν επίσης στο Συνήγορο του Πολίτη (κυρίως από μάρτυρες του Ιεχωβά), για το περιεχόμενο του μαθήματος στην Α' Λυκείου, το οποίο παρουσιάζει, όπως ισχυρίζονται, κακόβουλα το δόγμα τους.
Εκκλησιαστική εκπαίδευση
Με "απόκρυφο" νομοσχέδιο επιχειρείται η ανωτατοποίηση όλων των ιερατικών σχολών που ελέγχονται από την Εκκλησία (μαζί με τις κρατικές ανώτατες θεολογικές σχολές). Σύμφωνα με τις δηλώσεις του πατέρα Γ. Μεταλληνού στο MEGA, το νομοσχέδιο αναγορεύει τον Αρχιεπίσκοπο "πρύτανη" όλων των νέων ενοποιημένων θεολογικών σχολών υπό την αιγίδα του κράτους, ενώ καθιερώνει και μη ακαδημαϊκά κριτήρια εισαγωγής όπως π.χ. τις συστατικές επιστολές προς υποψήφιους σπουδαστές. Μόνη διέξοδος στο πλαίσιο του χωρισμού, σύμφωνα με τον κ. Σταθόπουλο, είναι να παραμείνουν οι ιερατικές σχολές στο καθαρά εκκλησιαστικό πλαίσιο και να λειτουργούν με την ευθύνη αποκλειστικά της Εκκλησίας.
Φορολογικές ατέλειες και πολεοδομικά ευεργετήματα:
Η Ορθόδοξη Εκκλησία, απολαμβάνοντας το προνόμιο της επίσημης (επικρατούσας) θρησκείας, έχει αναγορευθεί ΝΠΔΔ και αποτελεί οιονεί κράτος που δεν φορολογείται, παρά μόνο με ειδικό τρόπο, για κάποιες πράξεις
αγοραπωλησιών. Απαλλάσσεται επίσης από το φόρο δωρεάς, κάτι που επεκτάθηκε με απόφαση του ΣτΕ και στις άλλες γνωστές θρησκείες, όπως η καθολική που το διεκδίκησε.
Αποτέλεσμα της ειδικής μεταχείρισης της Εκκλησίας της Ελλάδας είναι και η απαλλαγή της από την υποχρέωση να εισφέρει σε γη και χρήμα κατά τη διαμόρφωση ρυμοτομικών σχεδίων.
- Τα οικονομικά της Εκκλησίας:
Ο πλήρης θεσμικός διαχωρισμός απαιτεί διευθέτηση και των ζητημάτων αποτελεσματικής και χρηστής διαχείρισης της τεράστιας εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας, η οποία αυτόματα θα πάψει να θεωρείται δημόσια.
Παράλληλα ίσως χρειαστεί να προβλεφθεί μεταβατικά ειδική ρύθμιση για φορολογική εισφορά των πιστών προς ενίσχυση της Εκκλησίας όταν τεθεί εν αμφιβόλω η μισθοδοσία των ιερέων από το κράτος. Οπως προσφυώς παρατηρεί ο συνταγματολόγος Γ. Σωτηρέλης η σημερινή εικόνα της Εκκλησίας, θυμίζει "περισσότερο μια προβληματική ΔΕΚΟ, γαντζωμένη στα υλικά προνόμιά της και λιγότερο πνευματικό ίδρυμα και θρησκευτική κοινότητα".
- Αναγραφή θρησκεύματος σε δημόσια έγγραφα:
Μετά τις ταυτότητες, από την αναγραφή εξαιρέθηκαν με αποφάσεις της Αρχής τα ληξιαρχικά έγγραφα και τα πιστοποιητικά των δήμων καθώς και τα απολυτήρια των σχολείων, εκτός εάν κάτι τέτοιο απαιτείται για νόμιμο σκοπό
(π.χ. την απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών, τη μη εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας κ.λπ.). Παρέμεινε όμως η καταγραφή του θρησκεύματος των πολιτών στα αρχεία των δημόσιων υπηρεσιών γι' αυτόν ακριβώς το λόγο,
δηλαδή τη χορήγηση πιστοποιητικών.
- Καύση νεκρών
Θεωρητικά δεν υπάρχει διάταξη νόμου που να την απαγορεύει στην Ελλάδα, όμως λείπει εντελώς το απαραίτητο νομικό πλαίσιο. Η καύση υπόκειται στις κοινές απαγορευτικές αστυνομικές διατάξεις και τις διατάξεις περί
υγιεινής, γεγονός που απαιτεί συνολική ρύθμιση του θέματος με θέσπιση συγκεκριμένων όρων και προϋποθέσεων για την εγκατάσταση και λειτουργία αποτεφρωτηρίων-κρεματορίων.
Τα τελευταία 20 χρόνια καταβάλλονται προσπάθειες για τη νομοθετική ρύθμιση του θέματος, χωρίς όμως αποτέλεσμα, κυρίως λόγω της αντίδρασης της Εκκλησίας. Και όμως, η καύση νεκρών ισχύει σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, σε αρκετές από τις οποίες μάλιστα (Αγγλία, Γαλλία) καθιερώθηκε από τον 19ο αιώνα.
Ο Σύνδεσμος Φίλων Αποτέφρωσης αριθμεί, σύμφωνα με την πρόεδρό του Χαρ. Χαλκιά, περί τα 10.000 μέλη στην Ελλάδα. Πολύ λίγοι είναι όμως αυτοί που καταφέρνουν να υλοποιήσουν, μετά θάνατον, την επιθυμία τους. Τα γραφεία τελετών στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν τις περιπτώσεις αυτές με αεροπορικά "εκδρομικά πακέτα" μεταφοράς της σορού σε άλλες χώρες, π.χ. Βουλγαρία, Γερμανία, ακόμη και Αμερική! Το κόστος ανέρχεται στα 5-6.000 ευρώ και
ευτυχώς το ΙΚΑ δεν εξετάζει τον τρόπο ταφής και αποζημιώνει με τον ίδιο τρόπο τους συγγενείς των αποθανόντων μελών του. Τα γραφεία τελετών που διοργανώνουν τις "εκδρομές" για αποτέφρωση, εκτιμούν ότι το ποσοστό ενδιαφέροντος είναι πολύ χαμηλό (μεταξύ 0,3-0,5%) και αποφεύγουν την ανάληψη πρωτοβουλιών για δημιουργία ιδιωτικών αποτεφρωτηρίων στην Ελλάδα.
Αντίθετα ζητούν να αναλάβουν τη σχετική πρωτοβουλία το κράτος και οι ΟΤΑ. Συναφές θεωρείται και το θέμα της νομοθετικής ρύθμισης του δικαιώματος σε πολιτική κηδεία.
- Ο όρκος του Προέδρου της Δημοκρατίας:
Το τυπικό του όρκου επιβάλλει στον Πρόεδρο να ορκισθεί ενώπιον της Βουλής "στο όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος". Τούτο όμως, κατά την άποψη των συνταγματολόγων, δεν υπονοεί ούτε εμμέσως τον
αποκλεισμό μη χριστιανών από την Προεδρία της Δημοκρατίας (άρθρο 13 για τη θρησκευτική ελευθερία και άρθρο 31 για τα προσόντα εκλογιμότητας του Προέδρου της Δημοκρατίας).Αλλωστε, ο καθηγητής Αντ. Μανιτάκης υποστηρίζει ότι η διάταξη αυτή είναι κενή κανονιστικού περιεχομένου, ενώ ο Ευάγγ. Βενιζέλος, στο βιβλίο του "Σχέσεις Κράτους - Εκκλησίας", θεωρεί ότι ο όρκος αποτυπώνει απλώς το συνήθως συμβαίνον.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, πάντως, με την απόφασή του Buscarini και λοιποί, έκρινε το 1999 ότι η απαίτηση σε βάρος βουλευτών του κράτους του Σαν Μαρίνο να ορκισθούν με θρησκευτικού τύπου όρκο στο Ιερό Ευαγγέλιο, ισοδυναμεί με όρκο αφοσίωσης και δέσμευση σε συγκεκριμένη θρησκεία και παραβιάζει το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων περί θρησκευτικής ελευθερίας.
Οπως παρατηρεί ο διδάκτωρ Νομικής Γ. Κτιστάκης, "ο εκπρόσωπος ενός δημοκρατικού λαού θα πρέπει να εκπροσωπεί όλες τις θρησκευτικές τάσεις και να μην αποτελεί όρο για την επίσημη ανάληψη των καθηκόντων του η ορκοδοσία προς συγκεκριμένη θρησκεία, έστω και αν η τελευταία αποτελεί συστατικό στοιχείο του συγκεκριμένου κράτους".
- Ορκος σε δικαστήρια:
Το 2001 άλλαξε ο όρκος στα δικαστήρια, μόνο όμως στις πολιτικές δίκες. Ετσι ο δικαστής ερωτά πλέον τον μάρτυρα εάν θέλει να δώσει θρησκευτικό ή πολιτικό όρκο, χωρίς διαβεβαίωση πίστεως. Αντίθετα στην ποινική δικονομία παραμένει ο παλαιός τύπος θρησκευτικού όρκου, όπου ο μάρτυρας πρέπει να δηλώσει εκείνος τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του και τι είδους όρκο θέλει να δώσει.
Με απόφαση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων δικαίωμα να μη δώσουν θρησκευτικό όρκο έχουν πλέον οι οπλίτες στο στράτευμα.
- Σύμβολα- παρεμβάσεις:
Στην ίδια κατηγορία ανήκει και η δημόσια ανάρτηση συμβόλων (σταυρού και εικόνων) στα δικαστήρια. Πολλοί Ευρωπαίοι νομικοί και δικαστές (ακόμη και Κύπριοι) που επισκέπτονται τη χώρα μας βλέπουν με σκεπτικισμό τις
θρησκευτικές εικόνες πίσω από τα έδρανα των δικαστών, εκτιμώντας ότι αυτό δεν συνάδει με την ιδέα ενός κοσμικού κράτους που απονέμει δικαιοσύνη στο όνομα του λαού.
Πολλοί ανώτατοι δικαστές (εν ενεργεία και πρώην) εξέφρασαν επίσης προβληματισμό για τις στενές σχέσεις πολλών συναδέλφων τους με κληρικούς και το ανώτερο ιερατείο. Απαγόρευσαν μάλιστα τη διοργάνωση διάφορων
θρησκευτικών εκδηλώσεων εντός των δικαστηρίων (αγιασμούς, ευχέλαια κ.ά.). Αλλοι, που είναι σε θέση να γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα, δεν έκρυβαν ότι πολλοί αρεοπαγίτες, στο πλαίσιο αυτών των σχέσεων, δέχονταν παρεμβάσεις από μητροπολίτες για ευνοϊκή μεταχείριση διαφόρων προσώπων σε εκκρεμείς υποθέσεις! Αρκετοί θυμούνται ακόμη την οργή έντιμου αρεοπαγίτη, εισηγητή σε ποινική υπόθεση, για το τηλεφώνημα που δέχθηκε από ανώτατο μέλος της ιεραρχίας να δείξει επιείκεια σε κατηγορούμενο για σοβαρές ποινικές παραβάσεις. Μετά από αυτά η άνεση του Ι. Γιοσάκη να κυκλοφορεί στα δικαστήρια και στις αίθουσες των δικαστηρίων δεν είναι ανεξήγητη ...
- Οι μεταξικοί νόμοι περί προσηλυτισμού και ανέγερσης ευκτηρίων οίκων άλλων θρησκειών:
Η Ελλάδα έχει καταδικασθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τη νομοθεσία περί προσηλυτισμού με αποτέλεσμα ο προηγούμενος εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευ. Κρουσταλλάκης να επιστήσει τη προσοχή σε όλους τους εισαγγελείς στην άσκηση τέτοιων διώξεων. Ο νόμος όμως εξακολουθεί να ισχύει καθώς οι κυβερνήσεις δεν προχωρούν στην κατάργησή του. Το ίδιο συμβαίνει και με το νόμο για την ανέγερση ευκτηρίων οίκων άλλων θρησκειών, καθώς εκτός των άλλων απαιτείται και η άδεια του οικείου ορθόδοξου μητροπολίτη. Το ΣτΕ ερμήνευσε την άδεια ως "γνώμη" και με βάση την ερμηνεία αυτή η Ελλάδα γλίτωσε την καταδίκη της στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Παρόμοιο θέμα εκκρεμεί πάντως στην ολομέλεια ύστερα από προσφυγή μητροπολίτη κατά άδειας ανέγερσης ναού των μαρτύρων του Ιεχωβά.
Ολόκληρος ο νομικός κόσμος, ο Συνήγορος του Πολίτη και η Εθνική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ως σύμβουλος του πρωθυπουργού) ζητούν να καταργηθούν οι διατάξεις αυτές και να υπόκειται η ανέγερση ναού άλλης θρησκείας μόνο σε πολεοδομική άδεια. Στο πλαίσιο αυτό υπάγεται και η ανέγερση τεμένους στην Αττική για τις ανάγκες των μουσουλμάνων της περιοχής, χωρίς εμπλοκή της Εκκλησίας.
Η προηγούμενη κυβέρνηση ήταν έτοιμη να προχωρήσει στην κατάργηση των νόμων αυτών, αλλά η κρίση των ταυτοτήτων την μπλόκαρε.
- Αντιρρησίες συνείδησης:
Στη συντριπτική τους πλειονότητα είναι μάρτυρες του Ιεχωβά που υπηρετούν εναλλακτική κοινωνική θητεία. Επειδή συνήθως στον τόπο που υπηρετούν ασκούν και κατήχηση, βρίσκονται υπόδιωγμόν από τους ορθόδοξους μητροπολίτες. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση κάποιου που υπηρετούσε στα ΕΛ.ΤΑ. Ανδρου και βρέθηκε στο στόχαστρο του μητροπολίτη Σύρου Δωρόθεου, επειδή τον ελεύθερο χρόνο του ασκούσε κατήχηση (προσηλυτισμό). Τα ΕΛ.ΤΑ. του επέβαλαν ελαφρά πειθαρχική ποινή.
Διάφορα περιστατικά, κυρίως στη Β. Ελλάδα, αποδεικνύουν τη σύγχυση των αρχών, οι οποίες συνήθως προσάγουν στα αστυνομικά τμήματα μάρτυρες του Ιεχωβά και οπαδούς άλλων δογμάτων (π.χ. Ευαγγελικούς) που συναντούν στους δρόμους, χωρίς όμως να τους συλλαμβάνουν τελικώς.
Αίσθηση προκαλεί έγγραφο του μητροπολίτη Δημητριάδος Ιγνάτιου, με το οποίο απειλούσε εμμέσως το δήμαρχο Ν. Ιωνίας πριν από ένα χρόνο να μην παραχωρήσει το δημοτικό θέατρο στους Μάρτυρες του Ιεχωβά διότι δεν θα μπορέσει να συγκρατήσει την οργή του ποιμνίου του! Τελικά το κτίριο παραχωρήθηκε.
- Υποχρεωτικότητα πολιτικού γάμου:
Οταν καθιερώθηκε ο πολιτικός γάμος ως προαιρετικός, η πολιτεία που αναγνωρίζει τις έννομες συνέπειες πράξεων που τελούνται μόνο από δημόσιο λειτουργό, αναγνώρισε μια παρόμοια ιδιότητα και στους ιερείς εξομοιώνοντάς τους με τους δημόσιους λειτουργούς, προκειμένου να προσδώσει έννομες συνέπειες και στην τέλεση του θρησκευτικού γάμου.
Ομως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, με αφορμή την απόφαση για την υπόθεση του μουφτή, άφησε αιχμές ζητώντας εμμέσως αναγνώριση μόνο των πολιτικών γάμων όπως απαιτεί μια σύγχρονη δημοκρατική και κοσμική πολιτεία. Το γεγονός αυτό παραπέμπει στην αναγκαιότητα να καθιερωθεί ως υποχρεωτικός ο πολιτικός γάμος και όσοι επιθυμούν να τελούν και τη θρησκευτική τελετή.
Με απόφασή της άλλωστε η Εθνική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είχε ζητήσει να καταργηθούν όλες οι δικαιοδοτικές και διοικητικές αρμοδιότητες του μουφτή της μουσουλμανικής μειονότητας ιδίως σε θέματα οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου και να περιοριστεί αποκλειστικά στα θρησκευτικά του καθήκοντα.
- Συνταγματικός χωρισμός Εκκλησίας-Κράτους:
Απαιτείται νέα συνταγματική αναθεώρηση (είναι εφικτή από τον Απρίλιο του 2006) και απάλειψη σχετικών αναφορών που προσδίδουν στο κράτος έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα. Οι κυριότερες από αυτές είναι η διαγραφή του προοιμίου του Συντάγματος και η αλλαγή του άρθρου 3 που αναφέρει την Ορθόδοξη Εκκλησία ως επικρατούσα (αν και ερμηνευτικά δίδεται η εξήγηση ότι αναφέρεται στη θρησκεία της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού).
Στα υπό αναθεώρηση άρθρα είναι και το άρθρο 16, το οποίο αναφέρεται στην ανάπτυξη της "θρησκευτικής συνείδησης" ως σκοπού της δημόσιας εκπαίδευσης.
Το άρθρο 3 ήταν αρχικά στα αναθεωρητέα με συμφωνία των δύο μεγάλων κομμάτων (ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ.), όμως οι εισηγητές του, Ευ. Βενιζέλος και Ι. Βαρβιτσιώτης, που σήμερα κόπτονται υπέρ του χωρισμού, τότε εν ομοφωνία και μετά από διαβουλεύσεις με τον νεοεκλεγέντα και ισχυρό τότε Αρχιεπίσκοπο, το απέσυραν τελικά από την ατζέντα!
- Νομοθετικές παρεμβάσεις:
Από τα νομοθετικά μέτρα που οδηγούν στο χωρισμό Κράτους-Εκκλησίας χωρίς συνταγματική αναθεώρηση είναι η μετατροπή της Εκκλησίας της Ελλάδος από ΝΠΔΔ σε ειδικό εκκλησιαστικού τύπου Νομικό Πρόσωπο. Ο καθηγητής και πρώην υπουργός Μιχ. Σταθόπουλος ζητά ακόμη να μην επικυρώνεται με νόμο του κράτους ο καταστατικός χάρτης της Εκκλησίας, ενώ παράλληλα θεωρεί ότι πρέπει να αλλάξει ο νόμος για τα εκκλησιαστικά δικαστήρια όχι με νέο νόμο, αλλά με τη σύνταξη εσωτερικού κανονισμού της Εκκλησίας, που θα επιβάλλει στα μέλη της τις προβλεπόμενες πειθαρχικές ποινές (επιτίμια κ.ά.), χωρίς καμία κρατική ανάμιξη. Προβληματισμό δημιουργεί έτσι η νέα πρόταση της Ιεραρχίας για συμμετοχή ανώτατων δικαστών στο συμβούλιο διερεύνησης εκκλησιαστικών σκανδάλων.
- Η κατάργηση των ειδικών διατάξεων για καθύβριση θρησκεύματος και κακόβουλη βλασφημία (άρθρα 198, 199 του ποινικού κώδικα), που οδήγησαν σε δεκάδες καταδίκες τα τελευταία χρόνια, είναι ένα άλλο αναγκαίο μέτρο, αφού, όπως λένε οι νομικοί, αρκούν οι απλές διατάξεις του ποινικού κώδικα περί προσβολής της τιμής. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 26/02/2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου