Ιησούς Χριστός, δεν υπήρξε ποτέ!!!(μέρος α') ... Πριν από αρκετά χρόνια, όταν ζούσα μόνιμα στο εξωτερικό, άκουσα σε μια δημόσια συζήτηση ότι η ύπαρξη του Ιησού ως φυσικού προσώπου δεν είναι ιστορικά τεκμηριωμένη. Ανάμεσα στους ομιλητές ήταν και ένας κληρικός, ο οποίος κανονικά θα έπρεπε να παρέμβει εξοργισμένος για να διορθώσει την τοποθέτηση του ασεβή προλαλήσαντα. Δεν συνέβη, όμως, τίποτα και η συζήτηση συνεχίστηκε σαν να μίλαγαν για την πιθανότητα ύπαρξης ενός μυθικού προσώπου, π.χ. του βασιλιά των Αθηνών Κόδρου. Η σύγκριση είναι σίγουρα ετεροβαρής, γιατί
ο Ιησούς αναφέρεται κάθε μέρα με ανθρώπινες και θεϊκές ιδιότητες από εκατομμύρια ανθρώπους και θεωρείται ο ιδρυτής μιας θρησκείας που έγινε παγκόσμια (με τα όπλα του ρωμαϊκού στρατού, βέβαια!), ενώ τον Κόδρο ελάχιστοι τον έχουν ακούσει. Έκτοτε αποφάσισα να ψάξω το θέμα συστηματικά, να αναζητήσω τις πηγές και τις ιστορικές μελέτες. Το έκανα και, τελικά, διαπίστωσα πάρα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, καταρχάς ότι και διάφοροι Έλληνες, επιφανείς μελετητές (Μπέγζος) της χριστιανικής ιστορίας αμφιβάλλουν ότι υπήρξε ως ιστορικό πρόσωπο ο Ιησούς.

Για τη ζωή του Ιησού δεν υπάρχουν σημαντικές πληροφορίες, εκτός των Ευαγγελίων, τα οποία όμως, όπως όλα τα ιερά βιβλία των θρησκειών, δεν θεωρούνται έγκυρα ιστορικά συγγράμματα. Αλλά ακόμα και ανώτεροι εκκλησιαστικοί παράγοντες υποβαθμίζουν τη σημασία των Ευαγγελίων, αναφέροντας ότι: «Πηγή της πίστεώς μας δεν είναι τα Ευαγγέλια... αλλά η αποκαλυπτική αλήθεια... όπως καθορίστηκε και οριοθετήθηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους» (μητροπολίτης Ναυπακτίας Ιερόθεος, ΤΟ ΒΗΜΑ, 15/4/2006). Αυτό σημαίνει ότι τίποτα σταθερό (γραπτό) δεν υπάρχει, παρά τις συνεχείς αναφορές σε λόγια που είπαν ο Ιησούς, ο Παύλος, ο Πέτρος κλπ. Για κάθε εποχή ισχύει λοιπόν αυτό που επιβάλλει η συγκυρία και εξυπηρετεί τον εκκλησιαστικό μηχανισμό. Έτσι, «η χριστιανική πίστη προσαρμόζεται στις συνθήκες και στα αιτήματα κάθε τόπου και κάθε εποχής» (προμετωπίδα θεολογικής Σχολής Πανεπ. Αθήνας) - τουτέστιν ο ορισμός του καιροσκοπισμού. Τα ιστορικά στοιχεία Η σύγκριση είναι σίγουρα ετεροβαρής, γιατί ο Ιησούς αναφέρεται κάθε μέρα με ανθρώπινες και θεϊκές ιδιότητες από εκατομμύρια ανθρώπους και θεωρείται ο ιδρυτής μιας θρησκείας που έγινε παγκόσμια (με τα όπλα του ρωμαϊκού στρατού, βέβαια!), ενώ τον Κόδρο ελάχιστοι τον έχουν ακούσει. Έκτοτε αποφάσισα να ψάξω το θέμα συστηματικά, να αναζητήσω τις πηγές και τις ιστορικές μελέτες. Το έκανα και, τελικά, διαπίστωσα πάρα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, καταρχάς ότι και διάφοροι Έλληνες, επιφανείς μελετητές (Μπέγζος) της χριστιανικής ιστορίας αμφιβάλλουν ότι υπήρξε ως ιστορικό πρόσωπο ο Ιησούς. 
Για τη ζωή του Ιησού δεν υπάρχουν σημαντικές πληροφορίες, εκτός των Ευαγγελίων, τα οποία όμως, όπως όλα τα ιερά βιβλία των θρησκειών, δεν θεωρούνται έγκυρα ιστορικά συγγράμματα. Αλλά ακόμα και ανώτεροι εκκλησιαστικοί παράγοντες υποβαθμίζουν τη σημασία των Ευαγγελίων, αναφέροντας ότι: «Πηγή της πίστεώς μας δεν είναι τα Ευαγγέλια... αλλά η αποκαλυπτική αλήθεια... όπως καθορίστηκε και οριοθετήθηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους» (μητροπολίτης Ναυπακτίας Ιερόθεος, ΤΟ ΒΗΜΑ, 15/4/2006). Αυτό σημαίνει ότι τίποτα σταθερό (γραπτό) δεν υπάρχει, παρά τις συνεχείς αναφορές σε λόγια που είπαν ο Ιησούς, ο Παύλος, ο Πέτρος κλπ. Για κάθε εποχή ισχύει λοιπόν αυτό που επιβάλλει η συγκυρία και εξυπηρετεί τον εκκλησιαστικό μηχανισμό. Έτσι, «η χριστιανική πίστη προσαρμόζεται στις συνθήκες και στα αιτήματα κάθε τόπου και κάθε εποχής» (προμετωπίδα θεολογικής Σχολής Πανεπ. Αθήνας) - τουτέστιν ο ορισμός του καιροσκοπισμού. Τα ιστορικά στοιχεία Οι λιγοστές πληροφορίες από εξωβιβλικές πηγές, όπως τα έργα των Σουητώνιου, Ιώσηπου και Τάκιτου ή το Ταλμούδ, δεν είναι σύγχρονες του Ιησού και αναφέρονται έμμεσα σ' αυτόν, χωρίς να δίνουν αξιόλογες πληροφορίες, κυρίως όμως, θεωρούνται πολύ αμφίβολης εγκυρότητας. Καταρχάς, ο Φίλων ο Αλεξανδρινός (Philo Alexandrinus, ~20 π.Χ.- 54 μ.Χ.), Εβραίος φιλόσοφος με θαυμασμό προς τον ελληνικό πολιτισμό, ο οποίος είχε ενεργό ρόλο εκπροσώπησης των Εβραίων στη Ρώμη, έγραψε σημαντικά ιστορικά και φιλοσοφικά έργα, αλλά δεν αναφέρει τίποτα για τον Ιησού και τη διδασκαλία του, ενώ περιγράφει στα έργα του μέχρι και ασήμαντες λεπτομέρειες από τη ζωή των Ιουδαίων της εποχής του. Επίσης ο Τιβέριος Αλέξανδρος (Tiberius Iulius Alexander, ~10- ~70μ.Χ.), που ήταν στρατιωτικός και διοικητικός εκπρόσωπος της Ρώμης στην Ιουδαία και ανώτερος άρχοντας των Ιουδαίων στην Αίγυπτο, ανιψιός του προαναφερθέντος Φίλωνα, και επίσης συγγραφέας της ιουδαϊκής ιστορίας, δεν αναφέρει στα έργα του τίποτα απολύτως για κάποιον Ιησού που συγκινούσε τον κόσμο, τη θρυλούμενη ανάστασή του και πιθανούς οπαδούς του. Εδώ συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα που ανατρέπουν τους νόμους της φύσης και της λογικής, όπως τα περιγράφει ο ευαγγελιστής Ματθαίος (27.50-54): «ο δε Ιησούς κράξας αφήκε το πνεύμα. Και το καταπέτασμα του Ναού εσχίσθη... και η γη εσείσθη και οι πέτρες εσχίσθησαν» και ο Φίλων με τον ανιψιό του, δεν αντελήφθησαν τίποτα. Και πέραν αυτού: «τα μνημεία άνοιξαν και πολλά σώματα των νεκρών αγίων ηγέρθησαν και εξελθόντες εκ των μνημείων μετά την έγερση (ανάσταση) αυτού (του Ιησού) εισήλθαν εις την άγια πόλη και ενεφανίσθησαν σε πολλούς». Δηλαδή, κυκλοφορούσαν «άγιοι» της (χριστιανικής;) θρησκείας και κανείς δεν τους συνάντησε, έστω τον Αβραάμ και τον Μωυσή ή κάποιους άλλους. Αν πράγματι είχαν συμβεί επί των ημερών του οι πολλαπλές και μαζικές συναθροίσεις «πιστών» ή περίεργων, αν είχαν συμβεί τα ιαματικά και διατροφικά θαύματα που περιγράφονται στα Ευαγγέλια, αν είχαν αναστηθεί «άγιοι» άνθρωποι, σίγουρα θα υπήρχε κάποια αναφορά στα συγγράμματα του Φίλωνα και του Τιβέριου. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, είτε δεν συνέβη τίποτα από αυτά, είτε διαδίδονταν τέτοια γεγονότα τόσο συχνά και από τόσους πολλούς θαυματοποιούς δάσκαλους, ώστε να μην θεωρούνται, έστω και ως ασήμαντα περιστατικά, άξια αναφοράς. Ο Ιώσηπος Φλάβιος (Josephus Flavius, 37-100 μ.Χ.), στρατιωτικός και ιστορικός με αριστοκρατική καταγωγή και θρησκευτική μόρφωση, έζησε στην Παλαιστίνη και αιχμαλωτίστηκε (67 μ.Χ.) από τους Ρωμαίους στον ιουδαϊκό πόλεμο που κατέληξε στην καταστροφή της Ιερουσαλήμ (70 μ.Χ.) Στα βιβλία του «Πόλεμος των Ιουδαίων» και «Ιουδαϊκές Αρχαιότητες» περιγράφει ο Ιώσηπος με λεπτομέρειες διάφορα περιστατικά από την απώτερη και πρόσφατη ιστορία του λαού του, αναφέρεται σε διάφορες εβραϊκές αιρέσεις κτλ., δεν κάνει όμως καμιά αναφορά σε χριστιανούς. Απρόσμενα και εκτός συμφραζομένων περιγράφει όμως ο Ιώσηπος, σε κάποιο σημείο των «Ιουδαϊκών Αρχαιοτήτων», μάλλον επαινετικά, τη δραστηριότητα και τα θαύματα του Ιησού, τον οποίο αποκαλεί «μεσσία». Οι θρησκευτικά αδέσμευτοι Ιστορικοί, κρίνοντας από το γεγονός ότι ο Ιώσηπος ήταν πιστός στην ιουδαϊκή θρησκεία και διέθετε βαθιά μόρφωση για θρησκευτικά και ιστορικά θέματα, συνάγουν το συμπέρασμα ότι η αναφορά του Ιώσηπου στον Ιησού οφείλεται σε μεταγενέστερη προσθήκη στο έργο του. Αυτό ενισχύεται κι από το γεγονός ότι ο Ωριγένης (3ος αιώνας), πατέρας της χριστιανικής εκκλησίας, κατηγορεί σε κείμενό του τον Ιώσηπο ότι δεν δέχεται πως ο Ιησούς ήταν ο αναμενόμενος μεσσίας της ιουδαϊκής θρησκείας. Αντίθετα, ο Ευσέβιος που έζησε τον 4ο αιώνα, θεωρεί δεδομένη την αναφορά του Ιώσηπου στον Ιησού ως μεσσία. Έτσι συμπεραίνεται ότι η προσθήκη στα γραπτά του Ιώσηπου (XVIII, 63 κ.ε., XX, 200 κ.ε.) έγινε εκείνο το χρονικό διάστημα (βλέπε επίσης το Bautz, Kirchenlexikon - Εκκλησιαστικό Λεξικό).
Το Ταλμούδ αναφέρεται στον Ιησού σε κεφάλαιο που γράφτηκε τον 3ο αιώνα, τον ονομάζει όμως τις πιο πολλές φορές Μπεν Σταντά ή Μπεν Παντιρά και τον συνδέει με πρόσωπα και περιστατικά που συνέβησαν περίπου 100 χρόνια πριν από αυτά που αναφέρονται στα Ευαγγέλια. Την εποχή που γράφτηκε αυτό το μέρος του Ταλμούδ υπήρχε όμως ήδη εξάπλωση του χριστιανισμού και γι' αυτό είναι ανεξήγητη η αντίφαση. Πιθανολογείται λοιπόν ότι στο Ταλμούδ καταγράφηκαν όχι οι «επίσημες» χριστιανικές απόψεις, οι οποίες έτσι κι αλλιώς δεν είχαν διαμορφωθεί ακόμα, αλλά εκείνες κάποιας από τις πολλές χριστιανικές κοινότητες που είχαν δημιουργηθεί στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ο διακεκριμένος στωικός φιλόσοφος Σενέκας (Lucius Annaeus Seneca, ~4-65 μ.Χ.) που έζησε τον 1ο χριστιανικό αιώνα, αν και εκφράζει στα έργα του φιλοσοφικές απόψεις που δεν διαφέρουν σημαντικά από αυτές του χριστιανισμού και γι' αυτό επαινείται από τους πατέρες Τερτυλλιανό και Ιερώνυμο, δεν κάνει στα έργα του καμία αναφορά στον Ιησού και στους χριστιανούς, παρότι σχολιάζει επιπτώσεις στην πολιτική της Ρώμης από διάφορα σημαντικά και ασήμαντα γεγονότα της εποχής. Γι' αυτό πιθανολογείται ότι, αυτό που καθιερώθηκε αργότερα ως «χριστιανική διδασκαλία», έχει εμπλουτιστεί, μεταξύ άλλων, με υλικό από τη φιλοσοφία του Σενέκα και όχι ότι ο Σενέκας απηχεί τις, έτσι κι αλλιώς ακόμα αδιαμόρφωτες, χριστιανικές απόψεις. Εννοείται, η ιστορία ότι ο Παύλος αλληλογραφούσε με τον Σενέκα και για επιβεβαίωση κυκλοφορούσε κάποτε μια συλλογή από επιστολές τους, αποτελεί μια ακόμα μυθοπλασία που είχε στόχο να δημιουργήσει μια λαμπερή εικόνα για τους κοινωνικά και διανοητικά ενδεείς εκπροσώπους της νέας θρησκείας. Ο ιστορικός Τάκιτος (Publius Cornelius Tacitus, ~56-115/120), για τον οποίο υπάρχουν μόνο διάσπαρτες πληροφορίες, αναφέρεται στους χριστιανούς στο βιβλίο του «Χρονικά» με εχθρικό ύφος, πράγμα που σημαίνει ότι κατά το δεύτερο χριστιανικό αιώνα είχαν ήδη συγκροτηθεί και ήταν υπολογίσιμες οι ομάδες οπαδών του χριστιανισμού, οι οποίοι οπαδοί διαμόρφωσαν σταδιακά αυτό που θεωρείται σήμερα ιστορία του Ιησού. Τα κείμενα του Τάκιτου που γνωρίζουμε σήμερα, είναι αντίγραφα που έγιναν από μοναχούς, στο διάστημα 9ος-11ος
αιώνας μ.Χ. και από τα συγγράμματα αυτά λείπει η εξιστόρηση των γεγονότων της περιόδου από το έτος 28 μέχρι το έτος 34 μ.Χ., δηλαδή μιας πολύ σημαντικής περιόδου για το χριστιανισμό. Άρα, δεν είναι διαθέσιμη κάποια έγκυρη έκδοση αυτών των κειμένων. Πιθανόν μέρος των χειρογράφων του Τάκιτου να είχε καταστραφεί ήδη από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, επειδή οι περιγραφές του δεν ταίριαζαν στις μυθοπλασίες που διαμορφώθηκαν στα πλαίσια της συγκροτούμενης θρησκείας. Ο Σουητώνιος (Gaius Tranquillus Suetonius, 75-160) που ήταν σύγχρονος του Τάκιτου, περιγράφει διωγμούς χριστιανών από τον Νέρωνα και τους αναφέρει περιφρονητικά ως «είδος ανθρώπων που είχαν προσηλωθεί σε κάποια καινούργια και βδελυρή δεισιδαιμονία». Επίσης στο έργο του «Κλαύδιος» αναφέρεται ο ιστορικός στην «...υποκίνηση των Εβραίων από κάποιον Χρηστό ...» Αυτό δεν αποτελεί βέβαια μαρτυρία για την ιστορική παρουσία του Ιησού αλλά καταγραφή πληροφοριών. Το γεγονός όμως ότι ο άριστος γνώστης της ελληνικής γλώσσας και γραμματικής Σουητώνιος έγραψε Χρηστός (που ήταν τότε όνομα δούλων, χρήσιμος, καλός) αντί του Χριστός (χρισμένος), έχει δώσει λαβή σε υποψίες ότι αυτή η φράση προστέθηκε μεταγενέστερα από ανθρώπους του εκκλησιαστικού μηχανισμού με ελλιπή παιδεία. Αυτό που εντυπωσιάζει ιδιαιτέρως είναι το γεγονός ότι, τόσο ο βιογράφος, ιστορικός και δοκιμιογράφος Πλούταρχος που έζησε στο διάστημα 50-120 μ.Χ., όσο και ο ιστορικός και περιηγητής Παυσανίας που έζησε περίπου από το 110-115 μ.Χ. έως περίπου το 180 μ.Χ., οι οποίοι γνώριζαν άριστα τον ελληνόφωνο χώρο και περιγράφουν ιστορικά, πολιτικά, πολιτισμικά και θρησκευτικά θέματά του, δεν κάνουν καμία αναφορά, ούτε για χριστιανούς, ούτε για τον αρχηγός τους, οι οποίοι, σύμφωνα με την καθιερωμένη μυθοπλασία, προσέλκυαν μεγάλους αριθμούς νέων πιστών...
Στο χάρτη της εικόνας που περιέχεται σε σχολικά βιβλία και άλλα χριστιανικά έντυπα, φαίνεται ότι περί τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. είχαν εκχριστιανιστεί όλη η Μικρά Ασία και μεγάλα τμήματα της Ελλάδας και της Παλαιστίνης. Κι όμως οι δύο οξυδερκείς παρατηρητές των κοινωνιών και της ιστορίας τους δεν παρατήρησαν ή δεν σημείωσαν οτιδήποτε σχετικό. Το πιθανότερο είναι λοιπόν ότι οι χριστιανικές ομάδες ήταν ολιγάριθμες και χωρίς αξιόλογη προσέλευση και πήραν έκταση με την κρατικοποίηση αυτής της θρησκείας και την επιβολή της ως μοναδικής και υποχρεωτικής στα τέλη του 4ου αιώνα. Αναφορές στον Ιησού γίνονται σε επιστολή ενός Πόπλιου Λεντούλου (Publius Lentulus) που αναφέρεται σε μεταγενέστερα κείμενα ως Ρωμαίος στρατιωτικός διοικητής στην Ιερουσαλήμ. Η επιστολή αποτελεί αναφορά προς τη Γερουσία της Ρώμης και στον Τιβέριο που ήταν αυτοκράτωρ στα έτη 14-37 μ.Χ. και περιλαμβάνει φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του Ιησού, όπως το μέτριο ανάστημά του (statura procerus, mediocris et spectabilis), το χρώμα των μαλλιών του κ.ά. Η επιστολή αυτή εμφανίστηκε πρώτη φορά κατά το 13ο αιώνα στη Ρώμη ως ανακαλυφθείσα ανάμεσα σε διάφορα χειρόγραφα και φυσικά αντιμετωπίστηκε με καχυποψία. Ήδη το γεγονός ότι αναφέρονται στο κείμενό της χαρακτηρισμοί, όπως «προφήτης της αλήθειας», «υιός του θεού» και «Ιησούς Χριστός» δείχνουν ότι πρόκειται για αυθαίρετη κατασκευή, δεδομένου ότι οι δύο πρώτοι όροι προέρχονται από την ιουδαϊκή θρησκεία και δεν είχε λόγο να τους χρησιμοποιεί ένας Ρωμαίος αξιωματικός, η δε ονομασία Χριστός για τον Ιησού είναι ιστορικά μεταγενέστερη και δεν είναι δυνατόν να είχε χρησιμοποιηθεί σε ανύποπτο χρόνο. Η σύγχρονη «Καθολική Εγκυκλοπαίδεια» αναφέρει ότι Ρωμαίος διοικητής με τέτοιο όνομα δεν υπήρξε ποτέ στην Ιουδαία και δέχεται ότι η επιστολή αυτή είναι χαλκευμένη. Πέρα από αυτές τις (αμφιλεγόμενες) αναφορές, δεν υπάρχει κάποια ιστορική περιγραφή της ζωής του Ιησού. Ακόμα και η ημερομηνία γεννήσεώς του, δεν είναι γνωστή, παρότι ακριβώς αυτό το έτος γεννήσεως έχει καθοριστεί ως η αρχή της σύγχρονης χρονολογήσεως. Το έτος γεννήσεως του Ιησού εκτιμάται ότι βρίσκεται μεταξύ τού 4 και του 1 π.Χ. Η 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα γεννήσεως δεν έχει σχέση με τον Ιησού, αλλά ταυτίζεται με την ημέρα γεννήσεως προχριστιανικών θεϊκών μορφών (Μίθρας) και με ρωμαϊκές εορταστικές εκδηλώσεις. Στη χριστιανική Ρώμη καθιερώθηκε η 25η Δεκεμβρίου ως εορτή τής γεννήσεως το έτος 354, στην Κωνσταντινούπολη το 379 και στην Αντιόχεια το 388. Οι Ιστορικοί εκτιμούν ότι τα αναγραφόμενα στα Ευαγγέλια και τις υπόλοιπες γραφές, εφόσον δεν είναι μεταγενέστερες προσθήκες και προσαρμογές, αποτελούν σύμπτυξη ιστοριών από τη ζωή και τις δραστηριότητες πολλών δεκάδων θρησκευτικών θαυματοποιών διδασκάλων, οι οποίοι έζησαν και δίδασκαν στην Παλαιστίνη εκείνους τους αιώνες και θεωρούσαν τον εαυτό τους προφήτη και μεσσία. Ένας ή περισσότεροι από αυτούς πιθανόν να ονομάζονταν Ιησούς, όνομα που ήταν σύνηθες εκείνη την εποχή στην περιοχή. Κατά μία εκδοχή, μάλιστα, είναι πιθανόν να ταυτίζεται η δραστηριότητα του ευαγγελικού Ιησού με εκείνη του Ιωάννη του βαπτιστή. Για τα χρόνια από τη γέννηση μέχρι τη δημόσια εμφάνιση του Ιησού, η οποία τοποθετείται σύμφωνα με αναφορές στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο περί τα έτη 28-29, δεν υπάρχουν επίσης ιστορικά στοιχεία. Αναφορές για τη σταύρωση τού ευαγγελικού Ιησού ομοιάζουν με υπαρκτά γεγονότα που συνέβησαν κατά τα χρόνια διοίκησης του Πόντιου Πιλάτου (26-36). Η θανάτωση στο σταυρό επιβαλλόταν κατά το ρωμαϊκό ποινικό δίκαιο για πολιτικά εγκλήματα σε μη Ρωμαίους πολίτες. Η σταύρωση λοιπόν του Ιησού που εκτιμάται ότι έγινε στα έτη μεταξύ 29 και 31, πρέπει να είναι συνέπεια καταδίκης του για εξέγερση κατά της αυτοκρατορίας. Από τα προαναφερόμενα συνάγεται ότι δεν υπήρξε ο Ιησούς ως φυσικό πρόσωπο; Φυσικά και όχι, δεδομένου ότι υπήρξαν εκατοντάδες χιλιάδες και εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι στον τότε γνωστό κόσμο, για τους οποίους σε καμιά ιστορική πηγή δεν αναφέρεται οτιδήποτε. Πιθανό είναι λοιπόν να υπήρξε μεν ο συγκεκριμένος Ιησούς ως φυσικό πρόσωπο ένας μαραγκός που σαλτάρησε στα 30 του και θεώρησε ότι είναι υιός θεού, αλλά τίποτα από αυτά που μεγαλοποιούν τα ευαγγέλια δεν ευσταθεί. Δηλαδή δεν θα έδωσε καμιά αφορμή, με συζητήσεις περί το άτομό του, με μαζικές συναθροίσεις προσώπων, με θαύματα κλπ. κλπ., ώστε να αναφερθούν σ' αυτόν οι Ιστορικοί της εποχής. (συνεχίζεται>>>) Από τα προηγούμενα συνάγεται ότι, ο αρχηγός της χριστιανικής θρησκείας πιθανότατα δεν υπήρξε, όπως περιγράφεται στα ιερά βιβλία του χριστιανισμού (Μπέγζος), αυτά τα ιερά βιβλία δεν αποτελούν την βάση της πίστης των χριστιανών, αλλά οι αποφάσεις των εκκλησιαστικών συνόδων (Ιερόθεος) και, τέλος, η χριστιανική πίστη προσαρμόζεται κατά εποχή και κατά περιοχή (Πανεπιστήμιο Αθηνών)... Η χριστιανική θρησκεία που επεβλήθη αρχικά από το ρωμαϊκό στρατό, παραγεμίστηκε σταδιακά με πλήθος μυθοπλασιών με στόχο τη χειραγώγηση των ανθρώπων και την εξυπηρέτηση της κρατικής εξουσίας και του εκκλησιαστικού μηχανισμού που συγκροτήθηκε.
Επίσης, στο Ιωάννης (19,19) αναφέρεται ότι στο σταυρό που θανατώθηκε ο Ιησούς υπήρχε επιγραφή γραμμένη σε τρεις γλώσσες: «Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς των Ιουδαίων»! Πέρα απ' αυτό, ως Ναζωραίος αναφέρεται και ο ληξιαρχικός πατέρας του Ιησού, ο Ιωσήφ. Όμως, μια πόλη της Παλαιστίνης και συγκεκριμένα της Γαλιλαίας με το όνομα Ναζαρέτ δεν υπήρξε ποτέ πριν και κατά τη διάρκεια της ζωής του Ιησού και παρουσιάζεται για πρώτη φορά μέσα από τα Ευαγγέλια. Η πόλη αυτή φαίνεται να «ιδρύθηκε» από τους χριστιανούς θεολόγους και αναφέρεται στις ιστορικές πηγές περί τον 3ο μ.Χ. αιώνα. Στα ιστορικά έργα του Ιώσηπου Φλάβιου, ο οποίος ήταν αρχιστράτηγος των γαλιλαιϊκών στρατευμάτων στην εξέγερση κατά της Ρώμης και ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, συνελήφθη και κρατήθηκε αιχμάλωτος από το έτος 67 μ.Χ., δεν αναφέρεται πουθενά αυτή η πόλη, αν και τα στρατεύματά του στρατοπέδευαν στην περιοχή της σημερινής Ναζαρέτ. Κατά τις συγκρούσεις για την κατάληψη της γειτονικής πόλης Sepphoris, η οποία απείχε μερικά χιλιόμετρα από τον οικισμό που ονομαζόταν αργότερα Ναζαρέτ, έπρεπε να αποτελεί αυτή η Ναζαρέτ από στρατηγικής σκοπιάς σημείο οπισθοχώρησης ή στρατοπέδευσης των στρατευμάτων του. Μία πόλη Garis, 5 χλμ. νοτιοανατολικά της Sepphoris, που δεν υπάρχει πια και αναφέρεται πράγματι από τον Ιώσηπο (Βιβλίο 3, Κεφάλαιο 6,3) ως τοποθεσία του στρατοπέδου του, βρίσκεται ακριβώς στη θέση που υπάρχει η μεταγενέστερα αναφερόμενη Ναζαρέτ. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι σίγουρα μέχρι το 70 μ.Χ. δεν φαίνεται να υπήρχε κατ' όνομα μια πόλη Ναζαρέτ. Αλλά και στους προηγούμενους αιώνες, στην π.Χ. εποχή, πουθενά δεν υπάρχει αναφορά στην πόλη Ναζαρέτ. Στην Παλαιά Διαθήκη, η οποία αποτελεί την πολιτική και θρησκευτική ιστορία του ιουδαϊκού λαού, γίνεται αναφορά σε χιλιάδες πόλεις, χωριά και οικισμούς, πολλά ονόματα που έπαψαν να αναφέρονται κατά τη μεταγενέστερη εποχή. Όμως, σε κανένα σημείο της Π.Δ. δεν αναφέρεται κάποιος οικισμός που θα μπορούσε να ταυτιστεί κατ' όνομα ή λόγω ιστορικών γεγονότων με την πόλη που ονομάστηκε Ναζαρέτ. Άρα τυχόν εικασίες ότι μπορεί να υπήρχε παλαιότερα το όνομα Ναζαρέτ, να περιέπεσε για δεκαετίες ή και αιώνες στη λήθη και να επανήλθε αργότερα, δεν ευσταθούν. Το Ταλμούδ, μια συλλογή ιουδαϊκών νόμων που γράφτηκε μετά τα χριστιανικά ευαγγέλια (3ος αι.), αναφέρει πολλούς μικρούς και μεγάλους γαλιλαιϊκούς οικισμούς, αλλά ούτε μία φορά τη Ναζαρέτ. Γενικότερα, ουδείς ιστορικός ή άλλος συγγραφέας, πριν ή λίγο μετά τον Ιησού, έχει αναφέρει ποτέ το όνομα αυτής της πόλης. Η μόνη «πηγή» που «ιδρύει» και περιγράφει τη Ναζαρέτ, είναι η χριστιανική παράδοση, στην οποία αναφέρεται ακόμα ότι εκεί υπήρχε και συναγωγή, άρα θα έπρεπε να είναι ένας μεγαλύτερος οικισμός και όχι μια μικρή ομάδα κατοικιών ή ένας σταθμός αγροτικής παραγωγής. Παραμένει λοιπόν ανεξήγητο, πώς είναι δυνατόν να υπήρχε στο σταυρό του Ιησού επιγραφή που αναφερόταν σε μια πόλη, η οποία δεν υπήρχε καν εκείνη την εποχή ή πριν από αυτήν. Και πώς αναφέρεται αυτή η πόλη στα Eυαγγέλια που λέγεται ότι γράφτηκαν μέσα στον 1ο αιώνα αλλά δεν αναφέρεται στο Ταλμούδ που γράφτηκε δύο αιώνες αργότερα... Κατά μία «αιρετική» εκδοχή ο χαρακτηρισμός Ναζωραίος (ή αλλιώς Ναζηραίς ή Ναζηραίος) σήμαινε στα εβραϊκά ο κεχρισμένος. Επειδή όμως οι θεόπνευστοι πατέρες του χριστιανισμού δεν κατανοούσαν αυτή τη λέξη, νόμισαν ότι ήταν προσδιορισμός με τοπική-εθνική σημασία και «κατασκεύασαν» μια πόλη Ναζαρέτ. Τότε όμως, πώς αναφέρεται ήδη ο Ματθαίος στην πόλη Ναζαρέτ που κατοίκησε ο Ιησούς; Το πιθανότερο είναι ότι προστέθηκαν αργότερα... Η τριαδικότητα
Στο αρχαιοελληνικό δωδεκάθεο παρουσιάζεται η τριάδα Δίας, Ήρα και θυγατέρα Αθηνά. Η θεά Εκάτη εμφανίζεται στους ύστερους χρόνους της αρχαιότητας ως τρισυπόστατη, εκφράζοντας ουσιαστικά τους τρεις κόσμους (Θεϊκό, Γήινο και Νεκρικό). Στην κέλτικη θρησκεία η θεά Morrigan έχει τρεις μορφές: αγάπη, γονιμότητα και θάνατος. Στον Ινδουϊσμό εκφράζεται μια τριαδικότητα με την Trimurti, την ενότητα των τριών υποστάσεων του δημιουργού (βράχμα), προστάτη (βίσνου) και καταστροφέα (σίβα). Τέλος, στην επίσης πολύ παλαιότερη από το χριστιανισμό αιγυπτιακή θρησκεία υπήρχε ο θεός πατέρας Όσιρις, η θεά μητέρα Ίσις, σύζυγος του Όσιρι και το παιδί τους, ο Ώρος, ο οποίος ήταν πτηνό, όπως το χριστιανικό «άγιο πνεύμα» (βλέπε και επόμενα). Στην αιγυπτιακή θρησκεία το πτηνό ήταν, όμως, γεράκι, το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στη μυθολογία και την κοινωνική ζωή των λαών της βόρειας Αφρικής και της Εγγύς Ανατολής.
και ομιλία πιστού Ιουδαίου: «Μην νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον και τους προφήτας, ούκ ήλθον καταλύσαι αλλά πληρώσαι» (πληρώ = εκπληρώ, συμπληρώνω). Επίσης, το περιγραφόμενο σε Ευαγγέλιο περιστατικό της εκδίωξης των εμπόρων από τη συναγωγή δείχνει, αν πράγματι συνέβη, ότι στόχος του ευαγγελικού Ιησού ήταν η κάθαρση και ανάδειξη της ιουδαϊκής θρησκείας και όχι η υποκατάστασή της.
Θεοδόσιο (Flavius Theodosius Ι, 347-395).

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου