Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2019

Η ΜΕΓΑΛΗ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΠΑΤΗ ΤΟΥ "ΑΓΙΟΥ" ΡΑΦΑΗΛ!!


StNikolaoswithwomen

Παρακολουθήστε το ρόλο δύο γυναικών (Μαρίας Τσολάκη και Βασιλικής Ράλλη), από τα …..ΟΝΕΙΡΑ των οποίων προέκυψε η ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ οτι οι αγ. Ραφαήλ, Νικόλαος και Ειρήνη, υπήρξαν πραγματικά…….
Το 1961 δεν γνωρίζω αν η Ιατροδικαστική υπηρεσία είχε την δυνατότητα να προβεί σε ραδιοισοτοπικό έλεγχο οστών, για να προσδιορισδτεί η ηλικία τους…..
Δεν γνωρίζω επίσης, αν το Ελληνικό Κράτος της εποχής εκείνης θεωρούσε απαραίτητο να γίνει κάποιος τέτοιος έλεγχος……
Επειδή στην αρχή του κειμένου ανέφερα για στήσιμο ….επιχείρησης, θα ήθελα να πληροφορήσω τους συμφορουμίτες οτι στη συνέχεια του νήματος, θα παρουσιαστούν στοιχεία για την μετέπειτα ……αξιοποίηση του «αγίου» από τις προαναφερόμενες …….Κυρίες!!!!


Μία αξιοποίηση που φτάνει μέχρι τις μέρες μας!!!!

Αρχές Οκτωβρίου του 1959, η Βασιλική Ράλλη είδε στον ύπνο της τον άγιο Ραφαήλ ντυμένο μεγαλοπρεπέστατα με μαύρα λαμπερά ράσα, επανωκαλύμμαυχο και επιστήθιο σταυρό. «Ήρθα να συμπληρώσω την ιστορία μου» της είπε και της ανέφερε συνοπτικά πως έφυγε από την ακτή της σημερινής Αλεξανδρουπόλεως και έφθασε στη Λέσβο και ποιο ήταν το μαρτυρικό του τέλος.
Την ίδια στιγμή η Βασιλική σαν μέσα από ένα φακό άρχισε να βλέπει σαν κινηματογραφική ταινία τη φυγή του Αγίου. Ένα πλοιάριο της εποχής εκείνης ασφυκτικά γεμάτο τον μετέφερε μακριά από τον κίνδυνο των Τούρκων. Στα πρόσωπα όλων ήταν ζωγραφισμένος ο τρόμος και η αγωνία. Ανάμεσα στο πλήθος ήταν δύο μοναχοί. Ο ένας, μεγαλόσωμος, με τα μεγάλα γαλανά του μάτια προσηλωμένα στον ουρανό, όρθιος, έδινε κουράγιο στους άλλους.
Δίπλα του ο άλλος, αδύνατος και μικροκαμωμένος, έσφιγγε στην αγκαλιά του μιά εικόνα της Παναγίας. Ήταν ο άγιος Ραφαήλ με τον άγιο Νικόλαο.
Αποβιβάσθηκαν στην παραλία της Θερμής και αναζήτησαν κάποιο μέρος για να μονάσουν. Στο χωριό γνωρίσθηκαν με τον προεστό Βασίλειο και τον δάσκαλο Θεόδωρο, όπως φανερώθηκε σε ενύπνιο της Μαρίας Τσολάκη στις 14 Μαρτίου 1961. Αυτή τη νύχτα είδε στον ύπνο της ότι στεκόταν στην πόρτα του σπιτιού της και συνομιλούσε με μιά άγνωστη μαυροντυμένη γυναίκα. Ήταν βράδυ, αλλά είχε αστροφεγγιά.
Εκείνη τη στιγμή πέρασαν από μπροστά τους με βιαστικό βήμα δύο μοναχοί με σκονισμένα ράσα και δύο λαϊκοί κι ανηφόρισαν το δρόμο που οδηγεί στις Καρυές. «Ποιοί είναι αυτοί;» ρώτησε η Μαρία και η μαυροφορεμένη γυναίκα της απάντησε: «Ο άγιος Ραφαήλ κι ο άγιος Νικόλαος μαζί με τον προεστό Βασίλειο και τον διδάσκαλο Θεόδωρο. Σαν σήμερα ακριβώς ήρθαν πρόσφυγες οι καλόγηροι, και ο προεστός με τον δάσκαλο τους ανέβασαν στο Μοναστήρι. Από τότε είχαν αδελφική φιλία και ανέβαιναν τακτικά στο Μοναστήρι».
«Σφαγιασθέντες ώσπερ άρνες»
Πέρασαν έτσι εννιά περίπου χρόνια από τότε που ήρθαν οι Άγιοι στη Λέσβο και εγκαταστάθηκαν στο Μοναστήρι της Παναγίας. Το φθινόπωρο του 1462, μετά από πολιορκία δεκατεσσάρων ημερών, οι Τούρκοι κυρίευσαν τη Μυτιλήνη και ολόκληρο το νησί. Κατέστρεψαν, τότε, όλα τα Μοναστήρια της Λέσβου. Εγκαταστάθηκαν ασφαλώς και στη Θερμή, αλλά σύμφωνα με τις πληροφορίες των αποκαλυπτικών ενυπνίων δεν πείραξαν τότε το Μοναστήρι των Καρυών.
Ωστόσο, από την πρώτη κιόλας στιγμή, ήταν τυραννικοί απέναντι στους Χριστιανούς. «Υποφέραμε πολύ» αποκάλυψε ο ίδιος ο άγιος Ραφαήλ στη Βασιλική Ράλλη σε ένα ενύπνιο το Μάρτιο του 1960. «Μαζί μας υπέφεραν και πολλοί χριστιανοί εξαιτίας ενός γερμανού γιατρού φίλου των Τούρκων, που τους υποκινούσε διαρκώς εναντίον μας, και μας καταπίεζαν ονομαζόταν ντόκτορ Σβάιτσερ».
Όπως φανερώθηκε λίγες μέρες αργότερα σε ένα άλλο ενύπνιο της Βασιλικής Ράλλη, οι Χριστιανοί ταλαιπωρημένοι από την τουρκική καταπίεση, έκαναν μιά ανταρσία και πολλοί βγήκαν στα βουνά. Οι Τούρκοι υποψιάσθηκαν τότε πως είχαν για κρησφύγετο το Μοναστήρι.
Για να καταπνίξουν την ανταρσία, κάλεσαν ενισχύσεις από την απέναντι περιοχή της Μικρασίας. «Εμάς δεν μας έσφαξαν οι Τούρκοι που κάθονταν στο χωριό, αλλά ξένοι Τούρκοι που ήρθαν από τη Μικρά Ασία μ’; ένα καΐκι» είπε η αγία Ειρήνη στον Κώστα Κανέλλο σε ένα ενύπνιο στις 2 Δεκεμβρίου 1961. «Μόλις μάθαμε ότι ένα καΐκι γεμάτο Τούρκους άραξε στο λιμάνι του χωριού μας, τρέξαμε αμέσως στο Μοναστήρι να κρυφθούμε και να ειδοποιήσουμε και τους καλογήρους. Ο δάσκαλος μας ειδοποίησε πρώτος και ανέβηκε κι αυτός μαζί μας».
Στις 9 Μαΐου 1961 ο Παναγιώτης Μπάκας, ένας από τους εργάτες που δούλευαν στις ανασκαφές, είδε στον ύπνο του ότι βρέθηκε στις Καρυές. Το μέρος ήταν διαφορετικό απ’; ό,τι είναι σήμερα· υπήρχε ένα Μοναστήρι περασμένης εποχής και γύρω γύρω δάσος. Ο ίδιος βρισκόταν από το πίσω μέρος και ξαφνικά άκουσε φωνές και αναταραχή από τη μεριά της εισόδου.
Προχώρησε με προφύλαξη προς τα εκεί και αντίκρισε μιά συνταρακτική σκηνή. Κάτι Τούρκοι με αρχαίες φορεσιές και σαρίκια στο κεφάλι είχαν καταγής τον άγιο Ραφαήλ και τον κτυπούσαν, τον έβριζαν, χωρίς όμως να καταλαβαίνει τι έλεγαν. Σε μιά στιγμή ο Άγιος σηκώθηκε όρθιος, τράβηξε από το λαιμό του ένα μεγάλο Σταυρό που φορούσε και τους είπε «Εμείς αυτόν προσκυνούμε και ποτέ δεν θα τον εγκαταλείψουμε». Τότε εκείνοι άρχισαν να τον τραβούν από τα γένια και να τον σέρνουν στη γη.
Ένα ακόμη ενύπνιο της Βασιλικής Ράλλη τον Ιανουάριο του 1960 έρχεται να συμπληρώσει τις λεπτομέρειες του μαρτυρίου. Είδε τον άγιο Ραφαήλ να συνομιλεί με τον Μητροπολίτη Μυτιλήνης και να του διηγείται: «Οι Τούρκοι μου έκαναν πολλά μαρτύρια. Πρώτα με χτύπησαν με τα ρόπαλα τους και με έριξαν κάτω παράλυτο. Έπειτα με κεντούσαν με τα κοντάρια τους, με τραβούσαν από τα γένια και με έσερναν καταγής. Ύστερα με έδεσαν σε μια καρυδιά και με χτυπούσαν απάνθρωπα επί ένα εικοσιτετράωρο».
«Όταν με βασάνιζαν, είπα «θα αντέξω τα πάντα για το θέλημα του Κυρίου, μέχρι την τελευταία μου πνοή». Κρεμασμένος έβλεπα που κλωτσούσαν και κτυπούσαν τους άλλους καλογήρους, αλλά έλεγα «Εδώ, στον αγώνα μέχρι την τελευταία μου πνοή». Γι αυτό είχα και έχω αυτές τις δυνάμεις» φανέρωσε σε ενύπνιο της Μαρίας Τσολάκη. Σε ένα άλλο ενύπνιο, τον Ιανουάριο του 1960, ο Άγιος της παρουσίασε σε αναπαράσταση τα μαρτύρια του.
Της έδειξε ένα σημείο κοντά στο Εκκλησάκι και της είπε: «Από εδώ με έσερναν από τα γένια και με κτυπούσαν. Με κατέβαζαν έως κάτω και πάλι με ανέβαζαν επάνω και με ξανακατέβαζαν, σέρνοντας με στις πέτρες που είχαν βαφή κόκκινες από το αίμα μου. Έπειτα με κρέμασαν ανάποδα εικοσιτέσσερις ώρες σ’; αυτήν την καρυδιά. Σ’; αυτό το δέντρο τελούσαμε κάθε χρόνο την Ανάσταση. Στο τέλος με πριόνισαν μέσα στο στόμα και με αποκεφάλισαν». «Ήμουν τότε πενηντατριών ετών»της είπε σε όνειρο ένα χρόνο αργότερα, τον Απρίλιο του 1961.
Την Άνοιξη του 1960 σε πολλά ενύπνια αποκαλύφθηκε ότι πάνω στις Καρυές μαρτύρησαν και άλλα πρόσωπα. Όπως έχουμε δει, εξαιτίας της επιδρομής των Τούρκων κατέφυγαν στο Μοναστήρι ο δάσκαλος του χωριού Θεόδωρος και ο προεστός Βασίλειος με την οικογένεια του.
Η Βασιλική Ράλλη στις 7 Μαΐου 1961 είδε ότι βρέθηκε στις Καρυές, όπου ήταν πολλά παιδιά και έπαιζαν. Της έκανε εντύπωση ένα χαμογελαστό κοριτσάκι περίπου δώδεκα χρονών και το ρώτησε «Τίνος είσαι, καλέ;». «Η Ρηνούλα είμαι που με βασάνισαν εδώ οι Τούρκοι» της αποκρίθηκε. Η Βασιλική αμέσως το αγκάλιασε και άρχισε να το φιλά. Την αγκάλιασε κι εκείνο και της έλεγε με δάκρυα στα μάτια: «Να ξέρατε τι υποφέραμε όλοι! Να ξέρατε τι μαρτύρια μας έκαναν οι Τούρκοι! Εμένα, μπροστά στους γονείς μου, μου έριχναν βραστό νερό μέσα στο στόμα, αλλά ο πατέρας μου δεν πρόδωσε τους Έλληνες. Έκλαιγε μόνο, που έβλεπε να με βασανίζουν και η μητέρα μου φώναζε σπαρακτικά».
Καμένα παιδικά οστά (η εύρεση του πιθαριού με οστά της Αγίας Ειρήνης)
Εκείνο τον καιρό, μια άλλη Θερμιώτισσα, η Βιργινία Αδάμ, είχε δει στον ύπνο της ότι αριστερά από το Εκκλησάκι, δυό-τρία μέτρα όμως ανατολικότερα από εκεί που έδειχνε η Μαρία Τσολάκη, υπάρχουν μαυρισμένα οστά· μιά άγνωστη γυναίκα της εξήγησε ότι αυτά τα οστά ανήκουν σε μάρτυρα. Το πρωί διηγήθηκε το όνειρο της στον π. Ευθύμιο, στον Άγγελο Ράλλη, στο Δούκα Τσολάκη και σε μερικούς άλλους Θερμιώτες.
Ο Δούκας, πιστεύοντας ότι στο σημείο που είχε δει η γυναίκα του ήταν απίθανο να είχαν θάψει νεκρό, αφού το έδαφος ήταν επικλινές και βραχώδες, αποφάσισε να σκάψει εκεί που έδειξε η Βιργινία Αδάμ, γιατί το χώμα ήταν μαλακό και χωρίς πέτρες. Άρχισε το σκάψιμο και σε μικρό βάθος ήρθαν στο φως μερικά οικιακά σκεύη αρχαίας εποχής, όλα πήλινα, σπασμένα φλυτζάνια, σπασμένες κούπες με ζωγραφισμένους σταυρούς και διάφορα άλλα σχέδια, κρύσταλλα από πολυέλαιο, ένδειξη ότι ήταν αντικείμενα μοναστηριού. Συνεχίζοντας το σκάψιμο, βρήκε τρία μεγάλα πιθάρια.
Το μεγαλύτερο από αυτά ήταν μέσα μαυρισμένο από φωτιά και στον πυθμένα του υπήρχε μια μεγάλη πέτρα μαυρισμένη και καμένη. Κάτω από την πέτρα βρέθηκαν λίγα παιδικά οστά μισοκαμένα: ένα χεράκι, ένα ποδαράκι, δυό-τρία δαχτυλάκια, καρβουνιασμένα πλευρά και μία ωμοπλάτη. Την έκπληξη τους διαδέχθηκε η απογοήτευση· έσκαβαν για τον τάφο του διακόνου Νικολάου και αντί γι’; αυτόν βρήκαν ένα πιθάρι με καψαλισμένα παιδικά οστά.
«Να δούμε τώρα, πως θα τα βγάλεις πέρα με τον Δεσπότη, θυμάσαι τι του είπες; Τα υπέγραψες κιόλας» είπε ο Άγγελος Ράλλης στενοχωρημένος στη Μαρία Τσολάκη. «Και μη χειρότερα, του αποκρίθηκε απογοητευμένη κι εκείνη. Μνημείο γυρεύαμε και κιούπι βρήκαμε. Τέλος πάντων, εδώ επάνω άλλους έσφαξαν, άλλους έκαναν ψητούς και άλλους κρομμυδάτους!» Λέγοντας τα αυτά γέλασε με απλότητα, γέλασαν και οι άλλοι μαζί της. «Εγώ πάντως επιμένω στο σημείο που μου έδειξε κι όχι εκεί που σκάψατε εσείς», συνέχισε.
Την ίδια νύχτα παρουσιάσθηκε στον ύπνο της ο άγιος Ραφαήλ θυμωμένος, την έπιασε από τον ώμο, την τράνταξε με δύναμη και της είπε με πολύ αυστηρό ύφος: «Γιατί περιγέλασες τα οστά που βρέθηκαν στο πιθάρι; Δε φθάνει μόνο αυτό, αλλά εξαιτίας σου γέλασαν και οι άλλοι. Αν ήξερες τι θρήνος έγινε μέσα σ’; αυτό το κιούπι, θα ράγιζε η καρδιά σου! Εκεί μέσα οι αγριότουρκοι βασάνισαν τη Ρηνούλα, το κοριτσάκι του προεστού, με τον πιό βάρβαρο τρόπο μπροστά στους γονείς του, και συ τώρα που βρέθηκαν τα κοκκαλάκια του γέλασες; Όταν οι Χριστιανοί μας έθαψαν νύχτα, έθαψαν και την Ρηνούλα κοντά στον πατέρα της. Αυτά τα κοκκαλάκια ξεχάστηκαν μέσα στο πιθάρι, γιατί τα σκέπαζε η πέτρα που έπεσε από τον γκρεμισμένο τοίχο. Ήταν το δεξί χέρι και το αριστερό πόδι που της έκοψαν οι Τούρκοι».
Ταυτόχρονα της έδειξε την αναπαράσταση αυτού του φρικτού μαρτυρίου. Η Μαρία πετάχθηκε από τον ύπνο τρομαγμένη και έβαλε τα κλάματα. Ο ώμος της, αλλά και το χέρι της ολόκληρο ήταν πιασμένο για πολλές μέρες.
Τα λιγοστά οστά της μάρτυρος Ειρήνης τα τοποθέτησαν σ’; ένα ξύλινο κιβώτιο και τα φύλαξαν μέσα στο Εκκλησάκι.
Στις 3 Οκτωβρίου 1961 η Μαρία Τσολάκη είδε ότι ήταν στις Καρυές και κοντά στο κιούπι της αγίας Ειρήνης στεκόταν μια όμορφη γυναίκα, λίγο ψηλή και παχειά, γύρω στα σαράντα. Γυρίζει και της λέει: «Ξέρεις ποιά είμαι εγώ; Είμαι η μητέρα της Ειρήνης. Το όνομα μου είναι Μαρία. Να ήξερες τι υποφέραμε από τους Τούρκους! Όταν μας συνέλαβαν εδώ που είχαμε ανεβή να κρυφτούμε, πρώτα άρχισαν να βασανίζουν τη Ρηνούλα μου μπροστά στα μάτια όλων.
Άρπαξαν και το βρέφος, το μικρό Ραφαήλ που σήκωνα στην αγκαλιά μου, το πέταξαν κάτω και το τσαλαπάτησαν με τα πόδια τους. Το σκότωσαν μπροστά στα μάτια μου. Από τον πόνο μου παραφρόνησα, φώναζα και ορμούσα να το πάρω. Με έδεσαν τότε σ’; ένα δένδρο και με υποχρέωσαν μ’; αυτόν τον τρόπο να παρακολουθήσω το μαρτύριο των παιδιών μου. Δεν άντεξα όμως, παρόλο που έκλεινα τα μάτια μου να μη βλέπω ενώ βασάνιζαν τη Ρηνούλα μου, απελπίστηκα πάρα πολύ και μου ήλθε συγκοπή. Εγώ δεν μαρτύρησα, αλλά ο άνδρας μου τράβηξε πολλά μαρτύρια».
Τώρα, έμενα γιατί όλο αυτό μου βρωμάει…..απάτη????
Υπάρχει στην Ελλάδα Εισαγγελέας (με @@) για να ζητήσει «ηλικιακή ταυτοποίηση» των οστών ????
Έγραψα και στο προηγούμενο ποστ, οτι σε όλη αυτή την απίθανη ιστορία – απάτη, της «ευρέσεως» των οστών των «αγίων» Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, έπαιξαν ρόλο δυο γυναίκες.
Ας δούμε, πως ξεκίνησε να στήνεται η ΑΠΑΤΗ και ποιος ήταν ο ρόλος της Μαρίας Τσολάκη , της Βασιλικής Ράλλη……αλλά και άλλων «αυτοπτών μαρτύρων»
Τα γεγονότα (τρόπος του λέγειν…) , που παρουσιάζονται παρακάτω είναι τόσο ΕΞΩΦΡΕΝΙΚΑ πλαστά και κατασκευασμένα, που μόνο το γέλωτα μπορούν να προκαλέσουν. Γι “αυτό, το αυθόρμητο ξέσπασμα σε ακατάπαυστα γέλια, θα θεωρηθεί φυσιλογικό και μη διστάσετε να το κάνετε…..
Απολαύστε :

Απροσδόκητο εύρημα

Οι εργασίες άρχισαν στις 22 Ιουνίου του έτους 1959, ημέρα Δευτέρα. Την προηγούμενη μέρα είχαν ανεβή επάνω ο Άγγελος Ράλλης με τον Δούκα Τσολάκη και τον οικοδόμο Ιωάννη Ψαρρό γιά να συνεννοηθούν επί τόπου. Θα έκτιζαν το Εκκλησάκι στη θέση ακριβώς όπου ήταν τα ερείπια από το παλιό Ερημοκλήσι. Ο Τσολάκης ανέλαβε να ισοπεδώσει μόνος του τον χώρο και να ανοίξει τα θεμέλια. Τη Δευτέρα λοιπόν χάραξε το σχέδιο και προγραμμάτισε το σκάψιμο γιά την επομένη. Μπροστά από την παλιά Αγία Τράπεζα εξείχε από το χώμα η κορυφή μιας πέτρας που έπρεπε να βγεί. Πολλές φορές στο παρελθόν είχε σκοντάψει πάνω της, αλλά προσπαθώντας να τη βγάλει, έβλεπε ότι ήταν χωμένη βαθειά στη γη και δεν την πείραζε. Τώρα όμως δεν χωρούσε αναβολή.

Πραγματικά την άλλη μέρα, 23 Ιουνίου, άρχισε τις εργασίες γιά το άνοιγμα των θεμελίων. Οταν έβγαλε την πέτρα που εξείχε, διαπίστωσε με έκπληξη ότι είχε ένα με ένάμισυ μέτρο ύψος και ότι δεν ήταν από την περιοχή, αλλά ξένη, «σαρμουσακόπετρα» όπως λένε στην τοπική διάλεκτο. Αποκάτω υπήρχε μια μικρή στρογγυλή κολωνίτσα σπασμένη, που στηριζόταν πάνω σε μια πλάκα. Κτυπώντας την πλάκα με τον κασμά, άκουσε ένα υπόκωφο κρότο. Ένιωσε ένα περίεργο αίσθημα χαράς. «Ή σε πηγάδι έπεσα ή σε θησαυρό» μονολόγησε. «Την άνοιξα, αλλά είδα σκοτάδι, αφηγείται ο ίδιος. Την ίδια ώρα με κτύπησε μια ευχάριστη μυρουδιά. Κολώνια δεν έχω, για να μυρίζει· από που προέρχεται αυτή η μυρουδιά, αναρωτήθηκα. θα θυμιάζουν ως φαίνεται οι γυναίκες στο χωριό και την φέρνει ο αέρας ως εδώ.

Εκείνη την ώρα ήρθε ο οκτάχρονος γιος μου ο Δημητράκης με το μεσημεριανό φαγητό. Ήταν ο πιό κατάλληλος γιά να κατεβή στο μικρό σκοτεινό άνοιγμα. Πρώτα έριξα μια πέτρα στο κενό και με τον κρότο που έκανε βεβαιώθηκα ότι είχε μικρό βάθος και δεν υπήρχε νερό. Έπιασα τότε τον μικρό από τους ώμους και τον κατέβασα από το μικρό άνοιγμα. Με τα λεγόμενα του ο Δημητράκης μου έδωσε να καταλάβω ότι πρόκειται γιά τάφο. Μεγάλωσα το άνοιγμα γύρω στο ένα μέτρο πλάτος και χρησιμοποιώντας γιά λοστό ένα ξύλο σήκωσα την πλάκα και αντίκρισα ένα ανθρώπινο σκελετό…».

Μια μαύρη πάχνη σκέπαζε όλα τα οστά και, μόλις διαλύθηκε στο φύσημα του αέρα, φάνηκαν κατακίτρινα. Ο νεκρός είχε τα χέρια σταυρωμένα, με λυγισμένα τα δάκτυλα. Το κεφάλι, αποκομμένο από το υπόλοιπο σώμα, απείχε περίπου μια πιθαμή. Το κάτω σαγόνι έλειπε και στη θέση του υπήρχε ένα κεραμίδι με τρείς βυζαντινούς σταυρούς χαραγμένους. Για προσκέφαλο είχε μια λιγδόπετρα. Ο τάφος ήταν φτιαγμένος στα πλάγια με πέτρες και στον πυθμένα με κόκκινες πλάκες. Ανάμεσα στις πέτρες, κεραμίδια παλιάς εποχής μαυρισμένα, μάλλον από φωτιά. Στο κεφάλι και στα πόδια του νεκρού ο τάφος σχημάτιζε καμάρα και στη μια πλευρά είχε μια θυρίδα με ένα χωματένιο καντήλι.

Η ευωδία συνέχισε να βγαίνει κατά κύματα. Προσπάθησε με το φτυάρι να βγάλει τα οστά, αλλά κατά παράδοξο και ανερμήνευτο τρόπο δεν μπορούσε να βάλει κανένα στο φτυάρι. Με πολλά ερωτηματικά κατέβασε και πάλι το γιό του στον τάφο. Το παιδάκι έπιασε με τα χεράκια του ένα-ένα όλα τα οστά, και ο ίδιος από πάνω τα έπαιρνε και τα έβαζε πάνω σ’ ένα σακί στη ρίζα ενός δέντρου.

Το βράδυ κατέβηκε στο χωριό, πήγε στο καφενείο, όπου και συνάντησε τον Άγγελο Ράλλη. «Τι γίνεται Δούκα; ρωτάει ο Άγγελος. Κοντεύεις να τελειώσεις με τα θεμέλια;». «Αύριο μεθαύριο τελειώνω, αφεντικό» απάντησε ο Τσολάκης και του εξιστόρησε την ανακάλυψη του τάφου πάνω στις Καρυές.

Το είπαν στον εφημέριο της Θερμής π. Ευθύμιο Τσόλο και σε άλλους ντόπιους θερμιώτες. Κανένας όμως δε θυμόταν να έχει ενταφιασθή εκεί χριστιανός. Όλοι τους απαντούσαν «Πως θα πήγαιναν να θάψουν χριστιανό μέσα στο κτήμα του Χασάν-εφέντη που ήταν ο φόβος και ο τρόμος όλων;».

«Έτσι αφεντικό και επιστάτης δεν έδωσαν καμιά απολύτως προσοχή στα οστά που βρέθηκαν. Αντίθετα, η Βασιλική Ράλλη με τη μητέρα της συγκινήθηκαν ιδιαίτερα. «Μας βάραινε ο καημός του συχωρεμένου του πατέρα μου, εκμυστηρεύθηκε η Βασιλική, που δεν τον ενταφιάσαμε όπως αρμόζει σε χριστιανό, αφού χάθηκε αιχμάλωτος στους Τούρκους. Σκεφθήκαμε λοιπόν να κάνουμε το χρέος μας απέναντι στον άγνωστο νεκρό· με την πρώτη ευκαιρία να τα πλύνουμε και να πούμε στον παπά του χωριού μας να τα διαβάσει. Πιστεύαμε ότι ήταν χριστιανού, γιατί είχε το κεραμίδι με τους σταυρούς στο στόμα και ήταν θαμμένος μέσα στο παλιό Ερημοκλήσι μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Γι’ αυτό και είπαμε στον Τσολάκη να τα προσέχει μέχρι να τα τακτοποιήσουμε.

Εκείνες τις μέρες ανέβηκε στις Καρυές η Θερμιώτισσα Μυρσίνη Ψάνη μαζί με το εγγονάκι της τον Μιχαλάκη. Ξαφνικά το μικρό βλέποντας τα οστά, σαν παιδί που ήταν, πήρε το κρανίο και το πέταξε, με αποτέλεσμα να σπάσει. Ο Δούκας στενοχωρημένος, γιατί θα του ζητούσαν εξηγήσεις, έβαλε τα οστά μέσα στο σακί και τα απόθεσε στη ρίζα ενός διχαλωτού δέντρου γιά μεγαλύτερη ασφάλεια.

Όταν το σκάψιμο των θεμελίων τελείωσε, ο Τσολάκης συνεννοήθηκε με τεχνίτες γιά να αρχίσουν το κτίσιμο. Ο ίδιος συγκέντρωνε πέτρες από την περιοχή τριγύρω και τις κουβαλούσε εκεί με το ζώο. Κάποια στιγμή επιχείρησε να περάσει πηδώντας πάνω από το χαμηλό άνοιγμα του διχαλωτού δέντρου, στη ρίζα του οποίου είχε αφήσει τα λείψανα του άγνωστου νεκρού. Έμπλεξε το πόδι του στο σακί, σκόνταψε κι έπεσε κάτω. Οργισμένος σηκώνεται, το αρπάζει και το πετάει πέρα φωνάζοντας «Τι λέτε; θα με σκοτώσετε πάνω στις πέτρες;». Πεταμένο το σακί έμεινε μέχρι το δειλινό της ίδιας μέρας.

Την προηγουμένη όμως που είχε ανεβή πάνω ο παπά-Ευθύμιος κι έκανε τον Αγιασμό της θεμελιώσεως, του είχε πεί να τα φυλάξει σε μιαν άκρη, ώσπου να τελειώσει το Εκκλησάκι, να διαβάσει Τρισάγιο και να τα θάψουν πίσω από το Ιερό. Σκέφθηκε λοιπόν ο Δούκας να συμμαζέψει το σακί. «Καθώς έσκυψα» αφηγείται ο ίδιος «νόμιζες πως με πιάσαν δύο χέρια από τους ώμους και με ταρακούνησαν γερά σαν να με διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Σκυφτός όπως ήμουν, γυρνώ προς τα πίσω σαστιμένος, αλλά δεν είδα κανέναν. Ξαναεπιχειρώ… τα ίδια! Τολμώ γιά τρίτη φορά… τίποτα! Μια αόρατη δύναμη με εμπόδιζε να αγγίξω το σακί. Περίεργο πράγμα, μονολόγησα και έκανα το σταυρό μου μετά από εικοσιτρία ολόκληρα χρόνια. Τότε ένιωσα ότι η ανεξήγητη αυτή δύναμη έπαψε να με εμποδίζει, πήρα το σακί και το κρέμασα σε μιά ελιά. Απ’ το μυαλό μου πέρασε η σκέψη ότι εκείνος ο νεκρός θα ήταν δίκαιος άνθρωπος».

Η αρχή των αποκαλύψεων

Οι εργασίες συνεχίζονταν. Οι εργάτες έκτιζαν το Εκκλησάκι σύμφωνα με το σχέδιο που χάραξε ο Δούκας. Στα μισά περίπου του κτισίματος οι πέτρες τελείωσαν, και έσκαψαν λίγο πιο πέρα γιά να βρουν άλλες. Σκάβοντας ανακάλυψαν βαθειά στο χώμα κάτι σπασμένα μάρμαρα και εκκλησόπετρες, όπως έλεγαν. Ήταν 3 Ιουλίου 1959, όταν προχωρώντας στο βάθος βρήκαν ένα τοίχο θολωτό με αγιογραφίες. Επρόκειτο, όπως αργότερα εξακριβώθηκε, γιά τη δεξιά αψίδα του Ιερού αρχαίας Εκκλησίας. Αυτοί όμως, χωρίς να το πουν σε κανέναν, άρχισαν να «ξηλώνουν» τον τοίχο και να βάζουν στην άκρη τις πέτρες, γιά να τις χρησιμοποιήσουν.

Την ώρα εκείνη ανέβηκε στις Καρυές η Μαρία Τσολάκη μαζί με τον τετράχρονο γιό της τον Παναγιώτη, γιά να φέρει φαγητό στον άντρα της, τον Δούκα. Βλέποντας τον αρχαίο τοίχο με τις αγιογραφίες, λυπήθηκε. «Κρίμα είναι, καλέ. Πώς τον χαλάτε έτσι;». Αυτοί δεν της έδωσαν σημασία. Η Μαρία προχώρησε προς το μέρος όπου είχαν μεταφέρει την Αγία Τράπεζα από το Ερημοκλήσι, γιά να ανάψει κανένα κερί. Προχωρώντας, βλέπει από το μονοπάτι που οδηγεί στα Πάμφιλα να έρχεται ένας παπάς. Νόμισε πως ήταν ο π. Παχώμιος, εφημέριος του γειτονικού χωριού, γιατί είχε ακούσει ότι ήταν ύψηλόσωμος, σαν τον κληρικό που ανέβαινε.

Όταν την πλησίασε, η Μαρία έσκυψε να του βάλει μετάνοια γιά να πάρει την ευχή του. Πρόσεξε τότε ότι ο κληρικός δεν πατούσε στη γη και, σηκώνοντας το βλέμμα της, είδε τα μάτια του να λάμπουν σαν το φως του ήλιου. Σαστισμένη φοβήθηκε να του φιλήσει το χέρι και δεν του μίλησε. Τον προσπέρασε, προχώρησε λίγο και, γυρίζοντας σε μια στιγμή να δει προς τα που πήγε, αποσβολώθηκε. Ο κληρικός βρισκόταν στην ίδια θέση ακέφαλος! «Έντρομη έβγαλε μια φωνή «Παναγία μου!», και ο ιερέας χάθηκε από τα μάτια της μέσα σε μια λάμψη.

Πανικόβλητη αρπάζει το παιδί και αρχίζει να τρέχει γιά το χωριό, ρίχνοντας φοβισμένη ματιές προς τα πίσω, γιατί την ακολουθούσε η σιλουέτα εκείνου του κληρικού. Οι άλλοι εργάτες μόλις την είδαν να τρέχει, είπαν παραξενεμένοι στον άντρα της «Η γυναίκα σου τρέχει και βλέπει καταπόδι της». Ο Δούκας ανησύχησε κι έτρεξε να την προφθάσει. «Γιατί φεύγεις σαν να σε κυνηγάν και δεν στέκεσαι να πάρεις τα πράγματα; Τι έπαθες στα καλά καθούμενα;». «Καλά το λένε πως φαντάζει· εγώ, μαθές, είδα τον παπά χωρίς κεφάλι» του άπαντα εκείνη. «Βρε, δεν είσαι με τα καλά σου, διάβασμα θέλεις. Εμείς δουλεύουμε δέκα άτομα, δεν είδαμε τίποτε. Εσύ θα τον έβλεπες μέρα μεσημέρι;». «Εγώ δεν ξανανεβαίνω πάνω. Το φαγητό να το παίρνεις μόνος σου».

Αυτά τα λόγια αντάλλαξαν, και η Μαρία αναστατωμένη έφυγε τρέχοντας γιά το χωριό. Σ’ όλο το δρόμο την ακολουθούσε ο κληρικός. Στα μισά περίπου συναντά μια γριά Θερμιώτισσα, τη Σοφία Καρανικόλα, η οποία, βλέποντας την σ’ αυτήν την κατάσταση, τη ρώτησε «Τι έπαθες, κόρη μ’; Μην είδες τον παπά; Αυτή η Παναγία εκεί πάνω φάνταζε από παλιά, αλλά κανένας δεν έπαθε ποτέ κακό». Η Μαρία ντράπηκε να της το πει· την χαιρέτησε και συνέχισε το δρόμο της.

Το ίδιο βράδυ είδε ένα ολοζώντανο όνειρο, που ήταν η αρχή των αποκαλύψεων. Μια πανέμορφη μαυροφόρα γυναίκα ήρθε δίπλα της, έβαλε το κρύο χέρι της στο μέτωπο της και της είπε: «Μαρία, δεν έπρεπε να φοβηθής. Αυτός που είδες δεν ήταν φάντασμα, ούτε ο παπάς του χωρίου. Ήταν ο καλόγερος που ασκήτευε εκεί πάνω και τον έσφαξαν οι Τούρκοι. Μια μέρα θα μάθετε το όνομα του, την καταγωγή του και τα μαρτύρια του όλα. Εκεί πάνω είμαστε δύο χάρες, Παναγία και αγία Παρασκευή. Δεν θέλω κεριά, θέλω καντήλι ακοίμητο. Σήκω τώρα και πάρε το μωρό σου, που κλαίει. Άλλη βραδιά θα σε ξαναεπισκεφθώ, γιατί εκεί θα αρχίσει μεγάλο ιστορικό. Πολλά θα πάθεις, πολλά θα ακούσεις, αλλά εσύ να μη λαθέψεις από το δρόμο που σου χάραξα». Μ’ αυτά τα λόγια, η Παναγία υψώθηκε και χάθηκε.

Η Μαρία ξύπνησε και ένιωθε την κρυάδα στο μέτωπο της. Τόσο ζωντανό ήταν το όνειρο αυτό, ώστε ρώτησε τον άντρα της «Μήπως άφησες την πόρτα ανοιχτή; Λίγο πιο πριν μπήκε μια μαυροφόρα μέσα». «Σίγουρα σάλεψαν τα λογικά σου, της αποκρίθηκε εκείνος. Την ήμερα βλέπεις έναν παπά, τη νύχτα μια μαυροφόρα. Τι θα γίνει με σένα;». Η Μαρία δεν ξαναμίλησε, αλλά μ’ ένα αίσθημα χαράς και φόβου ξημερώθηκε με το παιδί στην αγκαλιά.

Το πρωί παρ’ όλη την περιπέτεια της προηγούμενης ημέρας, ανέβηκε στις Καρυές, πήρε το πήλινο καντήλι που είχε βρεθή στον τάφο του άγνωστου νεκρού και το άναψε πάνω στην παλιά Αγία Τράπεζα. Από τότε φρόντιζε να καίει νύχτα μέρα ακοίμητο. Στενοχωρημένη μάλιστα καθώς ήταν από τα λόγια του άντρα της, παρακάλεσε με θερμή πίστη την Παναγία· «»Ας ήταν να έβλεπε κάτι και ο άντρας μου, να πιστέψει κι εκείνος πως αυτά που είπα δεν τα έβγαλα από το μυαλό μου».

Εντωμεταξύ μαθεύτηκε σ’ όλο το χωριό ότι η Μαρία Τσολάκη είδε τον παπά στο κτήμα του Ράλλη, και άρχισαν τα σχόλια. Ο γέρο-Ηλίας όμως ο Διγιδίκης βρήκε τον Δούκα και τον καθησύχασε λέγοντας του ότι κι εκείνος μικρός είχε δεί όχι μόνο έναν, αλλά δύο παπάδες να εμφανίζονται και να χάνονται ξαφνικά στο κτήμα αυτό.

Την Κυριακή, δύο τρείς μέρες δηλαδή μετά, ο Δούκας ανέβηκε πρωί πρωί στις Καρυές με το κυνηγετικό όπλο στο χέρι. Πήγε γιά να σκοτώσει μια αλεπού που πρίν λίγες μέρες του έπνιξε ένα κατσίκι στο λαγκάδι. Η ώρα περνούσε χωρίς αποτέλεσμα. Άπρακτος κάθησε σε μια καμπουρωτή ελιά να ξαποστάσει, θα ήταν η ώρα της θ. Λειτουργίας, γιατί ηχούσαν οι καμπάνες του χωριού. Καθώς το βλέμμα του ήταν στραμμένο προς το μονοπάτι γιά τα Πάμφιλα, βλέπει να έρχεται από μακριά ένας αξιωματικός με χακί ρούχα, χρυσά κουμπιά, χωρίς καπέλο όμως ή άλλα διακριτικά. Όπως ερχόταν, τον είδε να κάνει πρώτα το σημείο του Σταυρού κι έπειτα να σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος. «Απόστρατος αξιωματικός θα είναι, σκέφτηκε, και έρχεται από τα Πάμφιλα να δει κανένα κτήμα. Κυριακή μέρα, είδε που κτίζεται η Εκκλησία και κάνει το σταυρό του…».

Με τις σκέψεις αυτές ο Δούκας συνέχισε να κάθεται αμέριμνος. Ο αξιωματικός πλησίαζε και σε κάθε του βήμα σταυροκοπιόταν. «Μπα, αγαθός είναι ετούτος» είπε ο Δούκας και τον κοίταξε πιο προσεκτικά. Η μορφή του ασυνήθιστη, αλλιώτικη. Τα μάτια του άστραφταν σαν καθρέφτες που αντανακλούν το φως του ήλιου. Ο Δούκας άρχισε να ανησυχεί. «Μήπως έρχεται με σκοπό να μου πάρει το όπλο από τα χέρια;» Σηκώθηκε όρθιος και του φώναξε χειρονομώντας. «Τι γυρεύετε, κύριε; Κανένα κτήμα; Να σας το δείξω… Ε! δεν με βλέπεις, δεν μ’ ακούς;». Ο αξιωματικός δεν αποκρίθηκε. Συνέχισε να προχωράει, ώσπου πλησίασε στα τρία μέτρα. Έκανε γιά πολλοστή φορά το σημείο του Σταυρού. Τα μάτια του έλαμψαν μ’ ένα ανερμήνευτο τρόπο. «Τι πράγμα είναι αυτό πάλι;» είπε ο Δούκας κι έκανε να αρπάξει το όπλο που είχε ακουμπησμένο δίπλα του. Καθώς όμως τον είδε να έρχεται κατεπάνω του, έχασε την ψυχραιμία του και βλασφήμησε.

Την ίδια στιγμή ο αξιωματικός χάθηκε μέσα σ’ ένα φως σαν αστραπή. Τα μάτια του Δούκα θόλωσαν και έχασε το φως του γιά αρκετά λεπτά. «Από την τρομάρα μου μήτε όπλο λογάριασα μήτε τίποτε άλλο. Άρχισα να τρέχω προς το χωριό και γιά πότε έφθασα σπίτι μου δεν το κατάλαβα» αφηγείται ο ίδιος. Η γυναίκα του καθώς τον είδε να φθάνει ταραγμένος, ανησύχησε. «Να δείς που θα μάλωσε με τον ιδιοκτήτη του διπλανού κτήματος γιά το νερό». Στην επιμονή της να μάθει τι του συνέβη, της αποκρίθηκε «Τσιμουδιά δε θα βγάλεις. Εσύ τον είδες παπά, εγώ τον είδα αξιωματικό! Αλλά προσοχή, να μην το μάθει κανείς. Αυτά τα περίεργα που γίνονται στις Καρυές, γιά σε πολύ καλό θα μας βγουν, γιά σε πολύ κακό». 

«Ραφαήλ το όνομα μου»

Λίγες μέρες αργότερα γίνεται και άλλο θαύμα από τον άγνωστο Άγιο. Η Βασιλική Ράλλη υπέφερε αρκετό καιρό από το στομάχι της. Ό,τι φάρμακα κι αν έπαιρνε, δεν έβλεπε καμιά βελτίωση, και η εγχείρηση ήταν αναπόφευκτη. Μόλις όμως πληροφορήθηκε το θαύμα του Αγίου στην Παρασκευή Δουργκούνα, ανέβηκε με την Μαρία Τσολάκη στις Καρυές και παρακάλεσε με δάκρυα τον Άγιο να την θεραπεύσει. Όταν κατέβηκε στο χωριό, ο άντρας της και η μητέρα της την μάλωσαν, που πήγε στο βουνό και ταλαιπωρήθηκε, ενώ είχαν προγραμματίσει να κάνουν την επομένη μια σειρά ιατρικών εξετάσεων στη Μυτιλήνη. Εκείνη στενοχωρήθηκε πολύ και με κλάματα έπεσε να κοιμηθή.

Μόλις την πήρε ο ύπνος, βλέπει ένα μοναχό με γλυκύτατη και ασκητική μορφή να στέκεται στο πλάι της. «Μην κλαίς. Εμένα μ’ έσφαξαν γιά τον Χριστό, ας σε μάλωσαν και σένα γιά χάρη μου. Θα αποδείξω μια μέρα σε όλους ότι έχουν άδικο. Τα οστά που βρήκατε είναι δικά μου, είμαι άγιος και θα κάνω πολλά θαύματα. Που πονάς, παιδί μου;». «Στο στομάχι μου» απαντά η Βασιλική. Απλώνει τότε το χέρι του και την σταυρώνει τρεις φορές λέγοντας: «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος… Βασιλική, είσαι καλά. Προχώρει, μη δειλιάζεις, κι εγώ θα μεσιτεύω στον Κύριο γιά σένα».

Την ίδια στιγμή ξύπνησε κι έκανε το σταυρό της με δάκρυα ευγνωμοσύνης. Η γαλήνια μορφή του Αγίου ήταν βαθειά αποτυπωμένη στο νου της. Το πρωί σαν ξημέρωσε, διηγήθηκε το θαύμα στους δικούς της. Εκείνοι δεν πίστεψαν ότι έγινε καλά και επέμεναν να κάνει τις εξετάσεις. Η Βασιλική όμως ήταν υπερβέβαιη γιά την ευεργεσία και τους αγνόησε. Πραγματικά, από τότε μέχρι σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, δεν την ξαναενόχλησε το στομάχι της κι ούτε χρειάστηκε να πάει σε γιατρό η να πάρει φάρμακα. Μετά τη θαυμαστή θεραπεία της, ανέβαινε σχεδόν κάθε μέρα στις Καρυές και προσευχόταν. Ασπαζόταν το κασονάκι όπου είχαν τοποθετήσει τα λείψανα και θερμοπαρακαλούσε: «Ποιός είσαι, άγνωστε μου Άγιε; Σε πιστεύω με όλη μου την καρδιά. Πες το όνομα σου να το δοξάσουμε όπως σου αξίζει».

Μια νύχτα λοιπόν ξαναείδε στον ύπνο της τον μοναχό με την χαρακτηριστική επιβλητική φυσιογνωμία. «Είμαι ο οσιομάρτυς Ραφαήλ, της λέει. Δικά μου είναι τα οστά που βρέθηκαν. Ζούσα στο Μοναστήρι των Καρυών και μ’ έσφαξαν οι Τούρκοι, αφού προηγουμένως με βασάνισαν σαν τον Χριστό. Είμαι άγιος και θα κάνω πολλά θαύματα». Ξύπνησε και θυμόταν καλά το όνομα: Ραφαήλ, θα ήταν τρείς η ώρα. Από τη συγκίνηση και τον ενθουσιασμό της ξύπνησε και τον άντρα της να του το πει. Το πρωί το συζήτησαν και με τη μητέρα της. Την συμβούλεψαν να μην πει λέξη σε κανένα, γιά να μην τους σχολιάζουν στο χωριό.

Μετά από λίγο, την ώρα που έτρωγαν το πρωινό τους, ήρθε οτό σπίτι τους η Μαρία Τσολάκη και κοντοστεκόταν σαν να ήθελε κάτι να τους πει. «Τι είναι, Μαρία; Μην είδες πάλι εκείνον τον πάπαδο;» την πείραξε ο Άγγελος, γιατί έτσι έλεγε η Μαρία τον κληρικό που είχε δει ακέφαλο πάνω στις Καρυές, επειδή ήταν υψηλόσωμος. «Όχι, Άγγελε. Μόνο είδα την ίδια μαυροφόρα γυναίκα, την Παναγία, και μου είπε ότι το όνομα εκείνου του παπά είναι Ραφαήλ».

Ακούγοντας τα λόγια της, έμειναν και οι τρεις άναυδοι. «Τι πάθατε, Άγγελε; Εγώ στ’ αλήθεια είδα την Παναγία και μου είπε τρεις φορές το όνομα». «Σε πιστεύω, Μαρία, αποκρίθηκε ο Άγγελος, γιατί το ίδιο όνομα έμαθε και η Βασιλική απόψε το βράδυ. Είμαστε ξυπνητοί από τις τρεις τα χαράματα και, τώρα μόλις, πάλι την ίδια συζήτηση είχαμε. Αν μεσολαβούσε λίγη ώρα και κατέβαινα στην αγορά χωρίς να με προλάβεις, θα έλεγα ότι είχατε συνεννοηθή. Ενώ τώρα είναι ολοφάνερο πως κάτι σπουδαίο έγινε και στις δυό σας. Αλλά πες μας τι ακριβώς είδες».

«Χθες το απόγευμα ανεβήκαμε με την γυναίκα σου την Βασιλική και τον γιο μου τον Παναγιώτη στις Καρυές να ανάψουμε τα καντήλια. Πλησιάζοντας στο Εκκλησάκι, μου λέει το παιδί «Μαμά, στην ελιά έξω από την Εκκλησία κάθεται μια γριούλα και με καλεί με το χέρι της». Εμείς δεν βλέπαμε τίποτε και το ρώτησα που ήταν η γριά. «Μπήκε μέσα στην Εκκλησία» μας απάντησε κι έτρεξε να πάει κι εκείνο μέσα. Βγήκε όμως έκπληκτο και μας είπε ότι η γριούλα βγήκε από το παράθυρο. Δεν το πιστέψαμε και το μάλωσα, νομίζοντας ότι μας κορόιδευε. Τη νύχτα όμως είδα την Παναγία στον ύπνο μου και μου είπε: «Το παιδί δεν είπε ψέματα, Μαρία. Εγώ ήμουν, και αν τ’ άφηνες μόνο του, θα του έδινα την εικόνα μου στην αγκαλιά του. Εδώ μ’ έχει θαμμένη με τα χέρια του ο πάτερ Ραφαήλ, ο καλόγερος που ζούσε εδώ πάνω και τον έσφαξαν οι Τούρκοι».

Την ίδια στιγμή παρουσιάσθηκε στα δεξιά της ο παπάς εκείνος, τον έδειξε με το χέρι της και μου είπε: «Δικά του είναι τα οστά που βρήκατε. Αύριο να πάς στον παπά-Παχώμιο που είναι στο διπλανό χωριό, να του πείς ν’ ανεβή στο Εκκλησάκι, να λειτουργήσει και να μνημονεύσει τα οστά με το όνομα Ραφαήλ, όχι αγνώστου. Να κάνετε και κόλλυβα. Αν δεν πάς, χειρότερα από τον άντρα σου θα πάθεις!». Την ρώτησα, γιατί να πάμε στον παπά-Παχώμιο και όχι στον παπά του χωριού μας, και μου απάντησε. «Γιατί είναι καλογερόπαπας». Τρείς φορές είδα το ίδιο όνειρο, γιατί κάθε φορά που ξυπνούσα, ξεχνούσα το όνομα. Που να το θυμάμαι; Μαθές, έχουμε τέτοιο όνομα στο χωριό μας; Την τρίτη φορά μου λέει η Παναγία «Σήκω, κόρη μου, και γράψε το όνομα του, να μην το ξεχάσεις»…».

Δόξασαν το όνομα του Θεού και πήραν την απόφαση να πάνε να ειδοποιήσουν τον ιερομόναχο Παχώμιο, εφημέριο της γειτονικής Κοινότητας των Πύργων. Αλλά η μητέρα της Μαρίας, όταν της το είπαν, αντέδρασε και ξεσήκωσε όλη τη γειτονιά με τις φωνές της. Έτσι, αναγκάσθηκαν να στείλουν τη γειτόνισσα τους Βιργινία Αδάμ. Ο π. Παχώμιος αμφέβαλε γιά τη γνησιότητα των ονείρων και της είπε «Την Λειτουργία θα σας την κάνω με όλη μου την καρδιά, αλλά μη μου ζητάτε να μνημονεύσω αυτό το όνομα. Χρειάζεται προηγουμένως να πάρω άδεια από τη Μητρόπολη». Ήταν 6 Όκτωβρίου 1959.

Τα ξημερώματα της επόμενης μέρας, που θα τελούσε τη Λειτουργία, είδε το ακόλουθο όνειρο και μάλιστα δε δίστασε να το περιγράψει με γραπτή κατάθεση του προς τον Μητροπολίτη. «Βρέθηκα στο νεόκτιστο Εκκλησάκι του λόφου των Καρυών, που έλαμπε ολόκληρο από φως. Στα αριστερά της Αγίας Τραπέζης είδα ένα κληρικό με άσπρα μαλλιά και γένια που έμοιαζε με τον παπά-Ευθύμιο, τον εφημέριο της Θερμής. Του λέω «Ούτε ιερό έκανες, αλλά ούτε και νιπτήρα να πλύνω τα χέρια μου». Αμέσως εκείνος άλλαξε όψη και φάνηκε με διαφορετική μορφή· υψηλός, με μαύρα μαλλιά και μαύρα γένια, σοβαρός, επιβλητικός. «Έμαθα ότι ο νέος ασκητής που φανερώθηκε ονομάζεται Ραφαήλ» του είπα, κι εκείνος συμπλήρωσε με έμφαση «Καί η καταγωγή μου εξ Ιθάκης». «Σκέφτομαι, συνέχισα, να παραγγείλω την εικόνα του στο Άγιον Όρος, όπου αγιογραφούν με ευλάβεια». «Και την Ακολουθίαν μου μαζί» αποκρίθηκε ο «Άγιος».

Την άλλη μέρα το πρωί λειτούργησε στο Εκκλησάκι των Καρυών και μνημόνευσε γιά πρώτη φορά το όνομα Ραφαήλ. «Αν δεν πιστεύετε, είπε στο εκκλησίασμα, αυτές τις γυναίκες που πληροφορήθηκαν το όνομα του Αγίου, πιστέψτε εμένα που βαστώ τα Άγια και τρέμει η γη κι ο ουρανός· Ραφαήλ είναι το όνομα του Αγίου».

Εντωμεταξύ μέσα στον Οκτώβριο του 1959 πολλαπλασιάζονται οι εμφανίσεις του Αγίου κατά τις οποίες ο ίδιος φανερώνει το όνομα του σε πολλά πρόσωπα. Ένας απ’ αυτούς, ο Κώστας Τσαλίκης, πήγε στο Εκκλησάκι των Καρυών μια εικόνα του Ταξιάρχη γιά αφιέρωμα και άκουσε μια φωνή «Κώστα, Κώστα, το όνομα μου είναι Ραφαήλ!» Τρομοκρατημένος άφησε την εικόνα και έφυγε τρέχοντας γιά το χωριό.

Η ανεψιά του εφημερίου της Θερμής π. Ευθυμίου, Μυρσίνη Λυκαρδοπούλου, είδε στον ύπνο της τον «Άγιο αυστηρό να την πιάνει από το χέρι και να επαναλαμβάνει: «Ραφαήλ, Ραφαήλ, Ραφαήλ είναι το όνομα μου! Μην αμφιβάλλεις».

Η συνταξιούχος καθηγήτρια Ευγλωττία Σβορώνου, από τους Πύργους, τον είδε μέρα μεσημέρι μέσα στο σπίτι της με λαμπερό μαύρο ράσο, επανωκαλύμμαυχο και κομποσχοίνι περασμένο στο λαιμό. Συγκλονισμένη η Εύγλωττία πήγε αμέσως στον π. Παχώμιο και του ζήτησε να ανεβούν στις Καρυές, όπου και έψαλαν Παράκληση μπροστά στα λείψανα του Αγίου.

Η Μαρία Δουργκούνα είδε στον ύπνο της, στα μέσα Νοεμβρίου 1959, ότι μπήκαν στο σπίτι τους δύο γυναίκες μαζί με ένα μοναχό. Η μία γυναίκα κρατούσε ένα άρτο και της είπε ότι ήταν η Θεοτόκος, ενώ η άλλη με τον Σταυρό στο χέρι ήταν η αγία Παρασκευή. Ο μοναχός την πλησίασε και την ρώτησε τι βιβλία διαβάζει. «Να διαβάζεις την Αγία Γραφή» της είπε. Εκείνη τότε τον ρώτησε ποιος ήταν, και της απάντησε: «Ο άγιος Ραφαήλ από την Ιθάκη».

Η εύρεση της σιαγόνας του Αγίου Ραφαήλ

Οι αποκαλύψεις συνεχίζονται και τα γεγονότα παίρνουν μεγαλύτερες διαστάσεις. Τον Ιανουάριο του 1960, η Μαρία Τσολάκη είδε στον ύπνο της τον άγιο Ραφαήλ και της έδειξε μια ελιά κοντά στο Εκκλησάκι των Καρυών, λέγοντας ότι εκεί, στη θέση αυτής της ελιάς, υπήρχε στα χρόνια τους μια καρυδιά· σ’ εκείνην την καρυδιά τον είχαν κρεμάσει ανάποδα οι Τούρκοι και στο τέλος τον πριόνισαν στο στόμα. Της έδωσε μάλιστα εντολή να σκάψουν οπωσδήποτε σ’ εκείνο το σημείο, γιατί εκεί βρισκόταν η σιαγόνα του, η οποία έλειπε από τα ανευρεθέντα λείψανα του. Την ίδια στιγμή είδε την αναπαράσταση όλων των μαρτυρίων και του πριονισμού του Αγίου. Χρειάστηκε όμως να δεί τον Άγιο κι άλλα δύο βράδια, γιά να νικήσει τους δισταγμούς της και να το πεί στον άντρα της. Ενημέρωσαν την οικογένεια Ράλλη, ιδιοκτήτες του κτήματος, κι εκείνοι συμφώνησαν να υπακούσουν στην υπόδειξη του Αγίου.

Μια Κυριακή μετά την Εκκλησία, η Μαρία με τον Δούκα ανέβηκαν στο λόφο των Καρυών γιά να σκάψουν. Συνάντησαν εκεί την Αγγελική Μαραγκού, τον Γεώργιο Μυκονιάτη και μερικές γυναίκες που είχαν ανεβή γιά να προσευχηθούν. Η Μαρία έδειξε στο Δούκα το σημείο που υπέδειξε ο Άγιος· ήταν το σημείο όπου τον είχε δει γιά πρώτη φορά, ακέφαλο. Ο Δούκας ξερίζωσε το δένδρο και άρχισε να σκάβει. Οι ώρες περνούσαν, η εργασία συνεχιζόταν, χωρίς να βρίσκεται όμως τίποτε, και ο Δούκας άρχισε να εκνευρίζεται και να τα βάζει με τη γυναίκα του. Σε λίγο, το σκάψιμο έφθασε σε σημείο αδιέξοδο. Στη θέση του δέντρου είχε ανοιχθή ένας λάκκος διαμέτρου διόμισυ μέτρων και βάθους ενάμισυ, ενώ στον πυθμένα υπήρχε ένας μεγάλος βράχος. Για μιά στιγμή ο Δούκας σκέφθηκε να τα παρατήσει. “Αλλά μέχρι σήμερα δεν μπορώ να καταλάβω, εξομολογείται ο ίδιος, ποιά δύναμη με έσπρωχνε να συνεχίσω».

Έσκαψε γύρω γύρω τα χώματα, στήριξε έπειτα τις πλάτες του στα τοιχώματα του λάκκου, βάζοντας όλη του τη δύναμη, έσπρωξε με τα πόδια του το βράχο. Ο βράχος μετακινήθηκε και τότε έκπληκτοι όλοι είδαν αποκάτω μιά ανθρώπινη σιαγόνα. Ήταν κατακίτρινη, ανέδιδε μια έντονη ευωδία και δεν της έλειπε κανένα δόντι. «Αυτό είναι το σαγόνι του Αγίου, μονολόγησε ο Δούκας. Άν δεν μας έδειχνε ο ίδιος το σημείο, δεν θα το βρίσκαμε ποτέ». Μ’ αυτές τις σκέψεις το έπιασε με ευλάβεια και το έδωσε στη γυναίκα του, λέγοντας της να το βάλει με προσοχή μέσα στο κασονάκι, με τα υπόλοιπα λείψανα. Εκείνη το πήρε, πήγε στο Εκκλησάκι, αλλά επειδή φοβήθηκε να πλησιάσει στο κασονάκι, το έρριξε βιαστικά στο περβάζι του παραθύρου, χωρίς να πει σε κανένα τίποτε. Μέχρι το βράδυ, όμως που έπεσε να κοιμηθή, κάτι την βασάνιζε μέσα της.

Τη νύχτα είδε στον ύπνο της τον άγιο Ραφαήλ, ο όποιος την έπιασε από τον ώμο, την τράνταξε δυνατά και της είπε αυστηρά: «Γιατί φοβήθηκες και πέταξες το σαγόνι μου; Το σαγόνι που βρήκατε είναι το δικό μου, που το έκοψαν οι Τούρκοι και το πέταξαν. Παρασύρθηκε από τα αίματα μέχρι τη ρίζα του βράχου, εκεί που το βρήκατε. Όταν ανέβηκαν οι Χριστιανοί και μας έθαψαν κρυφά, δεν το βρήκαν να το θάψουν μαζί με το υπόλοιπο σώμα μου. Δεν φοβήθηκες τότε που πλύνατε με τη Βασιλική τα οστά μου, και φοβήθηκες τώρα; Να σηκωθής αύριο πρωί πρωί, να πάς να το πάρεις, να το πλύνεις και να το βάλεις μέσα στο κιβώτιο με τα οστά μου. Άν δεν το κάνεις, θα τιμωρηθής όπως ο άντρας σου!».

Πράγματι, την άλλη μέρα το πρωί, μαζί με την κουμπάρα της Μαριάνθη Ορφανέλλη και τη Βασιλική Ράλλη, παρά το τσουχτερό κρύο και το χιονόνερο που έπεφτε, ανέβηκαν στις Καρυές, έπλυναν τη σιαγόνα του Αγίου, τη θύμιασαν και την τοποθέτησαν μαζί με τα άλλα λείψανα του.


Αχ, κατακαημένη Ελλάδα τι τράβαγες και τι τραβάς από όλους αυτούς τους ΤΣΑΡΛΑΤΑΝΟΥΣ – ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΟΥΣ !!!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου