Βωμός των 12 θεών, Αναπαράσταση σε περιβάλλον εικονικής πραγματικότητας
Θέση: Mπροστά στο βωμό και τη Στοά του Διός Ελευθερίου, στον κεντρικό ελεύθερο χώρο της Αγοράς, δίπλα στην Παναθηναϊκή οδό, η οποία περνά βόρεια και ανατολικά από το μνημείο. Αρ. 2 στο σχέδιο της Αγοράς στον Οδηγό: Μc Camp II, J., The Athenian Agora, A Short Guide to the Excavations, Excavations of the Athenian Agora, Picture Book no 16, American School of Classical Studies (Princeton 2003), σελ. 2 και 24-25.
Χρονολόγηση κατασκευής: αρχαϊκή περίοδος.
Περίοδοι χρήσης: Κλασική, Ελληνιστική, Ρωμαϊκή
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Βωμός των Δώδεκα Θεών αποτελεί ένα σημαντικό μνημείο της Αγοράς. Με βάση το σημείο εκείνο υπολογίζονταν όλες οι αποστάσεις της Αττικής. Ατυχώς, λόγω του ότι βρίσκεται εν μέρει κάτω από την τάφρο του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου, σήμερα είναι ελάχιστα ορατός, ενώ και οι γνώσεις μας για τη μορφή του είναι ελλιπείς.
ΚΛΑΣΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Το μνημείο ανασκάφηκε το 1891, κατά τη διάρκεια των εργασιών του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου, και αρχικά ταυτίστηκε από τον Dörpfeld με το Λεωκόρειο. Η ανασκαφή συνεχίστηκε το 1934 από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, οπότε και έγινε η ορθή ταύτιση του μνημείου. Καθαρισμός και στρωματογραφική έρευνα πραγματοποιήθηκαν επίσης το 1946 στο νότιο άκρο του βωμού. Καλύπτεται δε κατά τα 9/10 από τα έργα του σιδηροδρόμου, ενώ μόνο η νοτιοδυτική γωνία είναι σήμερα ορατή. Το τμήμα αυτό καθαρίστηκε και πάλι το 1989.
Το μνημείο ταυτίστηκε χάρη στην επιγραφή που βρέθηκε σε ένα βάθρο αγάλματος στο χώρο του βωμού και αναγράφεται: «Λέαγρος, ανέθηκεν Γλαύκωνος δόδεκα θεοίσιν». Πρόκειται για ιστορικό πρόσωπο που υπήρξε στρατηγός στην Αθήνα μετά το 480 π.Χ. και σκοτώθηκε το 461 π.Χ. στην αποτυχημένη θρακική εκστρατεία της Αθήνας.
Ο βωμός, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Θουκυδίδη, αφιερώθηκε από τον Πεισίστρατο το νεότερο, γιο του Ιππία, το 522/521 π.Χ., όταν ο τελευταίος ήταν επώνυμος άρχων. Το 519 π.Χ. οι Πλαταιείς κατέφυγαν εκεί ικέτες, όπως έγινε πολύ αργότερα με τους συνεργάτες του Φειδία όταν κατηγορήθηκαν για καταχρήσεις. Γενικά, ήταν γνωστό σημείο ασύλου. Από εκεί επίσης μετρούσαν τις αποστάσεις από την Αθήνα, ήταν δηλαδή το κέντρο της Αγοράς, το κέντρο της πόλης.
Πρόκειται για έναν τετράπλευρο περίβολο, σχεδόν τετράγωνο στην κάτοψη. Ο περίβολος έχει δύο αναγνωρίσιμες αρχαιολογικά φάσεις, αλλά η χρονολόγησή τους είναι προβληματική. Στην πρώτη φάση η κρηπίδα του, η λεγόμενη κατώτερη κρηπίδα, με διαστάσεις 9,35 μ. (Α-Δ) x 9,85 μ. (Β-Ν) σώζεται σε εξαιρετική, τηρουμένων των αναλογιών κατάσταση στα σημεία που ανασκάφηκαν, καθώς λείπουν μόνο δύο λίθοι. Αποτελείται από μεγάλους λίθους από μαλακό κίτρινο πωρόλιθο, που συναρμόζονται χωρίς συνδέσμους. Το μέγεθός τους ποικίλλει από 0,33-0,40 μ. ύψος, 1,30-1,80 μ. μήκος και 0,45-0,465 μ. πλάτος. Πατά εν μέρει στον βράχο, εν μέρει στο χώμα. Ίχνη εργασίας διακρίνονται μόνο στο ανώτερο τμήμα των λίθων, το οποίο θα ήταν προφανώς ορατό σε ύψος 0,10 μ. Σε απόλυτο ύψος, η κατώτερη κρηπίδα βρίσκεται στα 52,525 μ. στην κορυφή και 52,19 ως 52,14 μ. στη βάση της. Στην ανώτερη επιφάνεια της κρηπίδας διασώζονται εμβαθύνσεις στις οποίες τοποθετούνταν οι βάσεις των πεσσών της κάθε πλευράς, ενώ ενδιαμέσως υπάρχουν οπές στις οποίες προσαρμόζονταν οι ορθοστάτες. Αναμφίβολα, πεσσοί και ορθοστάτες θα είχαν την ίδια επίστεψη, η οποία, στα σχέδια των ανασκαφέων, αποκαθίσταται με βάση την επίστεψη του Μνημείου των Επωνύμων Ηρώων. Από το στηθαίο δε σώζεται απολύτως τίποτε. Θα ήταν αναμφισβήτητα από πωρόλιθο. Σε κάθε πλευρά έχει υπολογιστεί ότι υπήρχαν 8 πεσσοί, σε απόσταση 0,97 μ., με εξαίρεση το διάστημα μεταξύ των μεσαίων πεσσών στο μέσο της δυτικής πλευράς, που άφηνε άνοιγμα 1,37 μ., προφανώς για την είσοδο του μνημείου. Ένα βύθισμα στο κέντρο του διαστήματος αυτού δείχνει ότι είχε προβλεφθεί κάποιου είδους ξύλινη μπάρα που έφραζε την είσοδο.
Από το βωμό σώζονται, σε αυτή τη φάση, μόνο κάποια πώρινα θραύσματα: τα τρία από αυτά (Α 1198, Α 1199α και β), που βρέθηκαν στην επίχωση του ύστερου στηθαίου, ένα τμήμα της επίστεψης με μια στενή ταινία και ένα κυμάτιο, καθώς και δύο θραύσματα από την έλικα που σχημάτιζε η απόληξη του βωμού. Έχει προταθεί να ανασυσταθεί σύμφωνα με μια βάση που σώζεται στη βόρεια κλιτύ της Ακρόπολης, στο εσωτερικό της πύλης Beulé. Αν και μικρών διαστάσεων (1,025 μ. μήκος x 0,645 μ. πλάτος x 0.405 μ. ύψος), είναι από το ίδιο υλικό, έχει την ίδια απόληξη σε έλικες και χρονολογείται σε γενικές γραμμές στον 5ο αι. π.Χ. Η επιφάνεια της βάσης είναι καλυμμένη με επίχρισμα και με κόκκινο χρώμα. Άλλα πώρινα θραύσματα που έχουν βρεθεί διάσπαρτα γύρω από το βωμό ανήκουν πιθανόν σε ορθοστάτες.
Στη δυτική πλευρά του περίβολου, σχεδόν εφαπτόμενη με την εξωτερική πλευρά της ευθυντηρίας του στηθαίου, σώζεται η τετράπλευρη βάση αγάλματος που προαναφέρθηκε. Στήριζε κάποιο χάλκινο άγαλμα, όπως αποδεικνύεται από τους τόρμους που σώζονται στο άνω τμήμα της, το οποίο μάλλον είχε το δεξί πόδι ελαφρά προωθημένο. Το άγαλμα φαίνεται πως αφαιρέθηκε προσεκτικά. Η βάση καλύφθηκε κατά το 70% όταν χτίστηκε το δεύτερο στηθαίο.
Για την τοποθέτηση της βάσης στο αρχικό της σημείο έγινε μερική μετατροπή της κατώτερης κρηπίδας, κάτι που αποδεικνύει, σύμφωνα με τους ανασκαφείς, ότι ο περίβολος υπήρχε εκεί πριν από την τοποθέτησή της. Απομακρύνθηκε και τοποθετήθηκε στην τελική της θέση όταν χτίστηκε το δεύτερο στηθαίο, του οποίου το ανώτερο τμήμα δε δείχνει ίχνη φθοράς.
Μια ερυθρόμορφη κύλικα στο Μουσείο της Βαλτιμόρης δείχνει έναν ώριμο άνδρα να παρατηρεί το άγαλμα ενός νεαρού αθλητή. Η επιγραφή Λέαγρος ενδεχομένως αναφέρεται στο άγαλμα ή, σύμφωνα με μια άλλη άποψη, τόσο στο άγαλμα όσο και στον ώριμο άνδρα, που είναι ο ίδιος ο Λέαγρος σε προχωρημένη ηλικία. Το αγγείο όμως χρονολογείται στο 500 π.Χ., όπως και οι περισσότερες επιγραφές σε αγγεία που αναφέρουν το Λέαγρο ως «καλό», δηλαδή ως όμορφο έφηβο.
Η δεύτερη φάση του μνημείου εισάγει αρκετές αλλαγές. Κατ’ αρχάς ανεβαίνει το επίπεδο του εδάφους στο ύψος της κατώτερης κρηπίδας στα δυτικά και σε ύψος περίπου 0,20 μ. στα νότια: Αυτή η κρηπίδα από κίτρινο πωρόλιθο αποτελεί τώρα τη θεμελίωση πάνω στην οποία πατά η νέα κρηπίδα, η λεγόμενη ανώτερη κρηπίδα, φτιαγμένη από σκληρούς γκρίζους πωρόλιθους, που ενώνονται μεταξύ τους χωρίς συνδέσμους. Οι διαστάσεις τους είναι 1,16-1,50 μ. μήκος, 0,38 μ. πλάτος και 0,295 μ. ύψος. Το ύψος της ανώτερης κρηπίδας σε απόλυτους αριθμούς είναι 52,85 μ. στην κορυφή και 52,525 μ. στη βάση της. Σώζεται το σύνολο της νότιας πλευράς και το νότιο τμήμα της ανατολικής πλευράς, που είναι και σήμερα ορατά. Οι διαστάσεις του περίβολου αλλάζουν πλέον: 9,05 μ. (Α-Δ) x 9,86 μ. (Β-Ν). Τίποτε δε σώζεται από την ανωδομή, κάτι που ενδεχομένως υποδηλοί ότι μετά την καταστροφή της Αθήνας από τους Ερούλους αφαιρέθηκε προσεκτικά το σωζόμενο υλικό και χρησιμοποιήθηκε αλλού.
Εμβαθύνσεις και οπές στην ανώτερη επιφάνεια της ανώτερης κρηπίδας μαρτυρούν ότι υπήρχε ένα στηθαίο αρκετά παρόμοιο με αυτό της προηγούμενης φάσης, μολονότι η στήριξη και η σύνδεση των τμημάτων γίνονται τώρα διαφορετικά. Υπήρχαν 8 πεσσοί σε κάθε πλευρά, με δύο εισόδους τώρα, μία στην ανατολική και μία στη δυτική πλευρά, σύμφωνα με την πιο αξιόπιστη αναπαράσταση. Αλλά οι γωνιακοί πεσσοί, καθώς και οι πεσσοί που πλαισίωναν την είσοδο, στηρίζονται πλέον με πιο σταθερό τρόπο, χάρη στη χρήση μολύβδινων αρμών, και οι ορθοστάτες στηρίζονται στους πεσσούς και όχι μόνο στην κρηπίδα. Το μικρό πάχος που αντιστοιχεί στους ορθοστάτες αποδεικνύει ότι αυτοί ήταν από μάρμαρο και όχι από πώρο. Πάντως τόσο οι πεσσοί όσο και η συνεχής επίστεψη θα πρέπει να είχαν κατασκευαστεί από πωρόλιθο. Το συνολικό ύψος θα πρέπει να ήταν τουλάχιστον 1 μ. και η επίστεψη παρόμοια με αυτή του Μνημείου των Επωνύμων Ηρώων. Οι πεσσοί είχαν στη βάση τους διαστάσεις 0,285 x 0,215 μ.
Από τα ίχνη τους στην κρηπίδα φαίνεται πως οι ορθοστάτες που πλαισίωναν τις εισόδους στην ανατολική και τη δυτική πλευρά ήταν παχύτεροι στη βάση (0,14 μ.) απ’ ό,τι στην κορυφή τους (0,08 μ.). Η εξήγηση που έχει προταθεί είναι ότι έφεραν ανάγλυφη διακόσμηση. Ο δεύτερος ορθοστάτης από τα νότια στην ανατολική πλευρά ήταν ελαφρώς στενότερος, αν κρίνει κανείς από τις εμβαθύνσεις στην κρηπίδα. Προφανώς οι δύο ορθοστάτες που πλαισίωναν την είσοδο είχαν μεγαλύτερο πλάτος σε σχέση με τους υπόλοιπους, προκειμένου να χωρέσει η γλυπτική σύνθεση. Στη νότια πλευρά το πλάτος των ορθοστατών ήταν 0,945 μ., στη δυτική 0,97 μ., ενώ το κεντρικό τμήμα-είσοδος είχε άνοιγμα 1,59 μ., από το οποίο πρέπει να αφαιρεθούν 0,08 μ. συνολικά για την επένδυση της εισόδου. Στο νότιο τμήμα της ανατολικής πλευράς, οι ορθοστάτες είχαν πλάτος 0,96 και 0,88 μ. αντίστοιχα. Το ίδιο θα ίσχυε και στο βόρειο τμήμα της πλευράς αυτής. Το μεταξόνιο διάστημα των πεσσών ήταν στα ανατολικά και στα δυτικά 1,255 μ. στα νότια και μάλλον 1,230 μ. στα βόρεια. Ίσως έχει σωθεί ένα τμήμα από την επίστεψη, που βρέθηκε ενσωματωμένο κοντά στη Βασίλειο Στοά, σε υστερορωμαϊκό κτήριο (Α 3880).
Ο Thompson πρότεινε μια ελκυστική, αλλά αναπόδεικτη θεωρία για την ταύτιση του γλυπτού διακόσμου του νεότερου στηθαίου. Συγκεκριμένα, θεώρησε ότι στις θέσεις που προαναφέρθηκαν εφαρμόζουν σχεδόν απόλυτα τα γνωστά αττικά ανάγλυφα με τρεις μορφές, που σώζονται σε διάφορα αντίγραφα και χρονολογούνται στον ύστερο 5ο αι. μ.Χ. Τα θέματά τους είναι:
1. Ο Ερμής, η Ευρυδίκη και ο Ορφέας που γυρνά πίσω και χάνει την αγαπημένη του (αντίγραφα σε Λούβρο, Νάπολη, Ρώμη, Thermae και Villa Albani).
2. Δύο κόρες του Πελία, τη στιγμή που δίνουν τη συγκατάθεσή τους στη Μήδεια να κομματιάσει τον πατέρα τους και να τον κάνει νέο ρίχνοντας τα κομμάτια του σε ένα φίλτρο (Βερολίνο και Ρώμη, Laterano).
3. Ο Πειρίθους (καθιστός), ο Θησέας και ο Ηρακλής που έρχεται να τους σώσει από την αιχμαλωσία στον Κάτω Κόσμο (Λούβρο και Ρώμη, Torlonia).
4. Ο Ηρακλής καθισμένος σε ένα βράχο μαζί με δύο Εσπερίδες στον ομώνυμο κήπο (Ρώμη, Villa Albani και θραύσματα στη Νέα Υόρκη και στο Ερμιτάζ).
Νεώτερες απόψεις αποδίδουν τα ανάγλυφα σε άλλο μνημείο της Αθήνας, είτε τον ναό του Ηρακλή (Harrison), είτε κάποιον ταφικό περίβολο.
Στη φάση αυτή το έδαφος γύρω από το βωμό, που ήταν από πατημένο χώμα, στρώνεται με πλάκες από κίτρινο πωρόλιθο, ακανόνιστων μεγεθών, με πάχος που κυμαίνεται από 0,18-0,32 μ. Το ύψος τους καλύπτει το ύψος της κατώτερης κρηπίδας.
Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι ο δήμος μεγάλωσε το μήκος του βωμού και έσβησε την επιγραφή που ανέφερε το όνομα του Πεισιστράτου του νεότερου. Ενδέχεται οι άκρες του παλαιότερου βωμού να αποκόπηκαν, να επεκτάθηκε ο βωμός και να επενδύθηκε με μάρμαρο στην πρόσοψη. Ένα μαρμάρινο θραύσμα από βωμό έχει βρεθεί κοντά στο μνημείο και θεωρείται ότι προέρχεται από το δεύτερο βωμό.
Σύμφωνα με την αρχική εκδοχή της ιστορίας του βωμού, η βάση του αγάλματος του Λεάγρου προστέθηκε μετά την κατασκευή του κτηρίου. Μάλιστα, στο ανώτερο τμήμα της παρουσιάζει ίχνη φθοράς, λόγω της έκθεσής της στο ύπαιθρο. Το 480 π.Χ. το μνημείο καταστράφηκε από τους Πέρσες, το ίδιο και το άγαλμα. Πέρασε περίπου μισός αιώνας ώσπου να ανακαινιστεί το μνημείο και να χτιστεί το δεύτερο στηθαίο. Η διάρκεια της φάσης αυτής παραμένει άγνωστη, το μνημείο πάντως καταστρέφεται τον 3ο αι. μ.Χ. Στο νότιο τμήμα του στηθαίου ανοίγεται τον αιώνα αυτό ένας παιδικός τάφος. Αν έστεκε στην ίδια θέση συνεχώς είναι άγνωστο, εκτός αν αποδεχθεί κανείς τη θεωρία του Thompson ότι κάποια στιγμή προστέθηκε ή επικάλυψε τους δώδεκα θεούς η λατρεία του Ελέους, την οποία τεκμηριώνει η διήγηση του Παυσανία. Ο Στάτιος (90 μ.Χ.) αναφέρει το βωμό (τον οποίο βέβαια λέει ότι έκτισαν οι γιοι του Ηρακλή), γύρω από τον οποίο υπήρχαν ελαιόδενδρα. Οι ανασκαφείς ανακάλυψαν νότια και δυτικά οπές στο έδαφος, διαμέτρου 1 μ., που ήταν γεμισμένες με μαλακό χώμα, πιθανόν για τη φύτευση δένδρων. Στα δυτικά του περίβολου υπάρχει η βάση ενός λουτηρίου, που τοποθετείται στον 4ο αι. π.Χ. Ωστόσο, η θεωρία αυτή δεν τεκμηριώνεται από τα αποτελέσματα της στρωματογραφικής έρευνας.
Σύμφωνα με την εναλλακτική πρόταση της Gadbery, η βάση του αγάλματος του Λεάγρου έχει φθορά που δικαιολογεί μακροχρόνια χρήση της. Τοποθετήθηκε στη θέση που βρίσκεται σήμερα στο γ΄ τέταρτο του 5ου αι. π.Χ., όταν ο Βωμός των Δώδεκα Θεών αναστηλώθηκε ακριβώς στις διαστάσεις που θα είχε όταν χτίστηκε, δηλαδή προτού καταστραφεί από τους Πέρσες το 480 π.Χ. Το άγαλμα σώθηκε από την καταστροφή, διότι τοποθετήθηκε μετά το 480 π.Χ., πιθανότερα μεταξύ 470-465/464 π.Χ. Με βάση αυτή τη θεωρία η προσθήκη του ύστερου στηθαίου χρονολογείται στο γ΄ τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. Σημαντικό επιχείρημα υπέρ της άποψης αυτής είναι τόσο η χρονολόγηση της κεραμικής που βρέθηκε στο χώρο του βωμού όσο κυρίως το γεγονός ότι το ακριβέστερο παράλληλο για κατασκευή παρόμοια με το ύστερο στηθαίο είναι το Μνημείο των Επωνύμων Ηρώων, που πλέον χρονολογείται στο γ΄ τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. Μειονέκτημα της θεωρίας αυτής είναι πως υπονοεί ότι δε σώζεται κανένα ίχνος από το αρχικό μνημείο, το οποίο ξαναχτίστηκε περίπου με το ίδιο υλικό.
Εσχάρα
Σε μικρή απόσταση από το βωμό βρέθηκε μια τετράπλευρη εστία 1,76 x 3,877 μ., η λεγόμενη εσχάρα, που περιβάλλεται στις τέσσερις πλευρές από κίτρινους πωρόλιθους, ενώ στο εσωτερικό έχει γέμισμα από ογκόλιθους. Έχει ίδια κατεύθυνση με το βωμό, ίδιο υλικό και μέθοδο δόμησης, και προφανώς χρονολογείται στην ίδια περίοδο. Μεταξύ των δύο υπάρχει ένα στενό πέρασμα 0,80 μ. Η εσχάρα βρίσκεται προς τα δυτικά. Το έδαφος της εσχάρας στην αρχική φάση βρίσκεται σε ύψος 52,45/52,46 μ., σχεδόν παρόμοιο με αυτό του βωμού στην πρώτη του φάση. Σε δεύτερη φάση, η εσχάρα στρώθηκε με πέτρες, απέκτησε λίθινο στηθαίο και υψώθηκε κατά 0,10 μ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Mc CAMP II, J., The Athenian Agora: A Guide to the Excavation and Museum 4 (Athens 1990), σελ. 96-97.
Μc CAMP II, J., The Athenian Agora, A Short Guide to the Excavations, Excavations of the Athenian Agora, Picture Book no 16, American School of Classical Studies (Princeton 2003), σελ. 8.
Mc CAMP II, J., Η Αρχαία Αγορά της Αθήνας. Οι Ανασκαφές στην καρδιά της κλασικής πόλης 2 (Αθήνα 2004), σελ. 61-63.
CROSBY, Μ., “The Altar of the Twelve Gods in Athens”, στο Commemorative Studies in Honor of Theodore Leslie Shear, Hesperia σελ. 82-103, πίν. 11-14.Supplement 8 (Princeton 1949),
DÖRPFELD, W., Alt-Athen, I (Berlin 1936), σελ. 69 και ΙΙ (Berlin 1937), σελ. 137.
GADBERY, L.M., “The Sanctuary of the Twelve Gods in the Athenian Agora: A Revised View”, Hesperia 61 (1992), σελ. 447-489, πίν. 105-111.
GÖTZE, H., “Die attischen Dreifigurenreliefs”, Römische Mitteilungen 53 (1938), σελ. 189-280.
HARRISON, E.B., “Hesperides and Heroes: a Note on the Three-Figure Reliefs”, Hesperia 33 (1964), σελ. 76-82.
HARRISON, E.B., «The Aged Pelias in the Erechtheion Frieze and the Meaning of the Three-Figured Reliefs», σε CLARK, A.J., GAUNT, J., GILMAN, B. [επιμ.], Essays in Honor of Dietrich von Bothmer, Allard Pierson Series 14, Amsterdam 2002, σελ. 137-146
HAUSMANN, U., Griechische Weihreliefs (Berlin 1960), σελ. 48-50.
SHEAR, T.L., “The Campaign of 1934”, Hesperia 4 (1935), σελ. 340-370 (ιδίως σελ. 355-358).
THOMPSON, H.A., “The Excavation of the Athenian Agora 1940-1946”, Hesperia 16 (1947), σελ. 198-199, πίν. 49.
THOMPSON, H.A., “The Altar of Pity in the Athenian Agora”, Hesperia 21 (1952), σελ. 47-82, πίν. 14-18.
THOMPSON, H.A. – WYCHERLEY, R., The Agora of Athens. The American Excavations in the Athenian Agora, vol. XIV, American School of Classical Studies at Athens (Princeton 1972), σελ. 119 κ.ε.
TRAVLOS, J., Pictorial Dictionary of Ancient Athens (Princeton 1971).
VON WILLAMOWITZ-MÖLLENDORF, U., Aus Kydathen, Philologische Untersuchungen I (Berlin 1880), σελ. 207.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου