Την τέχνη τους «πολύ ηγάπησαν» * Φανερή είναι και στους δύο η ταύτιση με τον ελληνικό κόσμο που φεύγει, όπως φανερή και κοινή είναι η πίστη τους πως οι αρχαίοι ελληνικοί θεοί δεν πέθαναν αλλά θα επιστρέφουν, σαν αεροφύσημα, στη γη που τους γέννησε Αριστερά: ο Κ. Π. Καβάφης στο σπίτι του στην Αλεξάνδρεια. Δεξιά: ο Κωστής Παλαμάς με την γυναίκα του Πηνελόπη και την κόρη του Ναυσικά, στο πιάνο, φωτογραφημένοι στο σπίτι τους
Οσες συγκρίσεις έχουν γίνει ανάμεσα στον Παλαμά και στον Καβάφη, αποσπασματικές είναι αλήθεια και επ' ευκαιρία, μάλλον έχουν υπογραμμίσει τις διαφορές της ποίησής τους παρά επισημάνει συγκλίσεις που θα εξηγούσαν γιατί ο Κ. Θ. Δημαράς τοποθέτησε τον Καβάφη στο μέρος εκείνο της Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του που το επιγράφει «Στη βαριά σκιά του Παλαμά».
Και όμως οι δυο αυτοί ποιητές, τόσο διαφορετικοί πράγματι στην επιφανειακή δομή του λόγου τους, συνδέονται, στη «βαθιά δομή» της ποιητικής τους δημιουργίας, με έναν αφανή εκ πρώτης όψεως, υπαρκτό όμως, δεσμό: την αφοσίωση και την πίστη στην Ποίηση. Την τέχνη τους και οι δύο «πολύ ηγάπησαν». Ο Παλαμάς την αγάπησε (Ω Μούσα Ιδέα, σ' αγάπησα!), γιατί η ποίηση είτε των μεγάλων οραμάτων και των ανοιχτών οριζόντων είτε του χαμηλόφωνου λυρισμού, του μελαγχολικού ρεμβασμού και του φιλοσοφικού στοχασμού αντιστάθμιζε την Ασάλευτη Ζωή ενός ανθρώπου λιγομίλητου, μαζεμένου, μοναχικού και δειλού στις προσωπικές του σχέσεις:
Μόνο πως είμαι αιστάνομ' εδώ κάτου
κ' ελεύτερος και ισόθεος κάτου εδώ,
τραγούδι, όταν εσένα τραγουδώ.
Αλλά και ο Καβάφης αγάπησε την ποίηση, άλλοτε γιατί η τέχνη ολοκλήρωνε κάτι μισοειδωμένα πρόσωπα ή γραμμές ερώτων ατελών κάτι αβέβαιες μνήμες και άλλοτε γιατί θεράπευε, έστω και πρόσκαιρα, τις πληγές του:
Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε -για λίγο- να μη νοιώθεται η πληγή.
* Η Ποίηση ενώνει
Από εκεί και πέρα ο Παλαμάς και ο Καβάφης διέγραψαν την πορεία τους ο καθένας με τα όπλΦα του, οι δρόμοι τους όμως συναντήθηκαν κάθε φορά που η αγάπη και η έγνοια για την Τέχνη έθετε μπροστά τους ζητήματα Ποίησης και Ποιητικής.
Και οι δύο πίστευαν ότι μέσω της τέχνης ο άνθρωπος μπορεί να νικήσει τη φθορά του χρόνου και τη λήθη του θανάτου, γιατί ό,τι μεταστοιχειώνεται σε έργο τέχνης κερδίζει την αθανασία. Και μάλιστα, για να αποδείξουν πόσο βάσιμη ήταν η πίστη τους αυτή, χρησιμοποίησαν και οι δύο το παράδειγμα έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης που απαθανάτισαν όσα ανθρώπινα δεν κατέγραψε η ιστορία και παρέσυρε η λήθη, πραγματοποιώντας επιπλέον και έναν παραλληλισμό της ποίησης με τη γλυπτική. Ο Παλαμάς:
Καθώς και τώρα, στης πανάρχαιας Κνωσός τα χώματα,
εδώ και πόσες χιλιάδες χρόνια!
Ετσι αγαπούσανε στα Μαγιάπριλα,
Γυναίκες, άντρες, ρόδα κι αηδόνια.
Καθώς και τώρα, έτσι κ' οι τέχνες κ' οι νόμοι ανθίζανε,
στο νου η σοφία, στο θρόνο ο Μίνως.
Καθώς και τώρα, τεχνίτη, κρίνο στην πέτρα σκάλισες.
Ολα περάσαν, έμεινε ο κρίνος.
Και ο Καβάφης, για τον Οροφέρνη, που το τέλος του κάπου θα γράφηκε κ' εχάθη, γιατί η ιστορία και με το δίκιο της τέτοιο ασήμαντο / πράγμα δεν καταδέχτηκε να το σημειώσει:
Αυτός που εις το τετράδραχμον επάνω
μια χάρι αφήκε απ' τα ωραία του νειάτα,
απ' την ποιητική εμορφιά του ένα φως,
μια μνήμη αισθητική αγοριού της Ιωνίας,
αυτός είν' ο Οροφέρνης Αριαράθου.
Κοινή είναι και η βεβαιότητά τους πως η Ποίηση είναι ενεργός δύναμη, ανώτερη από την Πράξη. Ο Παλαμάς:
Μόνο με την αγνή τετράψηλη αρμονία
που ενώ κρατιέται απάνω από καιρούς και τόπους
προς την πατρίδα του γυρνάει τ' αυτιά του κόσμου,
ο ποιητής είν' ο μεγάλος ο πατριώτης.
(...)
Η πράξη του σοφού, είν' η σκέψη,
και το τραγούδι είναι το κάστρο του ποιητή.
Ακριβώς εν ονόματι της βεβαιότητας αυτής ένας Νέος της Σιδώνος, στον Καβάφη, αντιδρά, γιατί ο Αισχύλος στο επιτύμβιο επίγραμμά του αποσιώπησε ολότελα της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό και για την υστεροφημία του αρκέστηκε να σημειώσει μόνο πως πολέμησε στον Μαραθώνα:
Ετσι από σένα περιμένω κι απαιτώ.
Κι όχι απ' το νου σου ολότελα να βγάλεις
της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό-
(...) -και για μνήμη σου να βάλεις
μ ό ν ο που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό
πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Αρταφέρνη.
* Ποιος συγκινεί περισσότερο
Ο κατάλογος παλαμικών και καβαφικών ποιημάτων ποιητικής, με εντυπωσιακές αναλογίες μεταξύ τους, είναι μακρύς. Περιλαμβάνει, ανάμεσα σε άλλα, τη συνειδητή τροφοδότηση της ποίησής τους από μνήμες του παρελθόντος, ειδικά του ιστορικού και ειδικότερα του αρχαιοελληνικού, την προτίμησή τους για οριακές εποχές, όπου χωρίζονται ή ενώνονται πολιτισμοί, θρησκείες, γλώσσες, φυλές, ιδεολογίες κ.ά. - και οι πρώτοι χριστιανικοί αιώνες με τις ανθελληνικές βαρβαρότητες των χριστιανών είναι ένα τέτοιο όριο. Φανερή είναι και στους δύο η ταύτιση με τον ελληνικό κόσμο που φεύγει (Παλαμάς: «Σώπα, χλωμέ καλόγερε, λάλε και χαύνε, σώπα, / στο μοναστήρι γύρισε και κλείσου στο κελλί!»/ Και των Πινδάρων οι ήρωες κ' οι θέαινες του Σκόπα/ γελούνε, και το γέλιο τους βροντόκραχτα αντηχεί. - Καβάφης, Μύρης Αλεξάνδρεια 340 μ.Χ.), όπως φανερή και κοινή είναι η πίστη τους πως οι αρχαίοι ελληνικοί θεοί δεν πέθαναν αλλά θα επιστρέφουν, σαν αεροφύσημα, στη γη που τους γέννησε. Ο Παλαμάς:
Εσείς οι αρχαίοι
θεοί οι διωγμένοι, - (βρικολάκοι γίναν και δαιμόνοι
οι αρχαίοι θεοί, κι απ' τα ιερά τριγύρω
λυπητερά νυχτοπετάν και νυχτοπαραδέρνουν
πάντα στη γη του φυτρωμού και του μεγαλωμού τους
(...)
Ετσι η ματιά καμιά φορά κ' έτσι τ' αυτί κάποια ώρα
τ' αρπάζουν, όσο σιγαλό και λιγοστό κι αν είναι,
το σάλεμα στη θάλασσα, το φύσημα στο λόγγο...
Και ο Καβάφης:
Γιατί τα σπάσαμε τ' αγάλματά των,
γιατί τους διώξαμε απ' τους ναούς των,
διόλου δεν πέθαναν γι' αυτό οι θεοί.
Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη,
σένα οι ψυχές των ενθυμούνται ακόμη.
Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο
την ατμοσφαίρα σου περνά σφρίγος απ' την ζωή των...
Ποιος απ' τους δύο μάς ταιριάζει και μάς συγκινεί σήμερα περισσότερο; Ο ένας, ο Παλαμάς, που και μέσα στη βαρυχειμωνιά των γηρατειών του δακρύζει στο μοσκοβόλημα ενός ρόδου μακρινού, αφήνει πάντα χώρο για μιαν ελπίδα:
Διαβαίνουμε, κ' ένα τραγούδι θα μείνη,
της φλόγας το θάμα, δροσιά στο καμίνι,
γαλήνη του κόσμου και ειρήνη!
Ο άλλος, ο Καβάφης, σφραγίζει ερμητικά και οριστικά το ποίημα αλλά και τον κύκλο της ιστορίας του, χωρίς ούτε μια ρωγμή από όπου θα μπορούσε να περάσει μια ακτίνα φωτός:
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.
Ας διαλέξει ο καθείς, λοιπόν, κατά τη ροπή της καρδιάς του και της ψυχής του.
Η κυρία Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού είναι καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου