του Αναγνώστη Λασκαράτου
Καταλήξαμε στο πρώτο μέρος με την παχυλή αμάθεια, ακόμη και του ανώτατου, Βυζαντινού κλήρου και συνεχίζουμε με τον αναλφαβητισμό του στην οθωμανική περίοδο. Καταθέτει ο υπερσυντηρητικός Πιπινέλης, διπλωμάτης και «Υπουργός» Εξωτερικών της Χούντας («Πολιτική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως»-Παρίσι 1928) : «Ολόκληρος εν γένει ο 16ος και 17ος αιών…πληρούται αμαθών και αθλίων πατριαρχών». Το 1657 γίνεται πατριάρχης ο Γάνου Γαβριήλ. Σε δυό μήνες εκθρονίζεται λόγω αγραμματοσύνης αφού γελοιοποιήθηκε αδυνατώντας να ιερολογήσει έναν γάμο. Γίνεται μητροπολίτης Προύσας, αλλά απαγχονίζεται το 1659 κατηγορούμενος για προσηλυτισμό μουσουλμάνων. Η τουρκική νομοθεσία για το «αδίκημα» αυτό, ήταν πιο αυστηρή ακόμη και από αυτήν της σημερινής Ελλάδας της ευσεβούς Αριστεροακροδεξιάς. Η Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο (3 Δεκεμβρίου). Ο πατριάρχης Κλήμης (1667), που ανατράπηκε ύστερα από αίτημα των επισκόπων στο Σουλτάνο, ήταν σχεδόν αγράμματος, ο δε πατριάρχης Δοσίθεος Νοταράς τον αποκαλεί αγριάνθρωπο. Είπαμε πως αυτή η ιερή αμάθεια δεν ήταν σημείο και τέρας της «Τουρκοκρατίας».
Ενδεικτικά να προσθέσω στα όσα παρέθεσα στο 1ο μέρος, πως άγ.Φώτιος παρουσιάζει τον άγ.Επιφάνιο επίσκοπο Σαλαμίνος Κύπρου, ως «αμελέτητον αττικής παιδείας», ενώ στο ίδιο νησί, ο άγ.Σπυρίδων Τριμυθούντος, ήταν πριν επισκοποιηθεί τσοπαναραίος. Αγράμματος, ήταν και ο δεσπότης Κεφαλλονιάς Παχώμιος Αναλυτής (1610-1622). Σ’αυτόν οφείλεται η αγιοποίηση του καλόγερου Γεράσιμου, για την ακρίβεια ενός συντηρημένου απωθητικού πτώματος, που παρουσιάζεται ως «προστάτης» του νησιού (όχι πάντως αποτελεσματικού στους σεισμούς και στις πυρκαγιές). Ο πατριάρχης Κωνστάντιος ο Β΄ (1834), που παύτηκε μετά ένα χρόνο ηγεσίας, από την Σύνοδο, ήταν τόσο απαίδευτος που απεκλήθη «άσοφος». Ακόμη και ο Αλ.Μαυροκορδάτος, στην επιστολή του προς «τοις εν Κωνσταντινουπόλει παρεδρεύουσιν Αρχιερεύσιν», θλίβεται για την αμάθεια και τις καταχρήσεις τους. Ο Γάλλος γιατρός και βοτανολόγος Belon Pierre (“Les observations de plusieurs singularitez & choses mémmorables, trouvées en Grèce, …”, Παρίσι, 1554), που περιηγήθηκε την Ανατολή στα μέσα του 16ου αιώνα, έγραψε: «Από τους 6000 καλόγερους που ζουν στο Άθω μονάχα δυο ή τρεις από κάθε μοναστήρι γνωρίζουν ανάγνωση και γραφή. Κι αυτό γιατί οι αρχιερείς….και οι πατριάρχες, είναι εχθροί της φιλοσοφίας και αφορίζουν κάθε κληρικό που μελετάει βιβλία μη θεολογικά. Προσπαθούν να πείσουν όλο τον κόσμο ότι δεν επιτρέπεται στους χριστιανούς να μελετούν ποίηση και φιλοσοφία…..Κι είναι αδύνατο να λάβουν συχώρεση…αν δεν πληρώσουν χρήματα ή αν δεν δεχθούν ραβδισμούς…» (Κ.Σιμόπουλου «Ξένοι…», τ.Α΄). Το 1730 ο αββάς Φουρμόν που λεηλατεί αρχαία μνημεία και χειρόγραφα, περιγράφει στις χειρόγραφες επιστολές του τα βιβλία των μοναστηριών του Μ.Σπηλαίου και της Ιθώμης που σαπίζουν από την υγρασία και σχολιάζει: «Οι μοναχοί ζουν άνετα αλλά οι συγγραφείς (εννοεί τα βιβλία τους) πανάθλια. Τους καίνε, τους ακρωτηριάζουν…» («Correspondance et papiers relatifs à ses voyages en Grèce et en Égypte..»).
O Φωτάκος καταγγέλλει: «…όστις έδιδε περισσότερα χρήματα αυτός εγίνετο επίσκοπος και ας ήτο και αγράμματος» («Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως»-1858). Το 1898, ο Πρώσος P.Lindau, διαπιστώνει στην Πάτμο: «Φοβερή η αμάθεια των Ελλήνων μοναχών» (Ενεπεκίδη Π.Κ. «Αρχιπέλαγος». Βιβλ. Εστίας-1997). Ο Άγγλος πρεσβευτής στην Πόλη Thomas Roe σε γράμμα του προς τον Αγγλικανό αρχιεπίσκοπο, εξιστορεί την προσπάθειά του να πείσει τον πατριάρχη να του δώσει αρχαία βιβλία που «σκονίζονται και σαπίζουν ανάμεσα στους αμαθείς Έλληνες», για να δημοσιευθούν, επειδή «αποτελούν όπλα για τους ειδικούς και όχι για τους αμαθείς καλόγερους……ο πατριάρχης δεν γνωρίζει τα ονόματα πολλών συγγραφέων ούτε το περιεχόμενο των βιβλίων….δεν έχει ιδέα για την αξία τους» (Κ.Σιμόπουλου. «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα», τ.Α΄). Το περιοδικό του Ναυπλίου «Αθηνά», έγραφε το 1831: «Οι αρχιερείς κατά τον 17ον και 18ον αιώνα ημέλησαν εις τας επαρχίας των τα καταστήματα της δημοτικής εκπαιδεύσεως και τινές εξ αυτών μάλιστα εξώρισαν τους σοφούς, οίτινες…κατεστάθησαν εις αυτά».
Ο σπουδασμένος στη Δύση Αθηνών Μελέτιος, μια εξαίρεση του κακού κανόνα, στην «Εκκλησιαστική Ιστορία» του, που εκδόθηκε το 1784 στη Βιέννη, έχοντας δει στην Ευρώπη «όλα τα οσπήτια, έως και των πτωχών, γεμάτα από βιβλία», αγανακτεί για τους κληρικούς «από τους οποίους οι πλείστοι δεν έχουσι παρά ένα ψαλτήρι και ένα ωρολόγιον (εκκλησιαστικό βιβλίο) πεπαλαιωμένον και κανένα συναξάρι….προφασιζόμενοι ότι αι βιωτικαί φροντίδες δεν τους αφίνουσι να κάμουν ανάγνωσιν, ωσάν τα άλλα γένη (των Ευρωπαίων) δεν έχουσι φροντίδας…Μεγάλως απορούσι πολλότατοι…πεπαιδευμένοι…εις το να βλέπουσι……τόσους Αρχιποιμένας πλουσιωτάτους….οπού άλλοι μεν …σκορπίζουσι τα πλούτη τους εις πράγματα φθαρτά…». Ανάλογη εικόνα για τις αρχές του 18ου αιώνα δίνει και η Encyclopedie των Γάλλων Διαφωτιστών (εκδ. Diderot), που αναφέρει πως για τους «Xριστιανούς Έλληνες» θεωρείται «αμάρτημα» το να είσαι επιστήμονας. «Οι μελέτες τους περιορίζονται στην ανάγνωση των πράξεων των 7 Συνόδων και των έργων του Μ.Βασιλείου…» (Γιώργος Καράς. «Οι θετικές επιστήμες στον ελληνικό χώρο15ος-19ος αιώνας». Εκδ. Ζαχαρόπουλος-Δαίδαλος-1991). Το επισκοπάτο δεν άφηνε κανέναν φιλοσοφίζοντα σε χλωρό κλαρί, σε μια εποχή που η ύπαρξή τους ήταν μία σταγόνα ζωής στο πνευματικά άνυδρο εθνικό μας έδαφος. Ο Ιεροσολύμων Νεκτάριος (17ος αι.) έγραψε την εμπαθή «Ανατροπή των σοφισμάτων του Αθηναίου Πριγγιλέως» (Νικηφόρου), ενός λίγο παλαιότερου λόγιου που είχε μεταξύ άλλων μεταφράσει την φαρμακογνωσία του γιατρού του ρωμαϊκού στρατού Διοσκορίδη (1ος μ.Χ. αι.). Η Εκκλησία που λειτουργούσε ως λέσχη καλοπέρασης και ως πεδίο εκπλήρωσης ανομολόγητων φιλοδοξιών δεσποτάδων,
δορυφορούμενων από ταξιαρχίες παρασίτων, που κυριολεκτικά ασελγούσαν χωρίς να δίνουν κανένα λογαριασμό πάνω στο σώμα ενός σκλαβωμένου απαίδευτου λαού, έβλεπε κάθε έντιμο άνθρωπο που διέθετε μόρφωση εξωεκκλησιαστική, ως απειλή για κάθε δικό της καταστροφικό των ανθρώπων «Όρμον Σωτήριον», («Βιβλίον ψυχωφελές, ευμεθόδως φιλοπονηθέν, εις τέσσαρα τε Κεφάλαια διαιρεθέν, και εν απλή φράση συντεθέν παρά του ευγενεστάτου, και φιλογενούς άρχοντος Ποστελνίκου κυρίου κυρίου Βασιλείου», ένα αντιευρωπαϊκό έργο του 1798, γραμμένο υπό την σκέπη της τυραννίδος της).
Το 1837, ο μητροπολίτης Αθηνών Μισαήλ, μιλώντας στα εγκαίνια του Πανεπιστημίου, ισχυρίζεται πως «οι βάρβαροι» (οι Τούρκοι), εμπόδιζαν τους Έλληνες να συντηρούν σχολεία βάζοντας έτσι τα σαθρά θεμέλια για να στηθεί ο εθνικός μύθος του «Κρυφού Σχολειού». Βάρβαροι που εμπόδιζαν την λειτουργία των σχολείων υπήρξαν, αλλά πρέπει να αναζητηθούν στις τάξεις της εκκλησιαστικής ηγεσίας και στους υποτακτικούς της. Είναι γεγονός πως η ιερωσύνη προσέφερε την οικονομική δυνατότητα, τα προνόμια, την κοινωνική θέση και την προστασία που χρειαζόταν ένα φτωχόπαιδο για να σπουδάσει. Ο Κούμας επισημαίνει την κατηγορία των «πεπαιδευμένων», «οίτινες διά τους πατριαρχικούς μισθούς εσυνάζοντο εις την Κωνσταντινούπολιν διά να αναλάβωσιν κληρικού αξίαν» («Ιστορία ανθρωπίνων….τ.ΙΒ΄»).
Είναι αξιοπρόσεκτος ο μεγάλος αριθμός των ιερωμένων που στην διάρκεια της Τουρκοκρατίας σπούδασαν στη Δύση φιλοσοφία, ιατρική ή και θετικές επιστήμες, για να υποστούν αρκετοί από αυτούς στη συνέχεια διώξεις από την εκκλησιαστική ηγεσία για τις φιλοσοφικές, δογματικές ή επιστημονικές τους απόψεις, μολυσμένες από το μικρόβιο των philosophes. Για μερικούς, όπως τον διάκο Ιώσηπο Μοισιόδακα, διερωτάται κανείς αν δεν ένιωθαν το ράσο σαν φυλακή. Ο Θεόφιλος (Θεοδόσιος) Κορυδαλλεύς, υπήρξε μια εξέχουσα πνευματική μορφή του νέου ελληνισμού (17ος αι.), θεμελιωτής του θρησκευτικού Ουμανισμού, με σπουδές φιλοσοφίας, ιατρικής και αστρονομίας, διορισμένος από τον προτεσταντίζοντα Λούκαρι διευθυντής της πατριαρχικής Ακαδημίας, πρωτεργάτης και ανανεωτής της φιλοσοφικής παιδείας στην χώρα μας. Σπουδασμένος στους Ιησουϊτες, ο δύστροπος Θεόφιλος μίσησε τον καθολικισμό, κατηγορήθηκε για αθεϊσμό και καλβινισμό, και εκθρονίστηκε από μητροπολίτης Ναυπάκτου. Ως καλβινίζων παύθηκε από την Σύνοδο το 1691 και ο μαθητής του λόγιος Ι.Καρυοφύλλης, Μ.Λογοθέτης της Μ.Εκκλησίας. Με την ίδια κατηγορία καθαιρέθηκε από τον πατριάρχη Κονταρή και ο προστατευόμενος του Λούκαρι λόγιος κληρικός και δάσκαλος όσιος Ευγένιος Γιαννούλης ο Αιτωλός, που όμως αποκαταστάθηκε σύντομα.
Το 1872 ο αρχιμανδρίτης Ανδρόνικος Δημητρακόπουλος, εφημέριος στην ελληνική κοινότητα της Λειψίας, έγραψε για τις «φλυαρίες» του «σοροδαίμονος και παλίμπαιδος Πλήθωνος («Ορθόδοξος Ελλάς: ήτοι περί των Ελλήνων των γραψάντων κατά Λατίνων και περί των συγγραμμάτων αυτών. Τύποις Μέτζγερ και Βίττιγ-Εν Λειψία 1872). Το 1723, η Σύνοδος έκαψε μπροστά στον ταλαίπωρο συγγραφέα τους τα τετράδια των παραδόσεων του καλού ιερέα Μεθόδιου Ανθρακίτη, με γνωμικά των φιλοσόφων και την Ευκλίδειο Γεωμετρία, ενώ ο τρομοκρατημένος δάσκαλος υποχρεώθηκε να εκφωνήσει Ομολογία Πίστεως μπροστά στην πυρά. Μάλιστα ο παρευρεθείς στην τελετή Ηρακλείας Καλλίνικος έγραψε στον Νεόφυτο Άρτης, πως ο δάσκαλος «ιδίαις χερσίν παρέδωκε τα εαυτού εβδελυγμένα τετράδια τώ Ηφαίστω». Την επόμενη Κυριακή η διαδικασία επαναλήφθηκε στο προαύλιο του πατριαρχείου, με σημειώσεις λογικής, φυσικής και μαθηματικών παρουσία κοινού από «γεμιτζήδες, παπουτσήδες, ραφτάδες» (Α.Αγγέλου «Η δίκη του Μεθόδιου…», 1956), όπως γράφει ο ίδιος, εκβιαζόμενος να τα αποκηρύξει και να υποσχεθεί πως δεν θα διδάξει ξανά μαθηματικά. Με επιστολή του στους πρόκριτους των Ιωαννίνων εκφράζει το παράπονό του: «Δεν είναι εντροπή τους να ακούεται πως έκαυσαν Λογικήν, Φυσικήν, Ευκλείδην και Αριθμητικήν;». Ο σοφός γέρος έτρεξε να κρυφτεί σε κάποιο υπόγειο, «ανήλιον Γούβαν» την ονομάζει, από όπου ενώ η Σύνοδος έψαχνε να τον βρεί, το έσκασε μετά από μήνες και εξουθενωμένος γύρισε στα Γιάννενα όπου πέθανε. Το 1836 με συνοδική εγκύκλιο το πατριαρχείο διατάσσει όπου βρίσκονται μεταφρασμένα αντίτυπα της Αγ.Γραφής να παραδίδονται στην φωτιά (Διομήδους Κυριάκου «Δοκίμιον εκκλησιαστικής ιστορίας», 1878), ενώ ο επίσκοπος της Κρήτης είχε ήδη κάψει μεταφρασμένες Καινές Διαθήκες από το 1833 («Τhe Story of the Bible Society», σ. 161). Το 1901 φανατικοί ορθόδοξοι φοιτητές, έκαψαν στην Αθήνα συμβολικά ένα αντίτυπο του μεταφρασμένου στην καθομιλουμένη από τον Α.Πάλη «Κατά Ματθαίον» Ευαγγέλιου. Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε και σήμερα. O Ρώσος επίσκοπος Αικατερινούπολης Nίκων, που τελικά (1999) αποσύρθηκε ως ήρωας ομοφυλοφιλικών σεξουαλικών σκανδάλων με
ιεροσπουδαστές, έκαψε μετά την πτώση του Κομμουνισμού (1998), φιλελεύθερα θεολογικά βιβλία. Ο αρχιμανδρίτης Δανιήλ Αεράκης, υπερασπίστηκε τους ακροδεξιούς Θεσσαλονικείς πυρπολητές του βιβλίου του Μίμη Ανδρουλάκη («Μ εις την ν»): «Λυπάμαι που δεν τα έκαψαν όλα και έκαψαν μόνο ένα», («Αυγή»-Ν.Παπαδημητρίου, 23-4-2000). Ο παρών στην καθαρτήριο τελετή τότε βουλευτής της Ν.Δ. εντιμότατος κ.Ψωμιάδης, ψηφίστηκε αργότερα από τους πιστούς πανηγυρικά Νομάρχης. Ο κ.Γιώργος Μεταλληνός ερμηνεύει την καύση συγγραμμάτων: «Στη συνείδηση του Γένους (του όχλου θέλει να πει) η αίρεση είναι ένα φάρμακο νοθευμένο…….Έτσι όπως γίνεται και σήμερα στην περίπτωση αυτή, έπρεπε να αποσυρθεί από την κυκλοφορία…» («Τουρκοκρατία…»-1998).
Αυτή η μαζική πυρπόληση συγγραμμάτων είναι χριστιανικό φρούτο και δεν παρατηρήθηκε στον ελληνικό κόσμο. Έχουμε την επιθυμία του Πλάτωνα να κάψει τα βιβλία του Δημόκριτου, που αποτράπηκε τελικά από Πυθαγόρειους φίλους του, όπως την αναφέρει ο Διογένης ο Λαέρτιος (IX, 40), ή το κάψιμο των συγγραμμάτων του Πρωταγόρα, αλλά είναι μεμονωμένα περιστατικά που δεν πήραν τον χαρακτήρα μιας παγιωμένης τάσης του αρχαίου κόσμου και μόνο το δεύτερο είχε θρησκευτικά κίνητρα, ενώ και το πρώτο μπορεί να ενταχθεί στη διαχρονική συμπεριφορά ενός θρησκευόμενου αριστοκράτη ιδεαλιστή που θέλει να εξαφανίσει τις ιδέες ενός υλιστή με προοδευτικές ιδέες.
Οι μαρτυρίες για την απαιδευσιά του οθωμανικού παπαδαριού, δεν έχουν τελειωμό. Γράφει ο Ανώνυμος ο Έλλην: «Ο πατριάρχης αφού ηξεύρει να αναγνώση δυο κατεβατά από το ψαλτήριον του Δαβίδ, κρίνεται άξιος τοιαύτης αρχής από την Σύνοδον, αυτή δε ηξεύρει να αναγνώση περισσότερον από αυτόν και τας Πράξεις των Αποστόλων». Ο δάσκαλος του Γένους Κωνσταντίνος Κούμας αποκαλύπτει: «Γράμματα με βαρβαρικήν σύνταξιν, με ανορθογραφίαν απίθανον και εις αυτάς των μητροπολιτών τας υπογραφάς…αι υπογραφαί μητροπολιτών, επισκόπων και κληρικών μαρτυρούν την προκοπήν των υπογραψάντων. Τώρα ερωτώ εάν οι Μητροπολίται και οι Επίσκοποι δεν ήξευραν να υπογράφωσι τα ονόματά των….που ευρίσκετο τότε η παιδεία του γένους;». Ο ίδιος κατηγορεί τον Κρητικό ιερομόναχο Γεράσιμο, που δίδασκε Ελληνικά το 1730 στην Πάτμο και τους διαδόχους του Μακάριο και Δανιήλ Κεραμέα πως τους έλειπαν οι γεωγραφικές, χρονολογικές και ιστορικές γνώσεις, οι δε μαθητές τους, που εξελίσσοντο ως γραμματείς Φαναριωτών αρχιερέων, ήσαν «ψιλοί γραμματισταί και γυμνοί πάσης επιστημονικής γνώσεως». O ιστορικός της Επανάστασης του ’21 Κάρολος Μέντελσον Μπαρτόλντυ γράφει για την εποχή της απελευθέρωσης: «Οι μοναχοί που κατέκλυζαν την Ελλάδα κατά πολυάριθμα σμήνη….που δεν ήξεραν ούτε να διαβάζουν ούτε να γράφουν, παρά μόνον να εκδίδουν εισιτήρια για τον παράδεισο, ήταν θλιβερό θέαμα για την χώρα και πρόσκομμα για τον πολιτισμό της». Με γράμμα του στην «Μέλισσα» (Απρίλιος 1821), «ανωνυμος αρχιεπίσκοπος», καταγγέλει τον από Μυτιλήνης πρώην πατριάρχη Ιερεμία Δ΄, που αν και αμόρφωτος φέρεται ως ευεργέτης της Παιδείας: «Περί δε σχολείων και παιδείας, όχι μόνον ποτέ δεν εφρόντισεν αλλ’ούτε να ακούση υπέφερε περί τοιούτων πραγμάτων, άνθρωπον γραμματισμένον και πάντα φιλομαθή εσιχαίνετο». Θα τον βρούμε μπροστά μας τον Ιερεμία πιο κάτω, να δέχεται καταγγελίες για τον Βενιαμίν τον Λέσβιο.
Ο Μ.Ι.Γεδεών, «Μέγας Χαρτοφύλακας και Χρονογράφος της Μεγάλης Εκκλησίας», άνθρωπος συντηρητικός αλλά ειλικρινής, γνώστης των μηχανισμών και έντιμος ερευνητής αρχείων του πατριαρχείου, από απολογητής του μετατρέπεται άθελά του σε μοχλό αποκάλυψης μιας ζοφερής πραγματικότητας. Aποδίδοντας την εχθρότητα του λαού και της Εκκλησίας κατά των επιστημών στην αποκήρυξη από τον πατριάρχη Παϊσιο το 1744 της στοάς των ελευθέρων τεκτόνων του Γαλατά, τους οποίους ο μοναχός Καισάριος Δαπόντες αποκαλούσε «κονιάτας» (=σοβατζήδες), συμπεραίνει. «Έκτοτε παρά τώ καθ’ημάς λαώ, εγεννήθη η ιδέα ότι οι σοφοί και λόγιοι, οίοι ήσαν οι ούτως αποκηρυχθέντες ως άθεοι, εισίν όλοι ασεβείς και κατά των επιστημόνων εν γένει ηγέρθη διωγμός ως τοιούτων». Ο Γεδεών ομολογεί ότι τα ίδια συνέβαιναν και στους βυζαντινούς χρόνους: «να νομίζη τους τοιούτους του πολιτισμού μύστας ο λαός, πνεύματα δραπετεύσαντα εκ της κολάσεως και υιούς του διαβόλου». O ίδιος καταγράφει την περίπτωση του μοναχού Παχώμιου, δάσκαλου στην Θεσσαλονίκη περί το 1716 που εξορίστηκε στο άγ. Όρος, «υβριστού του Αριστοτέλους άκρου» κατά τον Πάτμιο Μακάριο και οπαδό του Γάλλου Kαρτεσιανού φιλόσοφου και ιερέα Nικολά Μαλμπράνς. Μάλιστα ο Θεσσαλονικιός δάσκαλος («ελληνική Σχολή») Γιαννακός, ζητούσε το 1722 από τον φίλο του, μητροπολίτη Άρτης Νεόφυτο, να καταδικαστούν και οι μαθητές του Παχώμιου.
Αναφέραμε πιο πάνω τον Μεθόδιο Ανθρακίτη, εφημέριο Βενετίας, μαθηματικό και φιλόσοφο, δάσκαλο σε πολλά σχολεία και σχολάρχη στα Γιάννενα. Το πατριαρχείο, ξεσηκωμένο εναντίον του από τον καλόγερο και δάσκαλο της Καστοριάς Ιερόθεο Ιβηρίτη, που τον κατήγγειλε ως οπαδό του Μαλεβράνς και του Ισπανού θεολόγου Μολίνου (πέθανε στην φυλακή ως αιρετικός) τον κάλεσε σε απολογία και επειδή άργησε όντας γέρος και άρρωστος να πάει, ο Ιερεμίας ο Γ΄ και η Σύνοδος του 1720, με την σύμφωνη γνώμη του Χρύσανθου Ιεροσολύμων αφώρισαν αυτόν που ήταν: «αποφώλιον τέρας, ανεμώλιος, Κακομεθόδιος, αμέθοδος…αφυής, ατέλειος, αλιτήριος….φιλόσαρκος και αγενές των ηδονών ανδράποδον…ως άλλος τις Σαρδανάπαλος» με «αδρανή και κενόν νουν», «τυφλός και αμύητος» με διδασκαλία γεμάτη «σαπηδόνος βορβόρου και ακαθάρτου ύλης». Το δικαστήριο αγνόησε την υπερασπιστική αναφορά των προυχόντων των Ιωαννίνων, αλλά έδωσε βάση στον Μεγάλο Εκκλησιάρχη, Λογοθέτη και Γραμματέα της πατριαρχικής αυλής Ν.Κριτία «άνδρα λίαν επικλινή εις το κακολογείν» κατά τον Γεδεών. Ο Κριτίας, αντιπροσωπευτικό δείγμα λόγιου που παρασιτεί σε ηγεμονικές αυλές και μισεί σαν τις αμαρτίες του κάθε ελεύθερο πνεύμα, ρήτορας, κανονολόγος, συγγραφέας και «Λόγου προσφωνητικού τώ ηγεμόνι Ουγγροβλαχίας Στεφάνω Καντακουζηνώ», δάσκαλος της πατριαρχικής σχολής, καπουκεχαγιάς του τυράννου της Μολδαβίας Ι.Μαυροκορδάτου, πήρε σύνταξη από τον μεγάλο Βεζίρη, επειδή του αφιέρωσε μεταφρασμένο στην τουρκική έργο του Κορυδαλλέα.
Ο λόγιος Χριστόδουλος Παμπλέκης, αντιμετώπισε τις κατηγορίες του διεφθαρμένου Διονυσίου, δεσπότη του Πλαταμώνα, ο οποίος τον αποκαλούσε «Ρουσόν», επειδή ασπαζόταν τις θεωρίες του Ρουσώ. Ο επίσκοπος έγραψε και υβριστική σάτιρα κατά του σοφού δασκάλου «Ακολουθία ετεροφθάλμου και αντιχρίστου Χριστόδουλου του εξ Ακαρνανίας». Ο αντίχριστος είχε διατελέσει μαθητής της Αθωνιάδας, αλλά ο δάσκαλός του ο Ευγένιος Βούλγαρης αναγκάστηκε πιεζόμενος να τον αποκηρύξει, αποκαλώντας το βιβλίο του «Περί φιλοσόφου», που εκδόθηκε το 1786 στη Βιέννη, «συμπίλημα αποτρόπαιων βιβλιαρίων». Στο βιβλίο αυτό περιείχοντο η Νευτώνεια αντίληψη του κόσμου και απόψεις Γάλλων φιλοσόφων. Ο πατριάρχης Νεόφυτος, αντιδρώντας στην δημοσίευση του βιβλίου του «Περί Θεοκρατίας», αφόρισε το 1793, χρονιά του θανάτου του, τον συγγραφέα, παίρνοντας en passent φαλλάγγι τον Βολταίρο και τους Τέκτονες και ενημερώνοντας γι’αυτό και τα υπόλοιπα πατριαρχεία: «Ούτος ο παμμίαρος όλην εκπιών την κύλικα των αιρέσεων…πολύμορφον θηρίον γενόμενος ή πολυσύνθετον τέρας….την άπειρον ουσίαν αρχήν του παντός εδανείσθη από τον παλαιόν Αναξίμανδρον τον Μιλήσιον και από τον νεώτερον Σπινόζαν…..τα θολερά και δυσώδη αυτών (εννοεί εδώ τους Βολταίρο, Ρουσσώ, τέκτονες) εκροφήσαντος νάματα…». Ο λόγιος Δημ.Γοβδελάς ο Ραψανίτης, ανηψιός του Διονυσίου, έβρισε με μένος τον νεκρό στο βιβλίο του «Εξοστρακισμός Χριστοδούλου του μονοφθάλμου», όπου τον αποκαλεί «χοιρόδουλον…..τετυφλωμένον……όνειδος του χριστιανικού πληρώματος, αίσχος της αμωμήτου ημών πίστεως». Από κοντά και ο αδελφός του μητροπολίτη Αθηνών Αθανασίου (1785), γιατρός Ιωάννης Τατλίκαρας ο Ραιδεστηνός (μοναχός Ειρηναίος από το 1822), που έγραψε κάποια κακοήθη σάτιρα εναντίον του. Η προσπάθεια δαιμονοποίησης του Παμπλέκη, ήταν πολυπλόκαμη. Σε ξυλογραφία που σώζεται στην Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, προερχόμενη από αναιρετική φυλλάδα των αρχών του Παμπλέκη, απεικονίζεται ιπτάμενος διάβολος να απευθύνεται στον μονόφθαλμο λόγιο λέγοντας: «Συνέλαβες πόνον και έτεκες ανομίαν…». Η Εκκλησία όμως, βρίζοντας δεξιά και αριστερά κάθε σκεπτόμενο όν, είχε ανάγκη να παρουσιάσει κάποιους δικούς της φιλοσόφους. Έχρισε λοιπόν «υπάτους των φιλοσόφων» όπως γράφει ο Άρχων της Μ.Εκκλησίας Μ.Γεδεών, που καταγράφει και πολλά από τα παραπάνω, τους Ιάκωβο Μάνο τον Αργείο («ο των φιλοσόφων ύπατος» αναφέρεται με τόσο θράσος και στο «Κωνσταντινίας παλαιά τε και νεώτερα…Συνταχθείσα παρά ανδρός φιλολόγου και φιλοαρχαιολόγου, εκ της τυπογραφίας Δημητρίου Πασπάλη-1844) και Ιωάννη Λέσβιο τον Τζανή, που «ουδέ ήσαν άξιοι τοιαύτης ονομασίας…μηδέ γινώσκοντες αυτής της λογικής τους στοιχειωδεστέρους κανόνας…».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου